Λυσιστράτη: αρχαίο δράμα και σύγχρονη μεταμοντέρνα αντίδραση

a1sx2_Original1_drama.gif

 

δημοσιεύθηκε την Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου, στην εφημερίδα ΠΡΙΝ της Κυριακής

 

 

του Θανάση Σκαμνάκη
 

 

 

Ίσως να ακούγεται επουσιώδες. Περιφερειακό αν όχι περιθωριακό πρόβλημα. Αλλά μάλλον δεν είναι, κατά τη γνώμη μου σίγουρα δεν είναι. Αγκαλιάζει την καρδιά αυτού που ονομάστηκε μεταμοντέρνα αντίληψη. Ας το παρακολουθήσουμε ως γεγονός πριν βγάλουμε συμπεράσματα και κάνουμε κρίσεις.

Στην Ελλάδα, το ίδρυμα Μιχ. Κακογιάννης οργανώνει τη συνάντηση: «Αρχαίο δράμα, επιρροές και σύγχρονες προσεγγίσεις» και φιλοξενεί το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Εβραϊκού Πανεπιστημίου. Στο πλαίσιο αυτό από το εβραϊκό πανεπιστήμιο θα παρουσιαστεί το έργο «Lysistrata –X», εμπνευσμένο από την κωμωδία του Αριστοφάνη. Πρόκειται για μια διεθνή διοργάνωση, την τρίτη – τις δυο προηγούμενες είχαν οργανώσει το αμερικάνικο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και το βρετανικό του Λιντς. Το εβραϊκό πανεπιστήμιο στο πλαίσιο αυτό πήρε μαζί του και 13 ακαδημαϊκούς δασκάλους οι οποίοι πραγματοποιούν σεμινάρια και εργαστήρια.

Την Τετάρτη έξω από το κτίριο του ιδρύματος Μιχ. Κακογιάννης έγινε συγκέντρωση διαμαρτυρίας αντιφασιστικών και παλαιστινιακών οργανώσεων εναντίον της άφιξης και της παραμονής των εκπροσώπων του εβραϊκού πανεπιστημίου και οι διαδηλωτές κάλεσαν καλλιτέχνες και κοινό να μποϊκοτάρουν την παράσταση και το σεμινάριο. «Η Λυσιστράτη θα έκανε μποϊκοτάζ», λένε χαρακτηριστικά στο ψήφισμά τους. Μέρος του δημοσιεύεται στην διπλανή στήλη. Μεταξύ άλλων, δηλώνουν πως «θεωρούν πρόκληση πρώτου βαθμού το ανέβασμα ενός εμβληματικού αντιπολεμικού έργου υπό την αιγίδα της ισραηλινής πρεσβείας. Το Ισραήλ χρησιμοποιεί τον πολιτισμό ως εργαλείο προπαγάνδας. Το καθολικό μποϊκοτάζ δεν στοχεύει στους καλλιτέχνες ούτε στην τέχνη, αλλά στο κράτος του Ισραήλ και τους θεσμούς του». Αυτά δημοσιεύτηκαν μεταξύ άλλων εφημερίδων την Πέμπτη και στην Εφημερίδα των συντακτών.

Την επόμενη ημέρα στην ίδια εφημερίδα, στις καλλιτεχνικές σελίδες αυτή τη φορά, υπήρχε μια διαφορετική παρουσίαση. Η δημοσιογράφος έχει μαγευτεί, όπως λέει, από πλάνα διάρκειας μόλις ενός λεπτού που προβλήθηκαν, προφανώς στη συνέντευξη τύπου, και φιλοξενεί απόψεις των συντελεστών του εγχειρήματος. Η σκηνοθέτρια μας λέει πως «διαβάζοντας ξανά τον Αριστοφάνη συνειδητοποίησα πόσο βαθιά κατανοούσε και μπορούσε να μιλήσει για τη γυναικεία μας πλευρά, αλλά και να περιγράψει τι σημαίνει μια βαθιά διαμάχη σε επίπεδο φύλων ή θρησκειών… Επίσης σε μια μεταμοντέρνα προσέγγιση, υπογραμμίζουμε τους κινδύνους που υπάρχουν όταν επικρατεί ο φανατισμός και τα ακραία συναισθήματα… Κάναμε στην κυριολεξία πρόβες κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών. Κάθε τόσο σταματούσαμε για να μπούμε στα καταφύγια. Αλλά αυτό είναι το ρεαλιστικό και ανθρώπινο επίπεδο. Εγώ στέκομαι στο καλλιτεχνικό μέρος, που επίσης ασχολείται με την πολεμική διαμάχη ανάμεσα στα δυο φύλα, αλλά συγχρόνως μιλά για τη γιορτή της ζωής, το πάθος, τον έρωτα και, φυσικά, την ειρήνη». (Αυτό το τελικό «φυσικά» είναι που σκοτώνει! Εν πάση περιπτώσει όμως, ο Αριστοφάνης μίλαγε ευθέως για τους «βομβαρδισμούς» του καιρού του και δεν ήταν, ούτε παρίστανε, τον αντικειμενικό).

Οι βομβαρδισμοί, όπως συνεπάγεται από τη δήλωση της σκηνοθέτριας, είναι ένα επίπεδο, το ρεαλιστικό και ανθρώπινο και η τέχνη ένα άλλο (το μη ρεαλιστικό και το μη ανθρώπινο, να υποθέσουμε;). Ίσως γι’ αυτό το λόγο δεν σκέφτηκαν οι καλλιτέχνες, κι αν το σκέφτηκαν δεν μας το λένε (κι αν το είπαν δεν το μάθαμε) να πουν κάτι γι’ αυτούς τους βομβαρδισμούς, εκεί και τότε ή έστω εδώ και τώρα.

Στις δηλώσεις της ο φανατισμός και τα ακραία συναισθήματα δεν έχουν όνομα, ταυτότητα ή εποχή, οπότε μπορεί να αφορούν, και αφορούν, τους πάντες. Απλώς οι κυρίαρχοι ικανοποιούνται από αυτή την απόσταση και εξίσωση, ενώ οι άλλοι όχι – αλλά, θα πει κανείς, δικό τους είναι το πρόβλημα.
Αυτή είναι μια ακριβής μεταμοντέρνα προσέγγιση. Όπου θύτης και θύμα, επιτιθέμενος και αμυνόμενος, βομβαρδίζων και βομβαρδιζόμενος μπορεί να ανήκουν στην ίδια κατηγορία.

Αν υποθέσουμε πως καταλαβαίνουμε τι εννοείται ως φανατισμός, τι εννοείται ως «ακραία συναισθήματα»; Ο πόνος είναι ένα ακραίο συναίσθημα. Η πίστη είναι ένα άλλο. Ο άνθρωπος που παίρνει το ντουφέκι για να αντισταθεί στον κατακτητή και σκοτώνει είναι ακραίος; Αλήθεια τι είναι «ακραίο συναίσθημα» τη στιγμή που βομβαρδίζεται η Γάζα; Τα παιδιά των Παλαιστινίων έχουν το ίδιο «ακραίο συναίσθημα» με τα παιδιά των Ισραηλινών; Είναι ίδιο το «ακραίο συναίσθημα» των Εβραίων εποίκων που καταλαμβάνουν τα σπίτια και τα χωράφια των Παλαιστινίων και εκείνο των ξεριζωμένων; Γιατί, στις ακραίες συνθήκες, παράγονται ακραία συναισθήματα.

Οι μεταμοντέρνες αναγνώσεις αρνούνται να μας περιγράψουν τι ακριβώς εννοούν και ποιός είναι από τη μια ποιος από την άλλη πλευρά, καθώς οι πλευρές δεν υπάρχουν, υπάρχουν μόνο συναισθήματα, οπότε το συναίσθημα του φασίστα και το συναίσθημα του αντιστεκόμενου, του κατακτητή και του κατακτημένου είναι δυο όψεις από το ίδιο νόμισμα, ή μάλλον είναι το ίδιο νόμισμα χωρίς όψεις. Αν κάνεις τις ιστορικές εφαρμογές αυτού του δόγματος, θα προκληθούν πολλές ανατριχίλες …

Μια πρέζα αλήθειας χωρίς ταυτότητα και χωρίς ιεράρχηση, χωρίς αιτία κι αποτέλεσμα βολεύει για να μη λέγεται καμία αλήθεια, ή ακόμα χειρότερα, για να εξομοιώνονται με μεταμοντέρνο τρόπο οι «συμβαλλόμενοι».

Δεν είναι η λογική της νέας κρατικής ελληνικής τηλεόρασης όπου «οι καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών επιτέθηκαν στα ΜΑΤ», αλλά η λογική των άλλων καναλιών όπου καθαρίστριες και ΜΑΤ «συνεπλάκησαν».

 

Στηρίξτε το omniatv:

Σχόλια

0 0 votes
Βαθμολογία άρθρου
Subscribe
Notify of
guest
0 Σχόλια
Inline Feedbacks
View all comments
Μετάβαση στο περιεχόμενο