Λυπήσου τα παιδιά…

Πόση αλήθεια αντέχουμε; Πόση δόση πραγματικότητας έξω από τον μικρόκοσμό μας; Έχουμε άραγε συναίσθηση και συνείδηση σε τι κόσμο ζούμε; Ακόμα και όσοι ασχολούμαστε λίγο παραπάνω με όσα συμβαίνουν σε χώρες που αποτελούν τα απόλυτα θύματα του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, αντιλαμβανόμαστε επί της ουσίας ότι μιλάμε για ανθρώπινες ζωές, για μητέρες, πατεράδες, αδέρφια, παιδιά ; Προσωπικά θεωρώ πως όχι. Ίσως γιατί αν αποτελούσε διαρκή και μόνιμη συναίσθηση να μην αντεχόταν, να μας έπνιγε όλο αυτό, να μας στοίχειωνε. Ίσως και θα πρέπε βεβαια. Αυτό που ξέρω είναι ότι μεταφράζοντας το παρακάτω άρθρο, είναι μια από τις φορές που με δυσκολία άντεξα να το ολοκληρώσω και συνειδητοποιείς ότι γράφεις για ανθρώπινες ζωές, για παιδιά που κάποιοι γέννησαν, πόνεσαν γι’αυτά, ελπίζοντας να χαρούν, να ζήσουν, να μεγαλώσουν και όχι να γίνουν αριθμοί στατιστικής θανάτου ή αντικείμενα μελέτης για τις συνέπειες της θηριωδίας του πολέμου….Όσοι αντέχετε διαβάστε το παράκατω άρθρο του Chris Hedges, όσοι πάλι δυσκολευτείτε να προχωρήσετε μετά την δευτερη με τρίτη παράγραφο, πίεστε τον εαυτό σας να το διαβάσει, γιατί όπως λέει και ο ίδιος, είναι ανάγκη να ακουστούν αυτές οι φωνές.

Sylvia

 Λυπήσου τα παιδιά

του Chris Hedges
    Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι πόλεμοι στο Ιράκ και το Αφγανιστάν θα τελειώσoυν σύντομα. Θα αφήσουμε πίσω μας, μετά τις ήττες μας, συντρίμμια και θάνατο, θα αφήσουμε το δηλητήριο της βίας και του μίσους, ατέλειωτη θλίψη, και τα εκατομμύρια των παιδιών που κακοποιήθηκαν και τους λήστεψαν την παιδική τους ηλικία.Οι Αμερικανοί οι οποίοι δεν υποφέραν θα ξεχάσουν σύντομα. Οι άνθρωποι που ακρωτηριάστηκαν σωματικά ή ψυχολογικά από τη βία, ιδιαίτερα τα ιρακινά παιδιά και τα παιδιά του Αφγανιστάν, δεν θα γλυτώσουν ποτέ. Ο χρόνος και η μνήμη θα παίξουν τα συνήθη κόλπα τους. Εκείνοι που υπέμειναν τον πόλεμο, θα αρχίσουν να αναρωτιούνται, χρόνια από τώρα, τι ήταν πραγματικό και τι δεν ήταν. Και εκείνοι που δεν πήραν καμία γεύση από το επιβλαβές δηλητήριο του πολέμου δεν θα αναρωτηθούν καθόλου.

Κάθισα την περασμένη Πέμπτη το απόγευμα σε μια μικρή αίθουσα συνεδριάσεων του πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης στη Βοστώνη με τρεις Αμερικανούς βετεράνους-δύο από τον πόλεμο στο Ιράκ, έναν  από τον πόλεμο στο Βιετνάμ και μαζί με ένα Σομαλό, που μεγάλωσε μέσα στις φαύλες μάχες στο Μογκαντίσου. Όλοι είναι ποιητές ή πεζογράφοι. Ήταν εκεί για να παρακολουθήσουν ένα εργαστήριο συγγραφέων διάρκειας δύο εβδομάδων, που χρηματοδοτείται από το Ινστιτούτο για τη Μελέτη του πολέμου και τις κοινωνικές συνέπειες, William Joiner . Είναι οι φωνές τους και οι φωνές των συντρόφων τους, που πρέπει να εισακουστούν τώρα, και να εισακουστούν και στο μέλλον, αν θέλουμε να συγκρατήσουμε την όρεξή μας για την εδραίωση αυτοκρατορίας και τη σφοδρή επιθυμία μα για τη βιομηχανική βία. Η αλήθεια για τον πόλεμο εντέλει αποκαλύπτεται, αλλά πάντα πολύ αργά. Από τη στιγμή που αρχίζουν να χτυπούν τα τύμπανα , οι σημαίες να ανεμίζουν και οι πολιτικοί και τα ΜΜΕ με υπεροψία να εκφράζουν τον εθνικιστικό ξύλινο λόγο τους, για άλλη μια φορά ξεχνάμε τι μάθαμε, σαν οι συντριβές του παρελθόντος να μην έχουν καμία σχέση με τις συντριβές και το φιάσκο του μέλλοντος.

Ο Joshua Morgan Folmar, 29 ετών, ένας γενειοφόρος βετεράνος Πεζοναύτης  από την Αλαμπάμα, που συμμετείχε σε 200 περιπολίες μάχης στο Ιράκ, κάθισε δίπλα μου. Μου έδωσε το ποίημα του «“Contemplating the Cotard Delusion* on the Downeaster to Boston». (*το cotard delusion είναι μια ψυχωτική κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από σοβαρή κατάθλιψη και ακραίες αυταπάτες όπου οι άνθρωποι επιμένουν ότι τα σώματά τους και τα μέρη του, καθώς και ολόκληρη η αντίληψη τους για την πραγματικότητα, σε ορισμένες περιπτώσεις, έχουν  διαλυθεί ή δεν υπήρξαν ποτέ).
Το ποίημά του ξεκινά:

Ίσως είμαι ένα πτώμα με πόδια, ή ίσως είμαι σε κώμα στη
Γερμανία, ή στο Walter Reed, ρουφώντας τα MRΕs  με πλαστικούς σωλήνες,

ενώ λίγα παιδιά στην Χαντίθα σηκώνουν, θραύσματα οστών από την έκρηξη και τα ανταλλάσουν,

όπως το παιχνίδι με τις κάρτες για λίγη σοκολάτα. Το κεφάλι μου γέρνει προς το παράθυρο:

το πρόσωπο μου αντικατοπτρίζει σπασμένα άκρα και λιμνάζοντα νερά, που θαμπώνουν το γδαρμένο παράθυρο του τρένου.
Και κάπου εκεί έξω είναι η τελευταία μάχιμη περιπολία μου. Και κάπου εκεί έξω, οι νεκροί φίλοι μου περιμένουν.

Ο Brian Turner, 47ετών, ο οποίος ήταν  λοχίας πεζικού και επικεφαλής της ομάδας στην 3η Ταξιαρχία Stryker στο Ιράκ το 2003 και το 2004, έγραψε ποιήματα σε ένα μικρό σημειωματάριο το οποίο είχε μαζί του, όταν ήταν εκεί. Έχουν δημοσιευθεί σε μια συλλογή που ονομάζεται «Ηere, Bullet” (Alice James Books). Ένα μοιρολόι, που ονομάζεται “Ashbah” (μια μεταγραφή της αραβικής λέξης για τον όρο «φαντάσματα»), έχει ως εξής:

     Τα φαντάσματα των Αμερικανών στρατιωτών
     Περιπλανώνται στους δρόμους της Balad  τη νύχτα,
     Αβέβαιοι για το δρόμο τους προς το σπίτι, εξαντλημένοι,
     Ο άνεμος της ερήμου σηκώνει σκουπίδια
     Κάτω στα στενά σοκάκια, σα μια φωνή
     Ήχοι από το μιναρέ, ένα από ψυχής κάλεσμα
     Υπενθυμίζοντάς τους πόσο μόνοι είναι,
     πόσο χαμένοι. Και οι ιρακινοί νεκροί,
     κοιτάζουν σιωπηλοί  από τις στέγες ….

    
Κανένας από αυτούς τους βετεράνους δεν είναι καλά στην Αμερική. Ποτέ δεν θα είναι.
«Ζω σε μια χώρα που είναι τόσο πλούσια,  που μπορεί να διεξάγει και να πληρώνει πολέμους και να μην χρειάζεται να σκεφτεί γι’αυτούς καθόλου», δήλωσε ο Turner. «Είναι μια παθολογία που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά. Μιλάμε για το στρατό μας. Χρησιμοποιούμε λέξεις όπως «ηρωισμός». Αλλά πότε θα αρχίσουμε να νοιαζόμαστε για τους ανθρώπους των οποίων τα ονόματα είναι δύσκολο να τα προφέρεις; Ο κατάλογος των ανθρώπων που χάνονται είναι τόσο μεγάλος. Πώς μπορώ να γράψω γι ‘αυτό και να το μοιραστώ σε μια χώρα που δεν θέλει να το ακούσει; Θέλουμε αφηγήσεις που είναι εύκολες και σύντομες, αυτές που μπορούμε να επεξεργαστούμε. Θέλουμε οι πόλεμοι να καταγράφονται, με τον τρόπο που το κάνουν οι ιστορικοί ή οι άνθρωποι που φτιάχνουν τις ταφόπλακες στα νεκροταφεία . Μας δίνουν την έναρξη, τη διάρκεια και το τέλος του πολέμου. Αλλά για εκείνους από εμάς που βρεθήκαμε στον πόλεμο, δεν τελειώνει ποτέ. Εάν μιλήσετε με τον παππού μου στο Φρέσνο της Καλιφόρνια, σε κάποιο σημείο κατά τη διάρκεια της ημέρας θα βρεθείς παρών στον  Β’Παγκόσμιο Πόλεμο».

Η μάχη προκαλεί τραύματα τόσο σε εκείνουν που προκαλούν τη βία, καθώς και σε εκείνους,  που την υφίστανται.. Αλλά το χειρότερο τραύμα προκαλείται συχνά  όχι από το τι είδαν οι βετεράνοι , αλλά από το τι έκαναν. Οι πιο δυσάρεστες αναμνήσεις περιλαμβάνουν συνήθως τα παιδιά. Πόλεμος δημιουργεί ομάδες από κουρελιασμένα, φτωχά , άστεγα παιδιά. Οι ομάδες αυτές, περιπλανώνται γύρω από τις άκρες της σύγκρουσης ψάχνοντας κάτι για να φάνε. Θα πάρουν ό,τι βρουν  μέσα από τις χωματερές. Προχωρούν σε σειρά στις πλευρές των δρόμων, ζητιανεύοντας από τα στρατιωτικά κονβόι τρόφιμα ή σοκολάτα. Θα επιχειρήσουν  να πουλήσουν μερικά αξιολύπητα αντικείμενα για να βγάλουν λεφτά. Στο Ιράκ προσέφεραν στα αμερικανικά στρατεύματα “freaky”-η αργκό λέξη για τα ευρωπαϊκά βίντεο πορνό -ουίσκι ή ηρωίνη (ο Turner λέει, ότι αμφιβάλλει, πως υπήρχε ηρωίνη στα πακέτα). Τα παιδιά ζούσαν με το φόβο. Έβλεπαν τους γονείς, τους αδελφούς, τις αδελφές και τους παππούδες τους, να ταπεινώνονται δημοσίως από τα στρατεύματα κατοχής. Ζάρωναν από τον τρόμο κατά τη διάρκεια των επιδρομών τη νύχτα, καθώς τα στρατεύματα κλωτσούσαν τις πόρτες των σπιτιών τους και τα οδηγούσαν μαζί με  τις οικογένειές τους σε ειδικούς χώρους για να καθίσουν, μερικές φορές για ώρες, με τα χέρια τους δεμένα πίσω από τις πλάτες τους με πλαστικούς συνδετήρες. Κοιτούσαν με αγωνία τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη που έκαναν κύκλους μέρα και νύχτα, χωρίς ποτέ να είναι σίγουρα,  πότε ο θάνατος θα έρθει από τον ουρανό. Έβλεπαν τους αδελφούς τους και τους πατέρες τους να σκοτώνονται. Ονειρεύονταν να μεγαλώσουν για να εκδικηθούν τους θανάτους τους.
Τα παιδιά πετούσαν πέτρες στα στρατιωτικά κονβόι ή στις περιπολίες. Εργάζονταν ως παρατηρητές για τους αντάρτες και μερικές φορές κρατούσαν αυτόματα όπλα. Και στο μακρύ εφιάλτη του πολέμου της κατοχής, όπου κάθε Αφγανός ή  Ιρακινός, έξω από την περίμετρο της βάσης θεωρούνταν εχθρός, δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι τα παιδιά να αποτελέσουν κι αυτά στόχο. Οι στρατιώτες και οι πεζοναύτες συχνά πετούσαν τα μπουκάλια που χρησιμοποιούσαν για την ούρηση μέσα στο αυτοκίνητο τους, στα παιιδά που ζητιάνευαν για λίγο νερό κατά μήκος του δρόμου.

Ο Folmar είπε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις τα παιδιά χτυπούσαν με αεροβόλα τις περιπολίες του. Οι Αμερικανοί δεν ήταν σε θέση να πουν, εάν αυτά ήταν όπλα-παιχνίδια ή πραγματικά όπλα και έτσι τους τα έπαιρναν  για να αποφύγουν τις δολοφονίες.

 Πηγαίναμε στους ιδιοκτήτες καταστημάτων και τους λέγαμε,« σας παρακαλούμε  μην τα πουλάτε αυτά. “Μια μέρα αυτό το παιδί βγαίνει έξω και μας πυροβολεί, εμείς του φωνάζουμε και αυτό το φοβίζει”. Παίρνουμε το όπλο από το χέρι του παιδιού. Ο πατέρας του έρχεται. Εκείνος προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει. Δεν έχουμε διερμηνέα. Ήμουν ένας χειριστής ασυρμάτου και ήμουν συνήθως δίπλα στον αρχηγό της ομάδας μου, και έκανα τον μεταφραστή στα αραβικά, γεγονός που ήταν εξωφρενικό βέβαια, γιατί είχα μόνο 2 με 3 εβδομάδες εκπαίδευση.. Μέσα από χειρονομίες και λίγο Αραβικά προσπάθησα να εξηγήσω στον πατέρα γιατί έπρεπε να πάρουμε το όπλο από το παιδί. Δεν θέλαμε να πεθάνει το παιδί του. Αν είναι σκοτεινά, δεν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε αν είναι παιχνίδι ή πραγματικό όπλο.. Ο πατέρας δεν κατάλαβε. Δεν τον κατηγορώ. Τα αραβικά μου ήταν χάλια.  Ο αρχηγός της ομάδας μου είχε εξαντληθεί και νευριάσει. Έβγαλε το υπηρεσιακό του πιστόλι , ένα M9 και το έβαλε στο πρόσωπό του πατέρα, λέγοντας :«Αυτό το καταλαβαίνεις;»

Τα παιδιά πετούσαν πέτρες στα παρμπρίζ των διερχόμενων στρατιωτικών φορτηγών. Αυτό ήταν ένα μόνιμο πρόβλημα με αποτέλεσμα κάποια στρατεύματα των ΗΠΑ να απαντήσουν με πραγματικά πυρά.
«Τα παιδιά έτρεχαν έξω και μας πετούσαν πέτρες» είπε ο Turner. “Πηγαίναμε με 35 ή 40 μίλια την ώρα. Αν σε χτυπήσει έτσι μια πέτρα μπορεί να γίνει μεγάλη ζημιά.  Ένα από αυτά τα παιδιά μια φορά έσπασαν το παρμπρίζ του ενός,  από τα φορτηγά εμπορευματικών μεταφορών. Το τζάμι δίπλωσε στη μέση χτύπησε τον οδηγό, ο οποίος πέθανε σε περίπου 90 δευτερόλεπτα. Θυμάμαι άκουσα από το ραδιόφωνο έναν ανώτερο να λέει, «έχετε την εξουσιοδότηση να πυροβολήσετε τα παιδιά».

Η σχιζοφρενική φύση του πολέμου σήμαινε, ότι άλλες ημέρες τα παιδιά έπρεπε να τα καλοπιάνουμε και άλλες να τα απειλούμε. Τα παιδιά ποτέ δεν μπορούσαν να ξέρουν πώς θα αντιδρούσαν τα στρατεύματα.
«Οι κανόνες εμπλοκής άλλαζαν συνεχώς», είπε ο Folmar.  Άλλες  μέρες όριζαν να πυροβολούμε οτιδήποτε στον ορίζοντα. Άλλες όριζαν να τους επηρεάσουμε ψυχικά και πνευματικά,  δίνοντας τους σοκολάτα. Δίνοντας πράγματα σε σχολεία που είχαν καταστραφεί. Είχαμε μαζί μας καραμέλες και τις μοιράζαμε. Την επόμενη όμως εβδομάδα τα παιδιά θα φώναζαν :”Σοκολάτα ! Σοκολάτα! “και μεις θα είχαμε άλλη εντολή τώρα να κρατήσουμε τα παιδιά μακριά μας».
«Ήμασταν σε περιπολία όταν μου ήρθε μια πέτρα στο κεφάλι”, δήλωσε ο Folmar. «Ο πατέρας έρχεται από το πουθενά και αρχίζει ν μαλώνει και να χτυπάει το παιδί. Εμείς γελούσαμε. Αλλά αργότερα σκέφτηκα, σε τι είδους κόσμο θα πρέπει να  ζούμε, που ο πατέρας χτυπάει τόσο πολύ τον γιο του, αναγνωρίζοντας πώς αν δεν το κάνει το παιδί του μπορεί να σκοτωθεί επειδή πέταξε μια πέτρα;»
«Υπήρχε αυτό το σημείο όπου αρχίσαμε πραγματικά, δεν θέλω να πω να μισούμε τα παιδιά, αλλά να είμαστε εξοργισμένοι», δήλωσε ο Folmar. «Γίναμε κυνικοί. Υπήρξε η στιγμή όπου συνειδητοποιήσαμε ότι είμασταν κολλημένοι σε αυτό. Ότι αυτό που κάναμε, ήταν μόνο η δημιουργία μιας νέας γενιάς που θα μισεί ο ένας τον άλλο. Ποτέ δεν έφτασε κανείς από τη μονάδα μου να πει «ας τα σκοτώσουμε» αλλά μια στιγμή νιώσαμε όλοι αυτό το «ποιο είναι το νόημα;» Τους εξοργίζαμε, τους προκαλούσαμε τρέλα. Θα μας μισούν και αυτό δεν θα αλλάξει “
Ο Folmar είπε ότι, όταν τα στρατεύματα των ΗΠΑ επιθεωρούσαν φορτηγά στα σημεία ελέγχου, πολλά από τα οχήματα μετέφεραν πτώματα για να ταφούν και δεν ήταν ασυνήθιστο να δεις πτώματα παιδιών. «Ήταν μια συνηθισμένη κατάσταση», είπε.

  Ο πόλεμος στο Βιετνάμ είχε την ίδια δυναμική, με την πρόσθετη κακοποίηση, ότι χιλιάδες κορίτσια οδηγούνταν σε οίκους ανοχής, που ξεφύτρωναν, έξω από τις τεράστιες στρατιωτικές βάσεις και σε πόλεις όπως η Σαϊγκόν.

George Kovach, 66 ετών, ο τρίτος βετεράνος της ομάδας μας την περασμένη Πέμπτη, τραυματίστηκε στο Βιετνάμ μαζί με ένα φίλο από τη μονάδα του. Όταν είχαν μεταφέρονται με το ελικόπτερο, ο φίλος του πέθανε δίπλα του. Σαράντα χρόνια αργότερα, ο ίδιος λέει ότι εξακολουθεί να παλεύει με σοβαρή κατάθλιψη και με σκέψεις αυτοκτονίας.
«Θυμάμαι στρατιώτες πετώντας να πετούν κουτιά στα κεφάλια των παιδιών-Ξέρω ότι έγω το έκανα, και μερικές φορές ήταν χειρότερα», είπε. «Υπήρχαν πολλά παιδιά που ακολουθούσαν τον στρατό. Στο Βιετνάμ αυτά τα παιδιά θα μας κάρφωναν [στους Viet Cong]. Όταν πηγαίναμε περιπολία πάντα ανησυχούσαμε μήπως τα παιδιά αναφέρουν τις κινήσεις μας ».

Τα άτομα που έχουν όπλα και κατέχουν ένοπλες μονάδες έχουν μια τρομακτική θεϊκή δύναμη να ταπεινώνουν, να απαιτούνι άμεση και αδιαμφισβήτητη υπακοή και να σκοτώνουν. Εκείνοι που δεν φέρουν όπλα ζουν σε κράτη με αδυσώπητη τρομοκρατία και αδυναμία. Οι ανίσχυροι προσπαθούν συχνά να γίνουν αόρατοι, αποφεύγοντας την επαφή με τις ομάδες των δολοφόνων που είναι σαν τα κεφάλια Λερναίας Ύδρας και περιφέρονται στο τοπίο μιλώντας την γλώσσα της βίας.

Ο Boyah J. Farah, 36 ετών, υπέμεινε τον πόλεμο στη Σομαλία ως έφηβος με τη μητέρα του. Ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε αδέλφια. Κατά τη συνάντησή μας στη Βοστώνη άκουγε σιωπηλά τις ιστορίες των στρατιωτικών βετεράνων, ανακαλώντας το παρελθόν του, είπε, ότι ήταν σαν να βρίσκεται στην άλλη πλευρά του χάσματος. Ανέφερε μια αφρικανική παροιμία: “ Όταν οι ελέφαντες τσακώνονται, είναι το χορτάρι που υποφέρει”

“Η πολιτοφυλακή θα ερχόταν στην πόλη και θα έπαιρνε τα πάντα”, δήλωσε ο Farah. “Στη συνέχεια, η πολιτοφυλακή αυτή θα νικιόταν. Μετά μια νέα πολιτοφυλακή ερχόταν. Κάθε πολιτοφυλακή που ερχόταν ήταν πεινασμένη, πεινασμένη για να κλέψει, πεινασμένη για βιασμό. Έπαιρναν τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της μικρής μας ποσότητας ρυζιού. Αν υπήρχε φαγητό στο φούρνο θα το έπαιρναν. Μόλις νόμιζες ότι είχες προσαρμοστεί, νέες πολιτοφυλακές εμφανίζονταν. “

Ο Turner στράφηκε προς Farah. «Συνήθιζα να κλωτσάω τις πόρτες σπιτιών και να εισβάλω στα σπίτια ανθρώπων», του είπε. «Η δουλειά μου ήταν να κάνω επιδρομές κάθε νύχτα . Αναρωτιέμαι για αυτό τώρα. Και είναι δύσκολο για μένα να γράψω σχετικά με αυτό. Μπορώ να γράψω για το πώς είναι να κλωτσάς μια πόρτα και να εισβάλεις στο σπίτι. Αλλά … αναρωτιέμαι για τα παιδιά που υπήρχαν μέσα σε ορισμένα από αυτά τα σπίτια. Όταν ο πόλεμος έχει τελειώσει , αισθάνεστε ποτέ άνετα στο ίδιο σας το σπίτι; Αισθάνεστε ασφαλείς; “

Farah κούνησε το κεφάλι του. «Μόλις έχεις βιώσει μια τέτοια εμπειρία, ποτέ δεν εξαφανίζεται», απάντησε. “Είναι σαν την εμπειρία που είχες στη μάχη. Ήρθα εδώ [στις Ηνωμένες Πολιτείες] το 1993. Ποτέ δεν αισθάνομαι απολύτως ασφαλής. Ποτέ δεν θα συνηθίσω την 4η Ιουλίου. Μόλις ακούω τον ήχο από την έκρηξη των πυροτεχνημάτων, ο πόλεμος ξαναζωντανεύει. Ακόμη και ο θόρυβος από το κλείσιμο μιας πόρτας τον επαναφέρει. “

«Δραπέτευσα», δήλωσε ο Farah. “Μορφώθηκα. Ήρθα σε μια χώρα που έχει ειρήνη. Αλλά οι περισσότεροι από τους φίλους μου δεν κατάφεραν να φτάσουν σε μια ειρηνική χώρα. Έμειναν πίσω. Και αυτοί που μένουν πίσω, ζουν μόνο για να πάρουν  εκδίκηση. Όταν ήμουν στο στρατόπεδο προσφύγων στην Κένυα άκουσα τον φίλο μου, ο πατέρας του οποίου σκοτώθηκε, να προσεύχεται δυνατά και να λέει: «Θεέ μου, δεν ξέρω τι έχεις προγραμματίσει για μένα. Αλλά θα πάω πίσω και θα σκοτώσω 100 άτομα ». Ήταν 16 ή 17 χρονών. Είμαι βέβαιος ότι πήγε πίσω. Είμαι βέβαιος ότι σκότωσε. Αμφιβάλλω ότι είναι ζωντανός. “

Τίποτα από αυτά δεν είναι ό, τι οι βετεράνοι ή τα παιδιά θα ήθελαν. Ήθελαν, και εξακολουθούν να θέλουν, αυτό για το οποίο δημιουργήθηκαν, για την αγάπη. Και η μάχη με τους δαίμονες του πολέμου είναι η μάχη για να επιστρέψουν σε ό,τι είναι ιερό και ακέραιο στη ζωή. Κάποιοι θα τα καταφέρουν. Πολλοί δεν θα τα καταφέρουν.

«Το πιο δύσκολο πράγμα είναι να γράψεις για την αγάπη», είπε ο Turner. «Αυτή η ανικανότητα να γράψεις για την αγάπη είναι μέρος της παθολογίας του πολέμου. Γράφοντας για τον πόλεμο είναι εύκολο. Ο πόλεμος είναι εθιστικός. Είμαι κολλημένος  σε αυτό το είδος της ξέφρενης εμπειρίας. Αλλά αυτό που θέλω είναι αγάπη. Θέλω να γράψω ποιήματα για τη γυναίκα μου. Αλλά όταν προσπαθώ δεν το πετυχαίνω.»

Ο Folmar εξέφρασε μια παρόμοια σκέψη. «Καταλαβαίνω τη βία», είπε. “Μπορώ να την εκφράσω και να την αποτυπώσω σε μια σελίδα. Μπορώ να το κάνω με επιτυχία. Αλλά αν είναι για την αγάπη, δεν μπορώ να το κάνω. Πώς υποτίθεται ότι είναι δυνατόν, να γράψω για την αγάπη; Ειδικά όταν έχω όλα αυτά τα άλλα πράγματα να γράψω; Η γυναίκα μου με ρώτησε, «Γράφεις για όλα αυτά τα θλιβερά πράγματα. Πότε πρόκειται να γράψεις για μένα; ​​”Πρέπει να βγάλω από μέσα τα άλλα πράγματα πρώτα. Ελπίζω ότι θα βγουν. Ελπίζω, ότι θα φύγουν μακριά. “

(πηγή : http://www.truthdig.com/report/page3/pity_the_children_20140630)

(μετάφραση, επιμέλεια Sylvia )

 

Στηρίξτε το omniatv:

Σχόλια

0 0 votes
Βαθμολογία άρθρου
Subscribe
Notify of
guest
0 Σχόλια
Inline Feedbacks
View all comments
Μετάβαση στο περιεχόμενο