Κι αν ήταν ο παππούς μου;

“Και να αδελφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα και απλά….
Και καταλαβαινομαστε τωρα, δεν χρειάζονται περισσότερα…”

Έτσι με μεγάλωσε ο παππούς μου.  Με στίχους του Νίκου, του Παύλου…
Τον αγαπούσα τον παππού μου, μου άνοιξε τα μάτια και μου είπε να προσπαθώ να λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, και να τραγουδάω να σμίξω τον κόσμο.
Μα τι περίεργος κόσμος? Κάποιος σηκωνει όπλο και δολοφoνεί το παιδί μου, άλλος σηκώνει τη φισούνα και ρίχνει χημικά στον παππού μου. Πώς να προστατεύσω τους  ανθρώπους μου?
Πώς να δώσω στον δολοφόνο να καταλάβει τον πόνο μου?

Ήμουν στην πορεία… Και τότε ο κυρ Μέντιος αποφάσισε να μας “σπάσει”. Χτύπαγε αλόγιστα, και χωρίς να έχει συγκεκριμένο στόχο. Αλλά όλα του τα χτυπήματα με  “βρήκαν” κατάστηθα.
Έσπασα… Άρχισα να φωνάζω.
Να του επιτίθεμαι.  Να του “εξηγώ” με σπασμένη φωνη… “ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΟΥ! ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΟΥ! ΠΩΣ ΜΕ ΧΤΥΠΑΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΔΑΚΡΥΖΕΙΣ?
ΑΝ ΑΝΤΕΧΕΙΣ ΝΑ ΠΑΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΑΝΤΙΚΡΥΣΕΙΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΟΥ ΔΙΧΩΣ ΤΥΨΕΙΣ, ΤΟΤΕ ΤΟ ΠΡΩΙ ΠΟΥ ΘΑ ΞΥΠΝΗΣΕΙΣ,
ΠΑΡΕ ΤΟ ΟΠΛΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΤΟΝΑ διότι έχεις πάψει να ζεις προ πολλού.

Με μάζεψαν κάτι φίλοι… Γύρισα σε μια φίλη, “Να με προσέχεις,” της είπα, “γιατί ετούτη η πόλη με τρελαίνει..”

Είμαι σπίτι μου. Δεν ξέρω τι γίνεται κάτω. Αλλά η καρδιά μου δεν ησυχάζει. Κάτι με τρώει. Και νά σου το μαντάτο.
Τα λόγια κατακλύζουν το μυαλό. “Χτυπήσαν τον παππού μου” σκέφτομαι… Αλλά είναι νεκρός ο παππούς μου. Μικρή σημασία έχει. Και αυτός που χτύπησαν παππούς μου  είναι. Παππούς σου…
Γυρίζει το μυαλό και μού χαιδεύω το χέρι… Στον ύπνο μου απόψε είδα παλι πως δεν είχαν αξία τα λόγια, δεν είχε ο Ιούδας φιλιά….
Θα ‘θελα να ‘μαι εκεί. Αλλά θα άντεχα? Η θα κατέστρεφα το πιο μεγάλο ιδανικό που μου έμαθε ο παππούς μου?
“Μπαγάσα”, μου έλεγε, “έκαμα φυλακή, και έφαγα ξύλο. Εσύ να μην τα πάθεις αυτά. Να τους αγαπάς τους ανθρώπους. Και αμα πας να σηκώσεις χέρι, εμένα να  θυμάσαι…”

Οι λέξεις πνίγονται στα χείλη μου.
Μόνοι οι στίχοι απομένουν για παρέα.
“Ζωγράφισε έναν ήλιο στο ταβάνι, μίλησε με τ’ αγέρι της νυχτιάς
και χόρεψε μαζί με τη σκιά σου στους ήχους μιας αδύναμης καρδιάς.
Πάρε τηλέφωνο την μοναξιά σου ή βγες ξανά στον δρόμο της φωτιάς
πάρε τηλέφωνο την μοναξιά σου ή βγες ξανά στον δρόμο της φωτιάς.”

Ποτέ ξανά…. Ποτέ… Ποτέ ξανά δεν θέλω να μου χτυπούν τους ανθρώπους του παππού μου.

Σας γράφω πάλι από ανάγκη…
Χαμογελάτε…. Μόνο αυτό μας σώνει

DrAluca.

undefined

undefined

Στηρίξτε το omniatv:

Σχόλια

0 0 votes
Βαθμολογία άρθρου
Subscribe
Notify of
guest
0 Σχόλια
Inline Feedbacks
View all comments
Μετάβαση στο περιεχόμενο