Σε 15 χρόνια κάθειρξης για το κακούργημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, 6 μήνες φυλάκιση για το πλημμέλημα της οπλοφορίας και 6 μήνες για αυτό της οπλοχρησίας (τελική ποινή κατά συγχώνευση 15 χρόνια και 4 μήνες) καταδικάστηκε εχθές 27 Σεπτεμβρίου από το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ναυπλίου η 22χρονη Π.Α..
Η νεαρή κοπέλα είχε τραυματίσει θανάσιμα τον 46χρονο Ν.Ζ. με μια μοιραία μαχαιριά στις 22 Ιουνίου 2016, έπειτα από σεξουαλική επίθεση που δέχτηκε από τον ίδιο την ώρα που βρισκόταν μαζί με την 17χρονη φίλη της (η οποία θα δικαστεί ξεχωριστά από δικαστήριο ανηλίκων) σε κεντρική πλατεία της Κορίνθου.
Όχι μόνο δυσφορία αλλά και προβληματισμό προκάλεσε στην κατάμεστη από φεμινιστικές και κουίρ οργανώσεις και ομάδες αίθουσα ότι το δικαστήριο παρά την κατανόηση που έδειξε σε σχέση με τις τραγικές συνθήκες στις οποίες είχε μεγαλώσει η 22χρονη κοπέλα, αναγνωρίζοντας της μάλιστα ελαφρυντικό, αρνήθηκε ωστόσο πεισματικά – τόσο η έδρα όσο και η εισαγγελέας – να δεχτεί ότι προηγήθηκε απόπειρα βιασμού. Έκρινε ότι η πράξη της δεν ήταν στο πλαίσιο της αυτοάμυνας, στηριζόμενο στο γεγονός ότι τελικά το θύμα αποδείχτηκε ότι δεν κρατούσε μαχαίρι, όπως αρχικά θεώρησαν οι δυο κοπέλες. Με λίγα λόγια η έδρα έδωσε μια μάλλον προβληματικά στενή ερμηνεία σε σχέση με το ποιο είναι το σημείο που μια σεξουαλική επίθεση θεωρείται απόπειρα βιασμού.
Ως πρώτη μάρτυρας κατηγορίας κατέθεσε η μητέρα του θύματος η οποία αναφέρθηκε στην ζωή και τον χαρακτήρα του αρνούμενη να δεχτεί ότι ο γιος της αποπειράθηκε να βιάσει τις δυο κοπέλες. Αμέσως μετά κατέθεσε η φίλη και περιστασιακή ερωμένη του θύματος η οποία εισέφερε στην διαδικασία ότι από τη μία τα μεσάνυχτα μέχρι και τις τρεις παρά τέταρτο – ελάχιστα λεπτά πριν το περιστατικό – της τηλεφωνούσε ζητώντας της να επανασυνδεθούν ερωτικά. Σε αυτό το σημείο στάθηκε η συνήγορος υπεράσπισης η οποία τόνισε την ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση υπό το καθεστώς επίμονης αναζήτησης ερωτικού συντρόφου στην οποία βρίσκονταν το θύμα εκείνη την ώρα.
Έπειτα ο αστυνομικός Μ.Δ. κατέθεσε ότι 20 μέτρα από την σωρό του θύματος βρέθηκε ένα μαχαίρι κουζίνας με εμφανή ίχνη αίματος και ότι το θύμα είχε πάνω του όλα του τα υπάρχοντα, όπως το κινητό του τηλέφωνο και το πορτοφόλι του. Αφού στην υπηρεσία του επισκόπησαν το υλικό από τις κάμερες και εντόπισαν σε αυτό δυο κοπέλες να τρέχουν, ρώτησαν τα γύρω μαγαζιά και όταν μια μάρτυρας κατονόμασε τις δυο κοπέλες, οδηγήθηκαν τελικά στην σύλληψη τους. Με δεδομένα τα παραπάνω στοιχεία η συνήγορος υπεράσπισης ρώτησε τον αστυνομικό αν διακρίνει κάποιου είδους επαγγελματισμό για να πάρει την απάντηση: «κατά την κρίση μου όχι».
Κατέθεσαν επίσης η μητέρα και ο αδελφός της 17χρονης καθώς επίσης και οι γονείς της 22χρονης. Από το μεγαλύτερο μέρος των καταθέσεων προέκυψε η εφιαλτική κατάσταση στην οποία ζούσε η Π.Α. τα τελευταία τουλάχιστον δέκα χρόνια αφού ο πατέρας της κακοποιούσε τόσο την ίδια όσο και την μητέρα της καταλήγοντας να μένει για μεγάλα διαστήματα στον δρόμο.
Κατέθεσε επίσης η Ι.Τ. που δήλωσε ότι επικοινωνεί δια αλληλογραφίας με την 22χρονη από την στιγμή της σύλληψης καθώς ξέρει ότι θα μπορούσε αυτή ή οποιαδήποτε γυναίκα να βρίσκεται σε αυτή τη θέση δεδομένου ότι τέτοια περιστατικά σεξουαλικών επιθέσεων συμβαίνουν κάθε μέρα. Αφού περιέγραψε τον τρόμο -όπως της τον περιέγραψε μέσω της αλληλογραφίας τους- που βίωσε η Π.Α. εκείνο το βράδυ κατέληξε στην επισήμανση ότι είναι συνηθισμένο οι γυναίκες να έχουν μαχαίρι ή άλλα μέσα αυτοπροστασίας πάνω τους καθώς πρέπει να αμύνονται αν χρειαστεί. Στην ερώτηση του προέδρου της έδρας για το αν θεωρεί την επίθεση αυτή απόπειρα βιασμού η απάντηση ήταν σαφής: “Δεν μπορείς να ξέρεις πότε ξεκινάει και που φτάνει. Το επιθετικό άγγιγμα προφανώς μπορεί να αποτελεί αρχή”.
Τέλος κατέθεσε η Σ.Β. η οποία της συμπαραστέκεται στην Π.Α. και την επισκέπτεται στην φυλακή. Αναφέρθηκε στο δύσκολο περιβάλλον στο οποίο ζούσε και έκανε λόγο για καθεστώς ακραίας βίας και φτώχειας που βίωνε στο σπίτι της η 22χρονη. Συγκεκριμένα περιέγραψε ένα σπίτι γεμάτο σπασμένα πιάτα και ποτήρια. Εξήγησε ότι όταν μιλάμε για αυτοάμυνα προφανώς δεν εννοούμε τον φόνο αλλά πως στην συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για ατύχημα. Είπε επίσης ότι όνειρο της Π.Α., όταν βγει από τη φυλακή, είναι να βρει μια δουλειά και να φύγουν με την μητέρα της από το σπίτι.
Η Π.Α ξεκίνησε την απολογία της λέγοντας: “Φοβήθηκα πολύ εκείνο το βράδυ. Είδα τον Ζ. να πιάνει το στήθος της φίλης μου. Σηκωθήκαμε να φύγουμε. Μου είπε (η 17χρονη φίλη της) κρατάει μαχαίρι. Δεν κατάλαβα που τον χτύπησα με το μαχαίρι μου. Δεν τον είχα ξαναδεί.”
Ακολούθησαν οι εξής ερωτήσεις από τον πρόεδρο της έδρας
Πρόεδρος: Γιατί δεν φύγατε;
Π.Α.: Με τράβηξε από το μαλλί.
Πρόεδρος: Ήταν μεθυσμένος, δεν μπορούσατε να τον σπρώξτε;
Π.Α.: Ήταν σωματώδης. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω.
Πρόεδρος: Γιατί δεν χτυπήσατε ποτέ τον πατέρα σας που σας κακοποιούσε;
Π.Α.: Τον φοβόμουν.
Επανερχόμενη πάλι στην περιγραφή του περιστατικού ανέφερε: «Φοβήθηκα πολύ. Η φίλη μου είπε ότι κρατάει μαχαίρι. Είπε στην φίλη μου “ξέρω τον μπαμπά σου, τι ρούχα είναι αυτά που φοράς; Θα σας γαμήσω”. Πραγματικά λυπάμαι για ότι έγινε. Θέλω να ζητήσω συγνώμη από την οικογένεια. Ζητάω μια δεύτερη ευκαιρία.»
Προβληματισμό στο ακροατήριο προκάλεσε η αγόρευση της εισαγγελέως η οποία διατύπωσε ορισμένες μάλλον νεολομπροσικές απόψεις όπως ότι η κατηγορούμενη λόγω του περιβάλλοντως φτώχειας στο οποίο έχει μεγαλώσει “δεν μπορεί να αντιληφθεί την αξία της ανθρώπινης ζωής όπως εμείς που είμαστε άλλου μορφωτικού επιπέδου” και ότι “δεν σέβεται την ζωή μπροστά στο ένστικτο επιβίωσης” καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι “το θύμα πρέπει να παραδοθεί λευκό χωρίς το στίγμα που το αποδίδει η κατηγορούμενη”.
Πρότεινε ωστόσο το ελαφρυντικό το μη ταπεινών ελατηρίων καθώς ενήργησε με βάση τον αξιακό της κώδικα όπως περιγράφηκε παραπάνω και δεδομένου ότι στο θύμα βρέθηκαν όλα τα προσωπικά του αντικείμενα και η πράξη δεν συνδέεται με κλοπή.
Ενδιαφέρον, κατά μια έννοια, παρουσιάζει και η αγόρευση του συνηγόρου πολιτικής αγωγής ο οποίος μεταξύ άλλων ανέφερε ότι αφού δεν υπάρχουν ίχνη πάλης δεν υπάρχει και απόπειρα βιασμού στενεύοντας κατά πολύ την έννοια της απόπειρας καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως “αν το σενάριο του βιασμού είναι αληθές, τα δυο έννομα αγαθά, της λεκτικής κακοποίησης και της ανθρωποκτονίας είναι αναντίστοιχα”. Πρότεινε τελικά να καταδικαστεί η κατηγορούμενη γι ανθρωποκτονία από πρόθεση μεταξύ άλλων γιατί “καθώς βρισκόμαστε σε οικονομική κρίση η κοινωνία πρέπει να πάρει το μήνυμα ότι δεν μπορεί να επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας”.
Στην αγόρευση της η συνήγορος υπεράσπισης ξεκαθάρισε ότι κανείς δεν αρνείται ότι πρόκειται για μια τραγωδία. Για το θύμα, για την οικογένεια του αλλά και για την κατηγορούμενη. Κανείς δεν αμφισβητεί την αξία της ανθρώπινης ζωής, πρόσθεσε.
Στάθηκε αρκετά στο σημείο της διαγνωσμένης νοητικής ανεπάρκειας της κατηγορούμενης όχι για να της αναγνωριστεί, όπως είπε, μειωμένος καταλογισμός αλλά για να γίνει σαφές ότι αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο πιο έντονα. Κανείς δεν ξέρει πού ξεκινάει και πού τελειώνει μια σεξουαλική επίθεση.
Σημείωσε επίσης ότι κινήθηκαν κάτω από κάμερες, άφησαν DNA και το μαχαίρι με τα αποτυπώματα τους. Δεν πήραν μέτρα αυτοπροστασίας κάτι που δείχνει ότι δεν υπήρχε δόλος και ότι δεν προκύπτει ούτε σχεδιασμός ούτε εμπειρία. Νόμιζε ότι βρισκόταν σε άμυνα και ακόμα και αν δεχτούμε ότι δεν υπήρχε άμυνα είναι σίγουρα νομιζόμενη γιατί πίστευε ότι υπάρχει μαχαίρι. Δεν προσπάθησε καν να διαφύγει. Κάθε γυναίκα θα είχε τρομοκρατηθεί, κατέληξε.
Μετά από διακοπή περίπου μιάμισης ώρας ο πρόεδρος της έδρας ανακοίνωσε την απόφαση λέγοντας πως το δικαστήριο έλαβε υπόψιν του τους ισχυρισμούς της κατηγορούμενης σε σχέση με τις κατηγορίες και την εν γένει συμπεριφορά της δράσης της σε σχέση με το θύμα και το κατά πόσο το θύμα οδήγησε εκεί τα πράγματα. Έλαβε επίσης υπόψιν τους ισχυρισμούς της σε σχέση με την άμυνα και κατέληξε ομόφωνα πως δεν πείστηκε ότι βρίσκονταν σε άμυνα ή νομιζόμενη άμυνα ή από δικιά της πλάνη που θα οδηγούσε σε μείωση του καταλογισμού. Πείστηκε όμως ότι τέλεσε τις πράξεις όχι από ταπεινά αίτια. Όχι στο πλαίσιο άμυνας αλλά για να προστατέψει τα αγαθά όπως τα κατανοεί μέσα από τον δικό της κώδικα. Διέκρινε τους λόγους που την οδήγησαν σε αυτή την πράξη και την έκρινε ένοχη για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, οπλοφορία και οπλοχρησία αναγνωρίζοντας το ελαφρυντικό των μη ταπεινών ελατηρίων επιβάλλοντας της τελική ποινή κατά συγχώνευση 15 έτη και 4 μήνες.