Ναζίμ Χικμέτ: 112 χρόνια από τη γέννησή του

Ένα εξαιρετικό αφιέρωμα στον Ναζίμ Χικμέτ από το blog «Μποτίλια στον Άνεμο» το οποίο έχει 4 μέρη.

1ο μέρος

Θεσσαλονίκη, 15 Ιανουαρίου 1902
Μόσχα, 3 Ιουνίου 1963

Ο Χικμέτ. Σχέδιο Αμπιντίν Ντινό
Από το μυθιστόρημα του ποιητή, ΟΙ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΙ

 

ΟΠΩΣ Ο ΚΕΡΕΜ*
 
Είναι βαρύς ό αγέρας σα μολύβι
Φωνάζω
Φωνάζω
Φωνάζω
Φωνάζω
 
Ελάτε γρήγορα
Σας φωνάζω
νά λειώσουμε
τό μολύβι.
 
Κάποιος μου λέει
Φωτιά θά πάρεις απ’ τήν ίδια σου φωνή
θά γίνεις στάχτη
σάν τόν Κερέμ
πού κάηκε άπ’ τόν έρωτά του.
 
Τόσες δυστυχίες
και τόσο λίγοι
φίλοι.
Είναι λοιπόν κουφά
της καρδίας σας τ’ αύτιά.
Είναι βαρύς ό αγέρας σά μολύβι.
 
Κ’ εγώ του λέω:
«Ας καώ
Ας γίνω στάχτη
σαν τόν Κερέμ.
 
Αν δεν καώ έγώ
Αν δεν καείς εσύ
αν δεν καούμε εμείς
πώς θά γενούνε
τα σκοτάδια
λάμψη
 
Είναι χοντρός ό αγέρας σάν τή γή
Είναι βαρύς ό άγέρας σά μολύβι
Φωνάζω
Φωνάζω
Φωνάζω
Φωνάζω
 
Ελάτε γρήγορα
σας φωνάζω
να λειώσουμε
τό μολύβι.
1934
* Κερέμ: Mυθικό πρόσωπο πού κάηκε και γίνηκε στάχτη καθώς έλυνε το  μαγικό πουκάμισο της πολυαγαπημένης του.
 
Ναζίμ Χικμέτ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ,
Πρόλογος και Απόδοση
Γιάννης Ρίτσος.
Κεδρος, Β΄ έκδοση, 1970
(Α΄ έκδοση 1966)

2ο μέρος
Εάλωσαν αι πόλεις

 

 
Βόσπορος, Ανατολία

 
Γύρισα απ’ την Κωνσταντινούπολη ξημερώματα Πέμπτης (30/5/2013). Η τελευταία βόλτα μας ήταν στην πλατεία Ταξίμ.
Ετοιμαζόμουν να γράψω δυο τρεις εντυπώσεις, μαζί με ένα μικρό απάνθισμα από τον Ναζίμ Χικμέτ.
Μέχρι να συνειδητοποιήσω από πού ήρθα και να αδειάσω την  ψηφιακή μου μηχανή με τις τουριστικές φωτογραφίες, η πραγματικότητα με πρόλαβε εμφανίζοντας βίαια τις δικές της.

 
Διαδηλωτής πέφτει σε ζαρντινιέρα νερού. Δες και εύστοχη επισήμανση του Οικοδόμου
για τη ζαρντινιέρα ενημέρωσης του ΣΚΑΪ
 (Φωτό από star.gr)


 

Με μιας, ο γλυκός, εξομολογητικός και πληθωρικός Χικμέτ μπήκε φουριόζος στο κέντρο της πλατείας Ταξίμ, σαν τη «Νίκη της Σαμοθράκης»ενώθηκε με το πλήθος, κι άρχισε να μιλάει με «τα πιο παράδοξα πλάσματα», τα «αδέρφια» του: «Αν δεν καώ έγώ
Αν δεν καείς εσύ
αν δεν καούμε εμείς
πώς θά γενούνε
τα σκοτάδια
λάμψη

Και πιάνοντας στα χέρια μου δυο τρία βιβλία τού αγαπημένου και στη χώρα μας ποιητή, χάθηκα στη μοναδική, τρυφερή μετάφραση του δικού μας Γιάννη Ρίτσου. Απόδοση τη λέει σεμνά ο ίδιος.
Κοιτάζοντας τη χρονολογία έκδοσης και τον πρόλογο του ποιητή της Ρωμιοσύνης που έγραφε Ιούνιος 1963, είδα ότι αυτόν το μήνα συμπληρώνονται 50 χρόνια από το θάνατό του.
Και αναζητώντας  τις ακριβείς ημερομηνίες γέννησης και θανάτου, με έκπληξη διαπίστωσα πως η επέτειος θανάτου είναι σήμερα, 2 Ιουνίου.
Πικρές, τραγικές, αλλά και αισιόδοξες συμπτώσεις…

Η Ωραία του Πέραν

Με το που θα πατήσεις το πόδι σου στη «Βασιλεύουσα», κι αν είσαι λίγο υποψιασμένος, διαισθάνεσαι ότι το μόνο που βασιλεύει εδώ είναι ο καπιταλισμός σε όλο του το μεγαλείο.
Η ατμόσφαιρα πηχτή από το νέφος, σε μια πόλη 15 εκατομμυρίων –το 20% του συνολικού πληθυσμού– με ρυθμό αύξησης 300 χιλιάδες ψυχές το χρόνο. Χέρια από τα βάθη της Ανατολίας, «κουτά σαν τα μαντρόσκυλα, τυφλά σαν τα σκοτάδια», που λέει κι ο ποιητής.
Το κυκλοφοριακό κομφούζιο και τα μποτιλιαρίσματα, με τον δανεικό από τις τράπεζες στόλο αυτοκινήτων, οδηγούν σε μια πόλη αβίωτη.

Δουλειά σκυλίσια. Γκαρσόνια χωρίς εργασιακά δικαιώματα.
Ελαστικές εργασιακές σχέσεις. Μισθοί κάτω από 150 €.
Συνδικαλιστικές ελευθερίες γιοκ.
Κομμουνιστικό Κόμμα πολύ μικρό.
8 Δημόσια Πανεπιστήμια και 21 Ιδιωτικά.
Το γκρουπ, εμβρόντητο, έβγαζε επιφωνήματα θαυμασμού για τους ρυθμούς της τούρκικης ανάπτυξης, και η κριτική του ήταν ότι μόνο εμείς οι μαλάκες δεν αναγνωρίζουμε τα πτυχία ξένων πανεπιστημίων, και δεν μπορούμε να κάνουμε δυο έργα της προκοπής όπως οι γείτονές μας.

Σκοτάδι στο Φανάρι

Ακόμα και ο ξεναγός μας (ένα νέο παιδί, ελληνόπουλο, μετανάστης στη νέα Μέκκα) προσκυνητής του Ερντογάν, έλεγε ότι με την επόμενη κρίση στην Τουρκία θα γίνει χαμός, όμως ο φοβερός Ταγίπ θα την αποσβέσει! Για να συμπληρώσει ότι οι κρίσεις, παρά τα όσα λέγονται δεν είναι οικονομικές, αλλά πολιτικές (πού είσαι Τσίπρα) και ότι οι φούσκες δεν είναι ντε και καλά κακές.
Κι αντίλογος μηδέν. Μηδέ από την αφεντιά μου, αφού η συντριπτική πλειοψηφία της ομήγυρης ήθελε μοναχά να πιει το Βόσπορο.
Έστω και αν η περίφημη κρουαζιέρα στο Βόσπορο δεν έχει να «ζηλέψει» τίποτα από την πέτρινη αυτοκρατορία της Νέας Υόρκης.
Το «Νέο Μανχάταν» είναι εδώ.

Η πόλη ασφυκτιά στη σκιά των ουρανοξυστών της Ανατολίας, αλλά και του Πέραν, που καταπλακώνουν τα χαμόσπιτα και εκτοπίζουν στις παραγκουπόλεις όλο και μεγαλύτερους πληθυσμούς.
 
 

Ωστόσο τίποτα δεν προμήνυε τις σκηνές που θα βλέπαμε λίγο αργότερα.
Η ανισόμετρη ανάπτυξη, σαν ντόμινο, σωριάζει οικοδομικά τετράγωνα στο κέντρο της πόλης και σηκώνει γιγάντια MALL.
Άλλωστε ένα τέτοιο κέντρο ήταν η αφορμή για την ωμή βία από το καθόλου αυτοσχέδιο ταξίμι του σιδερένιου κρατικού μηχανισμού, κατά των διαδηλωτών της πλατείας Ταξίμ.
Δύο εκατομμύρια κόσμος κυκλοφορεί εκεί τα σαββατοκύριακα, και διακόσιες με τριακόσιες χιλιάδες τις καθημερινές.
Ένα «εκδηλωτικό» πλήθος ανυποψίαστων ως επί το πλείστον τουριστών πηγαινοέρχεται στη Λεωφόρο Ανεξαρτησίας που βγάζει στη γραφική δίπατη Γέφυρα του Γαλατά με τη χιλιοφωτογραφημένη θέα της πόλης.
Όμως μόνο με κατάμαυρα τουριστικά γυαλιά, και με χυλωμένα από την αστική προπαγάνδα μυαλά, δεν θα μπορέσεις να αντιληφθείς τα ερείπια που σωριάζει στο πέρασμά του ο κραταιός (Οθωμανικός και όχι μόνο) καπιταλισμός, τόσο στο Βόσπορο, όσο και στα δώθε του φράχτη δικά μας βιλαέτια.
Η ανάπτυξη καλπάζει ακάθεκτη κατά πάνω μας.
 

(Φωτογραφίες: Μποτίλια Στον Άνεμο)
 
3ο μέρος
Έξι + ένα ποιήματά του και τρία κείμενα για το έργο του

Γραμματόσημο της Σοβιετικής Ένωσης, 1982

 
«Είμαι κομμουνιστής
Είμαι αγάπη απ’ την κορυφή ως τα νύχια,
αγάπη θα πει βλέπω, σκέφτομαι, κατανοώ,
αγάπη θα πει το παιδί που γεννιέται, το φως που πλημμυρίζει
αγάπη θα πει να δέσεις μια κούνια στ’ άστρα
αγάπη θα πει να χύνεις το ατσάλι μ’ απέραντο μόχθο
Είμαι κομμουνιστής.
Είμαι αγάπη απ’ την κορυφή ως τα νύχια…»
Ναζίμ Χικμέτ, ΟΙ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΙ (*)
ΓΙΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΑΣ
ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΕΥΤΙΑ
 
Τά χέρια σας σοβαρά σάν τις πέτρες
θλιμμένα σάν εκείνα τά τραγούδια
πού τραγουδάν στη φυλακή
βαριά, χοντροκομμένα σάμπως ζώα γιά χαμαλίκι
τά χέρια σας πού μοιάζουν μανιασμένα πρόσωπα
πεινασμένων παιδιών!
 
Τά χέρια σας ανάλαφρα, επιδέξια σάν τις μέλισσες
ολόγιομα σάμπως μαστοί ξέχειλοι γάλα
ατρόμητα καθώς ή φύση
τά χέρια σας πού κάτω απ’ τό σκληρό πετσί τους
φυλάνε πάντα τη στοργή και τή φιλία.
 
Και βέβαια πού δέ στέκεται ό πλανήτης μας
σ’ ενός βοδιού τά κέρατα,
ανάμεσα στά χέρια σας κρατιέται.
 
Aοι άνθρωποι, οί δικοί μας άνθρωποι,
Μέ ψέματα σας ταΐζουνε όταν εσείς πεινάτε
κ’ έχετε χρεία από ψωμί και κρέας.
Αφήνετε τούτον τόν κόσμο
πού τά κλαδιά του μέ καρπούς είναι κατάφορτα
δίχως να κάτσετε ούτε μιά φορά νά φάτε
απάνου σ ένα παστρικό τραπεζομάντηλο.
 
Α, οι άνθρωποι, οι δικοί μας άνθρωποι,
πιότερο εκείνοι της Ασίας, της ‘Αφρικής
της μέσης, της εγγύς Ανατολής
και των νησιών του Ειρηνικού
και τούτοι της δικιάς μου χώρας
πιότεροι δηλαδή από τα εβδομήντα στα εκατό
είσαστε κοιμισμένοι, είσαστε γέροι…
Είστε περίεργοι, είστε νέοι καθώς τά χέρια σας…
 
Α, οί άνθρωποι, οί δικοί μας άνθρωποι
έσύ άδερφέ μου της Ευρώπης, της Αμερικής
σύ πούσαι σβέλτος, πούσαι θαρρετός
κ’ είσαι όλος χαυνωμένος σάν τά χέρια σου
σου λένε ψέματα, σέ βάζουν στο ντορό τους…
 
Α, οί άνθρωποι, οί δικοί μας άνθρωποι
αν ψεύδονται οί κεραίες
αν ψεύδεται ή περιστροφή της γης
αν ψεύδονται και τά βιβλία
αν ψεύδονται οί άφίσες, τ’ άνακοινωθέντα
πάνου στήν κολώνα
αν ψεύδονται και πάνου στήν οθόνη
των κοριτσιών τά γυμνά πόδια
αν ψεύδεται κ’ ή προσευχή
αν ψεύδεται και τό νανούρισμα
αν ψεύδεται και τ όνειρο
αν ψεύδεται στο καμπαρέ κι ό βιολιστής
αν ψεύδεται τό φεγγαρόφωτο
μές στίς άπελπισμένες νύχτες
αν ψεύδεται κι ό λόγος
αν ψεύδεται τό χρώμα
αν ψεύδεται ή φωνή
αν ψεύδεται κι αυτός πού εκμεταλλεύεται τά χέρια σας
αν ψεύδονται όλοι κι όλα
έξόν άπό τά χέρια σας
είναι γιά νάναι υπάκουα σάν τον πηλό τά χέρια σας
νάναι τυφλά σάν τά σκοτάδια
νάναι κουτά σάν τά μαντρόσκυλα
γιά νά μήν εξεγείρονται τά χέρια σας
γιά νά μήν πάρει τέλος τούτη ή άδικία
τ όνειρο κάθε έμπόρου
μέσα σε τούτονε τον κόσμο το θνητό
μέσα σε τούτονε τον κόσμο
που θάτανε τόσο όμορφο να ζούμε.
 
 

ΣΤΗΘΑΓΧΗ
 
Αν η μισή καρδιά μου βρίσκεται γιατρέ, δώ πέρα
Η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται
Με τη στρατιά που κατεβαίνει προς το Κίτρινο Ποτάμι
Κ’ ύστερα, να, γιατρέ, την πάσα αυγή
Την πάσα αυγή, γιατρέ, με τα χαράματα
Πάντα η καρδιά μου στην Ελλάδα ντουφεκίζεται.
Κι ύστερα, να, σαν οι φυλακισμένοι γέρνουνε στον ύπνο
Και σβήνουν στο νοσοκομείο τα τελευταία βήματα
Τραβάει ολόισια, γιατρέ, η καρδιά μου 
Τραβάει, γιατρέ, στην Ιστανμπούλ, σ’ ένα παλιό ξύλινο σπίτι.
Κι ύστερα, δέκα χρόνια τώρα, να, γιατρέ
Που τίποτα δεν έχω μες στα χέρια μου να δώσω στο φτωχό λαό μου
Τίποτα πάρεξ ένα μήλο
Ένα κόκκινο μήλο, την καρδιά μου.
Κι είναι, γιατρέ, απ’ αφορμή όλα τούτα 
Που μες στα στήθια μου έχω τούτη την αρρώστια
Όμως, γιατρέ, και μ’ όλα τα ντουβάρια που μου κάθονται στα στήθεια
Κοιτάω τη νύχτα ανάμεσα απ’ τα κάγκελα
Κι όλη η καρδιά μου αντιχτυπά και στο πιο μακρινό αστέρι.

1948
 
ΤΟ ΠΙΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΑΠ’ ΟΛΑ ΤΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ
                              
Σάν τό σκορπιό είσαι, αδερφέ μου,
σάν τό σκορπιό
μέσα σέ μια μεγάλη νύχτα τρόμου.
Σάν τό σπουργίτι είσαι, αδερφέ μου,
σάν τό σπουργίτι
μέσα στις μικροσκοπικές σκοτούρες του.
Έχ, σάν τό στρείδι είσαι, αδερφέ μου,
σάν τό στρείδι
τό σφαλιγμένο και ήσυχο.
Τί τρομερός πούσαι, αδερφέ μου,
σά στόμιο σβησμένου ηφαίστειου.
Κ’ ένας δεν είσαι, αλλοίμονο,
δεν είσαι πέντε
δέν είσαι μήτε και μιλιούνια.
Σάν πρόβατο είσαι, ώ αδερφέ μου.
Όταν ό μπόγιας, τό τομάρι σου ντυμένος,
όταν σηκώνει τό ραβδί του ό μπόγιας,
βιάζεσαι να χωθείς μες στό κοπάδι
και τρέχοντας τραβάς για τό σφαγείο,
τρέχοντας, κι από πάνου μέ καμάρι.
Είσαι τό πιο παράδοξο πλάσμα τού κόσμου,
πιότερο ακόμα κι άπ’ τό ψάρι
που ζει μέσα στή θάλασσα χωρίς νάν τή γνωρίζει.
Κι αν είναι δω στη γης τόση μιζέρια
είναι από σένανε, αδερφέ μου,
Άν είμαστε ετσι πεινασμένοι κ’ έτσι τσακισμένοι
Άν είμαστε γδαρμένοι ώς τό μεδούλι
και πατημένοι σάν τσαμπιά νά δώσουμε όλο τό κρασί μας,
Τάχα θά πω πώς είναι από δικό σου φταίξιμο; –όχι,
Όμως και συ αδερφέ μου, φταίς καμπόσο.
 
 
ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ
 
Ανοίγουμε τις πόρτες,
κλείνουμε τις πόρτες,
δρασκελάμε τις πόρτες
και στό τέρμα του μοναδικού μας ταξιδιού
μήτε πολιτεία
μήτε και λιμάνι.
 
Τό τραίνο εκτροχιάζεται,
τό πλοίο ναυαγεί,
τ’ αεροπλάνο συντρίβεται.
Ένα μονάχα επισκεπτήριο στον πάγο χαραγμένο.
Αν είχα δικαίωμα εκλογής
να ξαναρχίσω ή όχι τούτο το ταξίδι,
θα rο ξανάρχιζα.
 
Λένινγκραντ1958
 
 
ΤΟ ΔΙΧΤΥ
 
Πάνω σ’ αυτή τήν όχθη, στο θαλασσινό κατώφλι
Η βροχή
σά δίχτυ μέ τυλίγει.
Τις μέρες της βροχής άσπρη σημαία στο κατάρτι υψώνεται
Βρέχει, καΐ ξαφνικά
Είναι εύκολο τό νά πεθάνεις
Και τό ίδιο εύκολο τό θάνατο νά περιμένεις.
 
 



ΠΕΤΡΟΓΚΡΑΝΤ 1917
 
Στά Χειμερινά Ανάκτορα, ό Κερένσκη.
Στo Σμόλνυ, τά Σοβιέτ κι ό Λένιν.
Μέσα στό δρόμο, τά σκοτάδια,
τό χιόνι,
ό άνεμος,
κι αυτοί.
 
Κι αυτοί τό ξέρουν τί είπε Εκείνος:
«Eχτές πολύ νωρίς, αύριο πολύ άργά,
ή μόνη στιγμή είναι σήμερα».
Κι αυτοί«Εν τάξει, ξέρουμε», είπαν.
Κι αυτοί ποτέ
δέν ξέρανε άλλοτε μιά γνώση τόσο αμείλικτη και τέλεια.
Πάνου στό χιόνι, ή νύχτα,
πάνου στό χιόνι, ό άνεμος,
κι αύτοί,
επιστροφή άπ’ τό μέτωπο, μέ τις ξιφολόγχες τους,
μέ τά καμιόνια τους, τά μυδράλλιά τους,
τις νοσταλγίες τους, τις έλπίδες τους, τις άγιες όρέξεις τους
και τά μεγάλα τους τά μάτια ολάνοιχτα μές στά σκοτάδια,
βαδίζουν.
Βαδίζουνε πρός τά Χειμερινά Ανάκτορα.
 
Ό μπολσεβίκος Κίτοφ, απ’ τό Πουτιλόβσκηζάβοντ, λέει:
«Σήμερα, είναι μεγάλη μέρα, σύντροφοι,
μεγάλη μέρα.
Και θυμίζω, σέ κείνονα πού θάχε κατά νου
νά πλιατσικολογήσει,
πώς από δω καί πέρα τά Χειμερινά Ανάκτορα
κι όλάκερη ή Ρουσία
είναι η περιουσία του εργάτη και του αγρότη».
Ο άνεμος,
τό χιόνι,
τά σκοτάδια.
Αυτοί, πονηροί σάν τά σκοτάδια,
ατρόμητοι σάν τόν άνεμο,
βαδίζουν.
Βαδίζουν ίσα στά Χειμερινά Ανάκτορα.
 
Κι ό Σέργιος ο Κουτσός, έφαρμοστής,
«Αχ, σκύλα, λέει, ζωή!
Στά 1905 –δέκα χρονώ θάμουνα τότες
είχα περάσει από δώ πέρα.
Μπροστά – μπροστά παγαίναν τά κονίσματα
μέ τά μεγάλα αθώα τους μάτια,
τά γυμνοπόδαρα αλητόπαιδα, οι γερόντοι,
κι ό παπα – Γκαπόνε μέ τά μακριά μαλλιά.
Και πίσω έρχονταν σπρώχνοντας οί άνθρωποι
κι ό άνεμος.
Κι αντίκρυ, στο κόκκινο παράθυρο, ο Τσάρος
πασών τών Ρωσιών,
μας κοίταζε, κατάχλωμος, μες στά μαύρα του ρούχα.
Κλαίγοντας οί γυναίκες πέσανε γονατιστές στή γης,
ελόου μου σήκωσα τό χέρι μου νά σταυροκοπηθώ
και νά καλπάζοντας προβαίνουνε οι Κοζάκοι,
αυτά τ’ αφηνιασμένα αλόγατα, οί Κοζάκοι μέ τά μαύρα τους
καλπάκια.
Εμείς, κουτσούβελα, πέσαμε χάμου κλαψουρίζοντας
σάν τά σπουργίτια.
Μιά κλωτσιά μούσπασε τό γόνατο».
Κι ο Σέργιος, ό Κουτσός, σέρνοντας τό ποδάρι του
τραβάει μαζί τους ίσα στά Χειμερινά Ανάκτορα.
Ό άνεμος,
τό χιόνι,
και τά σκοτάδια είναι του τόπου οί αφεντάδες.
 
Ό χωρικός Ίβάν Πετρόβιτς
που μόλις γύρισε απ’ τό μέτωπο της Πολωνίας,
και που τα μάτια του σάν τά μάτια της γάτας, βλέπουν
μες στη νύχτα
αυτός φτύνει στα ρούσα γένεια του και λέει:
«Έϊ, Μάτουτσκα!
Δικιά μας τώρα ή γης, σάμπως πρασινοκέφαλη
πάπια μές στό σακκί μας!»
Ό άνεμος,
το χιόνι,
καί τά σκοτάδια πλημμυράνε όλο
τόν τόπο.
 
Μές στήν πλατεία, τά Χειμερινά Ανάκτορα, κι αυτοί.
Και μέσα στό λιμάνι, ό Αβρόρα μέ τά τρία φουγάρα του.
Ανοίγουν πυρ, απ’ τά Χειμερινά Ανάκτορα,
πυροβολάνε πίσω άπ’ τις κολώνες
οί όμορφοι Γιούνγκερς κ’ οί χοντρές, ξανθές, πουτάνες.
Ό Σέργιος, ό Κουτσός, ό έφαρμοστής.
«Αχ, σκύλα λέει— ζωή!
εχ, σέ τί χέρια ξώμεινε ό Κερένσκη…»
Καί, γέρνοντας στό κουτσό πόδι του, έπεσε στη γης.
 
Ό χωρικός Ίβάν Πετρόβιτς,
πού μόλις γύρισε από τό μέτωπο της Πολωνίας,
βλέπει μέ τά γατίσια μάτια του στά μάκρη
τή λιπαρή, καλοθρεμμένη γης
καί, φτύνοντας τά ρούσα γένεια του,
μές σ’ ένα θάμπος, βάζει μπρός τό μυδράλλιό του.
 
Κάτου απ’ τόν άνεμο,
κάτου από τ’ άσπρο χιόνι,
τά κόκκινα τά τούβλα των Χειμερινών Ανάκτορων.
 
Ό μπολσεβίκος Κίτοφ λέει:
«Σύντροφοι, ή ιστορία,
οί τάξες δηλαδής τών εργατών καί χωρικών,
ό κόκκινος φαντάρος, δηλαδής
του λόου μας δηλαδής, άνάβουμε τή δάδα
 
«Σύντροφοι —λέει— ομπρός, απάνω τους!»
 
Κ’ ενώ πάνου στό Νέβα οι πάγοι κοκκινίζανε,
μέ ενός παιδιού το κέφι,
μέ τήν παλληκαριά του ανέμου,
πατήσαν τά Χειμερινά Ανάκτορα.
 
Κ’ ευτύς τό σίδερο, το κάρβουνο κ’ ή ζάχαρη,
και τό κόκκινο μπακίρι,
και τά υφαντά,
κι ό έρωτας, κ ή ορμή, κ’ ή ζωή,
κι όλοι oι κλάδοι της Βιομηχανίας,
κ’ ή Μικρή, κ’ ή Μεγάλη, και ή Άσπρη Ρουσία,
κι ό Καύκασος, ή Σιβηρία, το Τουρκεστάν,
κ’ οί μελαγχολικές συρμές του Βόλγα,
κ’ οί πολιτείες
είχαν αλλάξει μονομιάς, τήν τύχη τους
μέσα σέ μια στιγμή της χαραυγής,
μέσα σέ μιά στιγμή της χαραυγής όταν, χυμώντας
απ’ τις όχτες της νύχτας,
μέ τις αρβύλες τους γιομάτες χιόνι
πατήσανε τις μαρμαρένιες σκάλες.
Ναζίμ Χικμέτ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ,
Πρόλογος και Απόδοση
Γιάννης Ρίτσος.
Κεδρος, Β΄ έκδοση, 1970
(Α΄ έκδοση 1966)

 
________________________________________________________________
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ
Γράφει μεταξύ άλλων ο Γιάννης Ρίτσος:
 
Η ποίησή του παίρνει έναν ουσιαστικό δραματικό, σεμνά ανθρώπινο, ήρεμα απελπισμένο και, ταυτόχρονα, ήρεμα ηρωικό, όπως μπροστά στη φύση, τη μοίρα και το θάνατο, που πάντα τροφοδότησαν την ποίηση στην απόλυτη μορφή της και παρακίνησαν τον Άνθρωπο κάθε εποχής στον καθολικό του αγώνα για την Ελευθερία του απ’ όπου ξεπηδούν όλα τα έργα του. Όμως, κι αυτό ακόμη, στον Χικμέτ, δε βυθίζεται σε μιαν αδρανή ενατένιση, δεν παίρνει την έκφραση μιας μυστικής και σκοτεινής οδοιπορίας μέσα σ’ ένα μοιραίο αδιέξοδο, αλλά τη μορφή μιας απερίφραστης και σχεδόν φωτεινής ομολογίας πού δείχνει και παροτρύνει τον αδιάλλακτο δημιουργικό αγώνα του ανθρώπου με κάθε εμπόδιο, με κάθε είδος θανάτου.
Και με τούτη τη βαθύτερη αίσθηση, ό κοινωνικός αγώνας, όπως κ’ η αποκαλούμενη  κοινωνική τέχνη, αποκτούν βαθύτερη σημασία, υψηλότερο στόχο και πλατύτερη προοπτική. Αναπτύσσονται μέσα στην περιοχή του πιο καθολικού, του πιο καίριου ανθρώπινου προβληματι­σμού, πού ανανεώνει τη συνείδηση της ενότητας τού παγκόσμιου πνευματικού  πολιτισμού. Και τέτοια, πολύ συχνά, στις κύριες στιγμές της, είναι ή ποίηση τού Χικμέτ, που πέρα και πάνω απ’ όποιες πρόσκαιρες σκοπιμότητες, πέρα κι απ’ το ιδεολογικό της βάρος, θα μείνει για πάντα, τέλεια στα δικά της μέτρα, ουσιαστικά κοινωνική, βαθιά ανθρώπινη, θαυμαστά απέριττη, ανεξάντλητη πηγή ανακινήσεων και ευγενικό δίδαγμα της ευθύνης τού ποιητή μπροστά στην εποχή του και στον κόσμο.
Ας μού συγχωρεθεί αυτή η τελευταία αποστροφή κι αυτή ή συμπερασματικότητα, τόσο ξένη προς έναν αντικειμενικό, κριτικό λόγο, μα που γίνεται αναπότρεπτη τέτοιες στιγμές που ό θάνατος μάς στε­ρεί έναν ακέραιο άνθρωπο, έναν παρήγορο φίλο, έναν εξαίσιο αγωνιστή- ποιητή. Είναι κι αυτό μια αντίσταση στο θάνατο, όπως είταν και μένει ολόκληρη ή παρουσία τού Χικμέτ και τού έργου του.
ΑΘΗΝΑ, Ιούνιος 1963
 

______

Από τον πρόλογο του ζωγράφου Αμπιντίν Ντινό, προσωπικού φίλου του Ν.Χ., στο μοναδικό μυθιστόρημα του ποιητή «ΟΙ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΙ», σε μετάφραση Κώστα Κοτζιά. Θεμέλιο 1965, τρίτη έκδοση.
 

Στην «ανάβαση» για την Υψηλή Πύλη που άρχιζε απ’ το λιμάνι, διασταυρωνόμουνα ταχτικά με τον Ναζίμ και την ομάδα του. Προχωρούσε μ’ ένα στυλ που θύμιζε «Νίκη της Σαμοθράκης» και πάντα τον ακολουθούσανε μερικοί τύποι που δεν τον χάνανε ποτέ από τα μάτια τους. Τελικά αυτοί οι τύποι καταλήξανε να μάθουνε απ’ έξω τα ποιήματα του Ναζίμ. Από επαγγελματική υποχρέωση ή από ειλικρινή θαυμασμό; Ίσως κι από τα δυο. Εκείνη ακριβώς την εποχή ακούστηκε από το στόμα του διοικητή της Ασφάλειας μια φράση που επαναλήφθηκε πολλές φορές από τότε: «Πρέπει να κρεμαστεί ο Ναζίμ Χικμέτ κι ύστερα όλοι μαζί να κλάψουμε κάτω απ’ την κρεμάλα…»
 

 

______

Τέλος, ο μεταφραστής  και λογοτέχνης Κώστας Κοτζιάς σημειώνει:

Την τελική αυτή μορφή του έργου την επεξεργάστηκε ο συγγραφέας λίγους μήνες πριν από το θάνατό του (1963).
Στα γεγονότα πού διαδραματίζονται σε τούτο το βι­βλίο το παρόν εναλλάσσεται αδιάκοπα με το παρελθόν, ό χώρος Σμύρνη με το χώρο Μόσχα, το ερωτικό δράμα με το επαναστατικό δράμα. Χάρη σ αυτά τα πηδήματα στο χώρο και στο χρόνο ο συγγραφέας μάς δίνει μια θέα ου­σιαστική της πρώτης περιόδου του αιώνα μας, που τη σφραγίσανε τα πιο καθοριστικά γεγονότα της Παγκόσμιας Ιστορίας.
Τα κύματα της επανάστασης πού ξεκινάνε απ την πρωτεύουσα της νεαρής Σοβιετικής Ένωσης απλώνονται σ’ ολόκληρη την Ανατολή. Οι νέοι συρρέουν στη Μόσχα, να σπουδάσουν στο κομμουνιστικό πανεπιστήμιο των ερ­γαζομένων των Ανατολικών χωρών. Συζητάνε, οραματίζονται την παγκόσμια επανάσταση, την αναμένουν με πάθος, μελετάνε τον Μαρξ και τον Λένιν, ερωτεύονται, ζη­λεύουν, χωρίζουν, επιστρέφουν στις χώρες τους, όπου συ­χνά τους περιμένει ο θάνατος από τα βασανιστήρια και τις φυλακές.
Ο Αχμέτ, ο Ζήγια, ο Ισμαήλ αποδέχονται μια ζωή γεμάτη αγώνες και οδύνες με μοναδικό κίνητρο τη θέλη­σή τους ν‘ αλλάξουν την Κοινωνία και να βοηθήσουν το λαό τους.
Στο πρόσωπο του Αχμέτ, μαντεύει κανείς τον ίδιο τον Ναζίμ Χικμέτ. Οι «Ρομαντικοί» είναι, με δυο λόγια, μια αυτοβιογραφία. Ο συγγραφέας έζησεδεκαεφτά χρό­νια στις φυλακές της Τουρκίας και δεν το κρύβει, φυσικά.
Τούτο το βιβλίο, με την τολμηρή τεχνική και την ακό­μα τολμηρότερη σύλληψη,έρχεται σε μια στιγμή που η έν­νοια του ρεαλισμού δε γνωρίζει πια ούτε όχθεςούτε σύ­νορα.
Κ. Κ.

(*)   Με αυτό το εκπληκτικά απλό ποίημα τελειώνει ουσιαστικά το μόνο μυθιστόρημα, και τελευταίο έργο του Ναζίμ Χικμέτ, με υπότιτλο «Όμορφη που ναι η ζωή, φιλαράκο!», που πρωτοκυκλοφόρησε στα Ρώσικα το 1962.

4ο μέρος

Κωνσταντινούπολη – Ιούνης 2013

 

ΣΤΟΥΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ
 
 
Δε χύνουν δάκρυ
τα μάτια που συνήθισαν να βλέπουνε φωτιές.
Δε σκύβουν το κεφάλι οι μαχητές
κρατάν ψηλά τ’ αστέρι
με περηφάνεια.
Δεν έχουμε καιρό να κλαίμε τους συντρόφους.
Το τρομερό σας όμως κάλεσμα
μες στην ψυχή μας
κι οι δεκαπέντε σας καρδιές
θενά χτυπάν
μαζί μας.
Το σιγανό σας βόγγημα
σαν προσκλητήρι
χτυπάει στ’ αυτιά μας
σαν τον αντίλαλο βροντής.
 
Στάχτη θα γίνεις κόσμε γερασμένε
σου είναι γραφτός ο δρόμος
της συντριβής.
Και δε μπορείς να μας λυγίσεις
σκοτώνοντας τ’ αδέρφια μας της μάχης.
Και να το ξέρεις
θα βγούμε νικητές
κι’ ας είν’ βαριές μας
οι θυσίες.
 
Μαύρη εσύ θάλασσα γαλήνεψε
τα κύματά σου.
Και θάρθει η μέρα η ποθητή
η μέρα της ειρήνης
της λευτεριάς σου.
Ω, ναι θαρθεί
η μέρα που θαρπάξουμε τις λόγχες
που μες στο αίμα το δικό μας
έχουν βαφτεί.
 
ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ
 
 
ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ «ΠΟΙΗΜΑΤΑ (εκλογή από το έργο του)», εκδόσεις ΜΟΣΧΟΣ («Ανατύπωση από την Ελληνική έκδοση, που έγινε στις Λαϊκές Δημοκρατίες»)

 

Στηρίξτε το omniatv:

Σχόλια

0 0 votes
Βαθμολογία άρθρου
Subscribe
Notify of
guest
0 Σχόλια
Inline Feedbacks
View all comments
Μετάβαση στο περιεχόμενο