Οι τρύπες του κόσκινου.

Θυμάμαι… πρέπει να ήταν τη δεκαετία του ‘30, κρίση, φτώχια και φασίστες. Το σετάκι πάει πάντα κομπλέ. (Και μην απορείτε που θυμάμαι τόσο παλιά, οι καλικάτζαροι ζουν πάντα και για πάντα.) Ήταν, σαν τώρα, το δωδεκαήμερο Χριστούγεννα με Φώτα που πειράζουμε τους ανθρώπους και κάνουμε ζημιές.

 

Μπούκαρα λοιπόν σε ένα σπίτι. Ήταν φτωχικό, δεν υπήρχαν γλυκά, ούτε τυλιγμένα πακέτα με δώρα. Το τσουκάλι όμως έβραζε και το σπίτι μοσχομύριζε καλό φαγητό. Να μη φανώ ακατάδεχτος σκέφτηκα και περίμενα να στρωθεί το τραπέζι για να φανερωθώ.

Το τραπέζι όμως δεν στρώθηκε ποτέ. Όταν έβρασε το φαί, ήρθε ένας γραβατομένος χοντρός άντρας και το πήρε. Η κυρά τον φώναξε : «αφεντικό». Ο «αφεντικός», άδειασε το φαί σε ένα δικό του σκεύος και επέστεψε το καζάνι στην κυρά για να το γλείψει μαζί με την οικογένειά της .  Εκείνη τον ευχαρίστησε για την «φιλανθρωπία» του, του φίλησε το χέρι και τον αποχαιρέτησε. Μετά κάλεσε την οικογένεια να φάνε και να προσευχηθούν για το «καλό αφεντικό που τους ταΐζει».

Οι άνθρωποι ακόμα και σήμερα δεν καταλαβαίνουν ότι αυτοί μαγειρεύουν, ότι αυτοί δημιουργούν και άλλοι τρώνε. Νομίζουν ότι αυτό που παράγουν ανήκει σε άλλους και τους ευχαριστούν για τα αποφάγια. Δεν καταλαβαίνουν ότι, ότι παίρνουν το παίρνουν μόνο και μόνο για να μπορούν να συνεχίσουν να παράγουν για τους άλλους. Ποτέ δεν μπόρεσα να κατανοήσω την ακατανόητη λογική τους.

Σάστισα από την καταφανέστατη εκμετάλλευση. Λυπήθηκα και το γέρο Κάρολο που έχανε τα λόγια του μιλώντας για υπεραξία και σκέφτηκα ότι δεν πρέπει να χάσω και τα δικά μου αλλά να δράσω. Έτρεξα στο στάβλο και πάτησα όλα τα σκατά του γουρουνιού, πασάλειψα καλά τα παπούτσια μου και έτρεξα πίσω από τον «αφεντικό». Όταν έφτασα κοντά του βούτηξα μέσα στο κοφίνι με το φαί. Ξέπλυνα τα σκατά ανάμεσα στις χυλοπίτες με τον κόκορα και του φώναξα : « φόλα στα αφεντικά».

Ο «αφεντικός» άρχισε να με κυνηγά. Καλικάτζαρος ον, είμαι πολύ γρήγορος και ευέλικτος για να με πιάσει. Σε κάποια φάση όμως, πρέπει να γλίστρησα από τα σκατά που είχαν κολλήσει στο παπούτσι μου (ή μπορεί και να πάτησα το μούσι μου) και έπεσα. Έτσι ο «αφεντικός» με συνέλαβε. Πριν το καταλάβω καλά καλά βρέθηκα φυλακισμένος στον πύργο του, δεμένος πάνω σε μια σκάλα.

Ο πύργος βρισκόταν ψηλά στο λόφο του χωριού. Τόσο ψηλά που μπορούσες να ελέγχεις τα πάντα και τους πάντες. Αλλά και τόσο ψηλά που φαίνονταν από παντού και όλοι ήξεραν τι έκανε. Όλοι  ήξεραν αλλά όλοι σώπαιναν. Αφενός γιατί νόμιζαν ότι τον είχαν ανάγκη, αφετέρου γιατί έτσι έλεγε η κοινωνική συνθήκη.

Οι ποινή που εφαρμόζονταν τότε στους καλικάτζαρους ήταν – όπως λέει και ο μύθος- το μέτρημα των τρυπών του κόσκινου. Έτσι ο «αφεντικός», δεμένος όπως ήμουν, έβαλε μπροστά μου ένα πολύ ψιλό κόσκινο και μου είπε : «Αν δεν  μετρήσεις όλες τις τρύπες δε πρόκειται ούτε να φύγεις από εδώ, ούτε να φας, ούτε να πιεις».

Χα. Μερικοί άνθρωποι νομίζουν ότι είναι πολύ ξύπνιοι.  Έκανα πως άρχισα να μετρώ μα πριν προλάβει να κάνει δυο βήματα του φώναξα : « είκοσι τρία εκατομμύρια εφτακόσιες τριάντα τρεις χιλιάδες διακόσια σαράντα δύο».

Αν με κοροϊδεύεις , μου είπε, θα σε κρεμάσω για πάντα από το μούσι στο κοντάρι με τη σημαία και κάθε πρωί θα σε ανεβάζω με έπαρση και κάθε βράδυ θα σε κατεβάζω με υποστολή.

Πήρε μια καρφίτσα και άρχισε να μετράει για να επαληθέψει τον αριθμό που του είπα. Συγκεντρώθηκε πολύ για να μην κάνει λάθη και έτσι κατάφερα να λυθώ και να δραπετεύσω χωρίς να πάρει γραμμή. Το σχέδιο είχε πετύχει, ήμουν ελεύθερος και είχα αντιστρέψει την ποινή μου. Ο «αφεντικός» ήταν αυτός που μέτραγε τις τρύπες του κόσκινου και όχι εγώ! Εγώ ήμουν ελεύθερος!

Καλή χρόνια σκατζάρια. Το 2014 ας είναι η χρονιά που θα αντιστρέψουμε την ποινή του φόβου και της εξαθλίωσης που μας έχει επιβληθεί. Όσο για σας εκεί πάνω : δεν αρχίζετε να μετράτε; … δεν θα σας πάρει ο χρόνος…

Kalikatzarakos.

0 0 votes
Βαθμολογία άρθρου
Subscribe
Notify of
guest
4 Σχόλια
Most Voted
Newest Oldest
Inline Feedbacks
View all comments