Χαμένες Προσδοκίες ;

Σε μια εκδήλωση για την οικονομική κρίση το 2010, άκουσα για πρώτη φορά από έναν ακαδημαϊκό το σημερινό κλισέ: «αυτή η γενιά θα ζήσει πιο φτωχά από τους γονείς της». Ήταν μόλις 3-4 μήνες από τα πρώτα δημοσιονομικά περιοριστικά μέτρα κι όμως είχαμε ήδη αποδεχτεί την μοίρα μας και την ήττα μας.  Μου φάνηκε πολύ βαρύγδουπο, αλλά περισσότερο με ξένισε αυτός ο υπέρμετρος ρεαλισμός που καταργούσε κάθε περιθώριο ελπίδας και αγωνιστικής διάθεσης. Ήταν ήδη δεδομένο, ήταν ήδη κατεστημένο, ήταν ήδη αποτυπωμένο στις χαρακές της παλάμης μας.

Ακόμα και η πιο απαισιόδοξη πρόβλεψη έλαχε να ξεπεραστεί. Νομίζω πως όσοι έχουν την δεξιότητα να θυμούνται πως ζούσαν τρία χρόνια πριν και δεν υπάρχει στη μνήμη τους σαν μια προηγούμενη ζωή, θα θυμούνται επίσης ότι ποτέ δεν πίστεψαν πως θα έρθει η ώρα που θα στερούνται τα στοιχειώδη.

Αυτό που έλειψε ήταν η προσδοκία. Και είναι αυτή που πολλές φορές ορίζει το αποτέλεσμα. Η χαμένη προσδοκία της κοινωνίας για μια αξιοπρεπή διαβίωση, την οδήγησε στην υποταγή, στην παράδοση και τώρα στη μοιρολατρία και τη μεμψιμοιρία.

Από την άλλη μεριά του οδοφράγματος όμως υπήρχε η προσδοκία της επιτυχίας όλων των ληστρικών σχεδίων τους χωρίς ιδιαίτερη φθορά. Υπήρχε η παράδοξη προσδοκία ότι οι τερατώδεις φοροεισπρακτικές απαιτήσεις τους θα ικανοποιούνται στο ακέραιο ακόμα και αν περιορίζουν την ικανοποίηση πρωτογενών αναγκών. Επιβεβαιώθηκαν, και έπεται και συνέχεια.

Ας ανοίξω μια παρένθεση με μια άλλη ιστορία :

{

Το καλοκαίρι γνώρισα και μια άλλη κυρία (εκτός από την «Κυρία Λαμπρινή από την Πόλη» ). Όχι δεν είμαι ζιγκολό ούτε μπάρμπας, εξάλλου οι καλικάτζαροι δεν έχουμε ηλικία και αφήστε με να πω την ιστορία.

Η κυρία αυτή ήταν μεγάλης ηλικίας (80+), ζούσε σε ένα καλύβι σε μια ερημιά δίπλα σε ένα ποτάμι της Πελοποννήσου όπου είχα κατασκηνώσει μερικές μέρες. Ζούσε μόνη με 15-20 κατσίκες  και 4-5 κουτάβια. Κάθε πρωί, για να ποτίσει το κοπάδι της, πλησίαζε την σκηνή μας . Δεν υπήρχε πολιτισμός κοντά ούτε άλλοι κατασκηνωτές.

Ένα πρωί ξύπνησα από τα τροκάνια των αιγών, άνοιξα το προσωρινό μου κατάλυμα και βγήκα  έξω. Τέλεια! :  πλατάνια , πρωινή δροσιά του ποταμού, μυρωδιά από βρεγμένο δάσος και ο ήχος του νερού αναμεμιγμένος με το κροτάλισμα των κουδούνων. Στην όχθη του ποταμού ήταν καμιά δεκαριά ερίφια που έπιναν νερό και μια γιαγιά που μιλούσε μαζί τους.

«Έλα εδώ» μου φώναξε από μακριά. Πήρα το γκαζάκι μου μαζί με ένα κατσαρόλι που βράζαμε τσάι και έκατσα μαζί της.

«Τι τσάι; Κάτσε να σου φέρω να πιεις λίγο φρέσκο γάλα»

Πηρέ το κατσαρολάκι και αφού κυνήγησε μερικά μέτρα την «Παρδάλο» την έπιασε από τα κέρατα. Στη συνέχεια μου έδειξε «τι γίνεται όλο αυτό το νερό που πίνουν κάθε πρωί οι κατσίκες». Πραγματικά πολύ καλή η μεταποίηση Παρδάλο!

Εντάξει, το σκηνικό ήταν λίγο ‘μάμα ερθ’. Ένοιωθα ιθαγενής στον Αμαζόνιο ή νομάς στην Μογγολία. Δεν είναι αυτό όμως που θέλω να σας πω. Εξάλλου αν για κάθε εικόνα χρειάζομαι χίλιες λέξεις, θα χρειαζόμουνα πολλά εκατομμύρια από δαύτες.

Γνωριστήκαμε πίνοντας μια κούπα γάλα λοιπόν…

– Έρχομαι κάθε πρωί εδώ, αλλά δεν με έχεις δει, κοιμάστε μέσα σε κείνο το πράμα.

– Ναι, ακούω καμιά φορά τα τροκάνια.

Μιλούσαμε πολύ ώρα, έπρεπε να βοσκήσουν και οι κατσίκες. Δεν υπήρχε και τίποτα άλλο να κάνουμε και νομίζω πως σε όλο τον κόσμο δεν υπήρχε και τίποτα καλύτερο.

Είπαμε όλα αυτά που έχω ήδη αναφέρει: ότι ζούσε μόνη σε μια καλύβα λίγο πιο πάνω, ότι δεν είχε ρεύμα, ούτε νερό (ή μάλλον : «νερό έχω πολύ, δεν το βλέπεις;») . Είχε ένα μικρό εισόδημα που της έδιναν τα ζώα και ζούσε απ’ αυτό…

Κάποια στιγμή μας είπε:

-Να σας πω, να προσέχετε εδώ που μένετε μόνοι σας, εμένα μια φορά με στρίμωξαν τρεις.

-Που εδώ;

-Ναι εκεί πα. Θένα φώναζα δεν άκουγε κανένας. Λεφτά λεφτά, μου λέγανε. Με κούναγαν μέχρι που έπεσα χάμω, δεν τους έδωσα τίποτα και έφυγαν. Και ξέρεις τι μου είπαν οι αστυνομικοί που ήρθαν μετά;

«Δεν τους έδινες και εσύ κάτι ρε γιαγιά να φύγουν και να μη σε χτυπήσουν…»

Χαααααα, (το επιφώνημα δήλωνε ότι η πράξη της ήταν αποτέλεσμα έξυπνου συλλογισμού) θένα τους έδινα κυρ αστυνόμε θένα ρχόσαντε πάλι, τώρα δεν θα ξανάρθουν.

}

Εδώ η παρένθεση κλείνει και χαιρετώντας την γιαγιά και το ποτάμι, επανερχόμαστε στο αρχικό κείμενο.

Που είχαμε μείνει; Α! λέγαμε ότι, έπεται συνέχεια στην αφαίμαξη της κοινωνίας. Λέγαμε ότι δεν θα σταματήσουν να μας επισκέπτονται οι καινούργιοι φόροι, τα χαράτσια και οι περικοπές της ζωής μας. Δεν θα σταματήσουν για όσο καιρό επαληθεύεται η προσδοκία τους.

Η γιαγιά από το ποτάμι το ήξερε καλά αυτό:

«θένα τους έδινα θένα ρχόσαντε πάλι….»

Kalikatzarakos.

undefined

0 0 votes
Βαθμολογία άρθρου
Subscribe
Notify of
guest
0 Σχόλια
Inline Feedbacks
View all comments