Συνομιλώντας με δολοφόνους στη φυλακή: δυο λόγια γι’ αυτούς που διέπραξαν βίαια εγκλήματα

της BlackCat

Ως άνθρωπος που μ’ έχει απασχολήσει ιδιαίτερα με το ζήτημα των φυλακών και τα δικαιώματα των κρατουμένων, ένιωσα μια ιδιαίτερη χαρά όταν πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο “Listening to killers: Lessons from my twenty years as an expert psychological witness in murder cases” από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια. Ο συγγραφέας Τζέημς Γκαρμπαρίνο, ένας εβδομηντάχρονος καθηγητής αναπτυξιακής ψυχολογίας, προσεγγίζει το πολυδιάστατο ζήτημα της βίαιης εγκληματικότητας και της ευθραυστότητας του ανθρώπου πίσω από το δολοφόνο, με μία ειλικρινή ευαισθησία που είναι πραγματικά συγκινητική.

Έχοντας εργαστεί για περισσότερο από δύο δεκαετίες ως ειδικός μάρτυρας ψυχολόγος σε δίκες που αφορούν δολοφονίες έχει αποκτήσει άμεση βιωματική επαφή με το αντικείμενό του. Αναλύοντας διεξοδικά τα ψυχοκοινωνικά αίτια που οδηγούν τους ανθρώπους στο βίαιο έγκλημα, καθώς και την πολύμορφη διάδραση αυτών, ανιχνεύουμε σταδιακά την επανάληψη του ίδιου μοτίβου μέσα από ιστορίες κρατουμένων που παρατίθενται στο βιβλίο: εγκατάλειψη, αμέλεια, χρόνια σωματική ή και σεξουαλική κακοποίηση, χρήση ναρκωτικών από το στενό οικογενειακό περιβάλλον, έλλειψη ασφάλειας, συναισθηματικής στήριξης και ουσιαστικής σύνδεσης με κάποιον ενήλικα, ρατσισμός, φτώχεια, κοινωνικός αποκλεισμός, κοινωνικοποίηση στον μικρόκοσμο των συμμοριών του δρόμου, εξαναγκασμός υιοθέτησης επιθετικών συμπεριφορών κατά την παιδική ηλικία και ως αποτέλεσμα των προαναφερθέντων παραγόντων, την φυσιολογική προσαρμογή των λειτουργιών του εγκεφάλου σε ένα καθ΄ολα αρρωστημένο και ανισόρροπο περιβάλλον.

Ο συγγραφέας δεν εκπέφτει σε μία αόριστη επιστημονική ορολογία, αν και παραπέμπει σε εμπειρικές μελέτες στον κλάδο της νευροβιολογίας καταδεικνύοντας τη μετάλλαξη του εγκεφάλου όντας σε ένα τοξικό περιβάλλον π.χ. με την υπερανάπτυξη της αμυγδαλής, που σχετίζεται με την επιθετικότητα, σε βάρος πιο “εξευγενισμένων” περιοχών του εγκεφάλου όπως ο προμετωπιαίος φλοιός. Οι συνθήκες αυτές οδηγούν σε μία κατάσταση που ο ίδιος ορίζει ως “νοοτροπία πολεμικού πεδίου” όπου το άτομο μπορεί παρερμηνεύει διάφορες συμπεριφορές γύρω του ως επιθετικές, ανταποκρινόμενο άμεσα με την άσκηση βίας λόγω της υπερτέρησης του ενστίκτου της επιβίωσης. Θεωρεί πως η συναισθηματική και ηθική ζημια που έχουν υποστεί οι άνθρωποι που αντιμετώπισαν την αμέλεια, τη χρόνια κακοποίηση, τις κοινωνικές ανισότητες και το ρατσισμό, σε συνδυασμό με μία τοπική κουλτούρα στην οποία κυριαρχεί το ένστικτο της επιβίωσης, η ανδρική τιμή, ο ναρκισσισμός, η εκδίκηση και η βία ως μέσο κυριάρχησης στο δρόμο, εγκυμονούν τις συνθήκες που ωθούν τους νέους άνδρες (και τις γυναίκες, σε μικρότερο βαθμό) στη βία. Tα νεαρά αγόρια που μεγαλώνουν σε ένα τέτοιο ψυχοκοινωνικό πλαίσιο είναι πιο ευάλωτα σ΄αυτές τις επιρροές λόγω της έλλειψης εμπειρίας στην λήψη σημαντικών αποφάσεων, της ανωριμότητας του εγκεφάλου, της διαδεδομένης χρήσης ναρκωτικών και του εύκολου επηρεασμού από τους συνομήλικους τους, στοιχεία που μπορεί να επιφέρουν ολέθριες συνέπειες.

30 Ιουνίου, 2010: Εικόνες από την ταινία Dead Man Walking κατακλύζουν το μυαλό μου ενώ βρίσκομαι σε ένα μικρό δωμάτιο επικοινωνίας στη φυλακή Snake River στην Alabama, ένα σωφρονιστικό ίδρυμα που στεγάζει θανατοποινήτες.

Απέναντί μου κάθεται ένας πολύ επικίνδυνος άνδρας. Στα χέρια έχει χειροπέδες, τα πόδια του δεμένα με αλυσίδες, ενώ μία άλλη αλυσίδα ξεκινάει από τη ζώνη του και φτάνει ως το στο πάτωμα για να τον κρατήσει ακινητοποιημένο στη θέση του. Είναι ντυμένος με την πορτοκαλί στολή που συνηθίζεται στις φυλακές, το ονόμά του είναι Ντάνυ Σάμσον και είναι 34 ετών. Ο Ντάνυ είναι τόσο επικίνδυνος που όταν εμφανίζεται στο δικαστήριο τον συνοδεύουν έξι σωφρονιστικοί σε περίπτωση που έχει κάποιο βίαιο ξέσπασμα, κάτι που έχει την τάση να κάνει συχνά.

Εγώ βρίσκομαι εδώ επειδή ο Ντάνυ θα δικαστεί για τρίτη φορά για τη δολοφονία του Μάρνι Τζόνσον, ενός ρεσεψιονίστ σε μοτέλ, κατά τη διάρκεια ληστείας την παραμονή Χριστουγέννων το 1981. Τις δύο προηγούμενες φορές καταδικάστηκε σε θάνατο αλλά η απόφαση αναιρέθηκε επιτυχώς, εξασφαλίζοντας μία τρίτη δίκη. Ο ρόλος μου είναι να βοηθήσω τους ένορκους και το δικαστή να κατανοήσουν τη γεμάτη δυσκολίες και βία ζωή του και να τους κάνω να τον δουν με συμπόνοια για να γλιτώσει από μία πιθανή εκτέλεση. Έχει τους τεράστιους μυς και τα τατουάζ που παρατηρούνται συχνά στους κρατούμενους που έχουν περάσει πολλά χρόνια μέσα στη φυλακή και ένα μεγάλο φάκελο με επαναλαμβανόμενες βίαιες επιθέσεις σε άλλους κρατούμενους και δεσμοφύλακες. Αυτό περιλαμβάνει και τη δολοφονία ενός συγκρατουμένου του, του 27χρονου Τίμοθι Ρόμπερτς, το 1999.

Ο Σάμσον μπαινοβγαίνει στις φυλακές από τα 15 του χρόνια και είναι ένα άτομο διαλυμένο συναισθηματικά, ηθικά και πνευματικά. Στο τέλος της συνεντευξής μας, του κάνω μία τελευταία ερώτηση: “Τι μπορείς να μου πεις για τον εαυτό σου που θα προκαλούσε έκπληξη στους άλλους;” Κάνει μία στιγμιαία παύση και απαντάει: “Κάθε βράδυ κλαίω μέχρι να με πάρει ο ύπνος”. Αργότερα επιβεβαιώνω την πληροφορία. Είναι αλήθεια. Μέσα σε αυτόν τον σωματώδη, φοβιστικό και επικίνδυνο άνθρωπο κρύβεται ένα φοβισμένο και πληγωμένο παιδί. Αυτό δεν είναι κάτι που θα μπορούσες να το καταλάβεις από την εμφάνισή του. Αυτό δε θα το βρεις γραμμένο στο φάκελό του. Αυτό για να το μάθεις, πρέπει να κάτσεις να τον ακούσεις. (Απόσπασμα από το βιβλίο)

Αναφέρεται ακόμα ο κομβικός ρόλος της κινδυνολογίας που υποστήριξαν οι εγκληματολόγοι Delulio, Fox και Blumstein στη δεκαετία του ’90, που προέβλεπαν την αύξηση της βίαιης εγκληματικότητας των εφήβων, την εμφάνιση των ‘”υπερεγκληματιών” (superpredators) και ένα επικείμενο λουτρό αίματος στους δρόμους της Αμερικής, φαινόμενα που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ αφού η βίαιη εγκληματικότητα των εφήβων βρίσκεται σε ύφεση από τα μέσα της ίδιας δεκαετίας, αλλά εν τούτοις αποτέλεσαν τη θεωρητική βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκαν σκληρότατες ποινικές μεταρρυθμίσεις για την παραδειγματική αντιμετώπιση ανήλικων παραβατών: θανατική ποινή (που απαγορεύτηκε μετά την υπόθεση Σίμμονς το 2005), ισόβια χωρίς δυνατότητα για άσκηση έφεσης (κάτι που καταρρίφθηκε μετά την υπόθεση Μίλλερ κατά Αλαμπάμα το 2012) και αντιμετώπιση παιδιών και εφήβων από το δικαστικό σύστημα ως ενήλικες. Ως αποτέλεσμα, σήμερα υπάρχουν 25 000 κρατούμενοι που έχουν καταδικαστεί σε ισόβια και θανατική ποινή για εγλήματα που διέπραξαν ως ανήλικοι.

Ο Γκαρμπαρίνο κάνει λόγο για την επικινδυνότητα των μακροχρόνιων ποινών στην ψυχολογία των κρατουμένων, ιδιαίτερα των νεαρότερων ατόμων, όπως και το τεράστιο ρίσκο που εμπίπτει από την σταδιακή ιδιωτικοποίηση των φυλακών και τονίζει πως η πρόληψη μέσα από κοινωνικές αλλαγές και η εφαρμογή προγραμμάτων σωφρονισμού έναντι της ακραίας εκδικητικότητας με την οποία λειτουργεί το παρόν σύστημα, είναι αναγκαία. Ο ψυχολόγος Craig Haney, δείχνει μέσα από τις έρευνές του ότι όσο μικρότερη είναι η ηλικία ενός κρατουμένου, τόσο χειρότερες αποβαίνουν οι επιπτώσεις της φυλακής στον ίδιο, ειδικά εάν δικαστεί ως ενήλικας και σταλεί σε φυλακές ενηλίκων όντας έφηβος. Κι αυτο, λόγω της απότομης εσωτερίκευσης της κουλτουρας της φυλακής, γεγονός που θα προκαλέσει τεράστιες δυσκολίες προσαρμογής μετά την αποφυλάκιση. Σε μία μελέτη της Linda Templin και των συναδέλφων της, βρέθηκε πως οι πλειονότητα των φυλακισμένων νεαρών ατόμων (τα δύο τρίτα των αγοριών και τα τρία τέταρτα των κοριτσιών) είχαν τόσα προβλήματα συμπεριφοράς που άνετα θα μπορούσαν να διαγνωστούν με μία ή περισσότερες ψυχιατρικές διαταραχές, όπως κατάθλιψη, χρόνια επιθετικότητα, διαταραχές της συμπεριφοράς κ.α..

Παράλληλα, καταγράφει τις ιδιόμορφες δυσκολίες που ενέχει η δουλειά του. Από τα χρόνια που πήρε να αναγνωριστεί ο ρόλος ενός ειδικού μάρτυρα ψυχολόγου στο δικαστήριο μέχρι την επιθετική αμφισβήτηση των ευρυμάτων του από τους εισαγγελείς κατά την εκδίκαση υποθέσεων, με το αντεπιχείρημα πως οι ψυχολογικές και κοινωνικές επιρροές στη συμπεριφορά των ανθρώπων συνιστούν απλά μια “δικαιολογία” ως προς τη διάπραξη εγκλημάτων. Όμως ο ίδιος γνωρίζει πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Θεωρεί πως η συμπόνοια και η αποφυγή της περιθωριοποίησης αυτών των ανθρώπων είναι σημαντικά στοιχεία για την ίδια την εξυγείανση της κοινωνίας. Τάσσεται αμετάκλητα κατά της θανατικής ποινής και καταδεικνύει την αδυναμία της φυλακής ως θεσμό να θεραπεύσει τα ψυχικά τραύματα που εξωθούν τους ανθρώπους στη βία. Κανείς δε γεννιέται εγκληματίας. Όμως κάποιοι εκτίθενται σε ένα τοξικό περιβάλλον που τους σπρώχνει σε αυτη την κατεύθυνση. Κι αυτό τον κάνει να αμφισβητήσει την ίδια την ισότητα απέναντι στον νόμο λέγοντας: “Οι πλούσιοι και οι φτωχοί θα θεωρηθούν το ίδιο παραβατικοί αν κλέψουν ενα καρβέλι ψωμι. Ποιός απ’ τους δύο όμως ειναι πιο πιθανόν να γίνει κλέφτης; Ποιός απ’ τους δύο είναι περισσότερο πιθανόν να καταδικαστεί για κάτι τέτοιο;” Και μ’ αυτό καταρρίπτει την κυρίαρχη αντίληψη πως η παραβατική συμπεριφορά αποτελεί θέμα ατομικής επιλογής σε μία δεδομένη συνθήκη.

Η προσέγγισή του παραμένει αμετανόητα ανθρωποκεντρική δείχνοντας τον ανθρώπινο πόνο, το κουρέλιασμα, την απόλυτη εξαθλίωση που πληγιάζει τις φτωχογειτονιές της Αμερικής και που εν τέλει οδηγεί ανθρώπους στη φυλακή μετά από κάποια τραγωδία. Μιλάει για τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε ψυχολόγο και κρατούμενο, που είναι μία σχέση που ξεκινάει από τη συμπόνοια και ξεπερνά κάποιες φορές τα όρια της πατρικής αγάπης, αφού το δέσιμο με κάποιους ανθρώπους είναι αναπόφευκτο. Ο ίδιος είχε διατηρήσει μακροχρόνια αλληλογραφία με ένα δεκατριάχρονο δολοφόνο, ο οποίος μετά από δύο δεκαετίες τον θεωρούσε πλέον πατέρα του και υπέγραφε όλα τα γράμματά του με τη φράση: “Ο χαμένος σου γιός”. Ο Γκαρμπαρίνο ήταν το μοναδικό ανδρικό πρότυπο στη ζωή του που παρείχε στήριξη σε εκείνον μέσα και έξω από τη φυλακή, ξεκινώντας από μία πολύ τρυφερή ηλικία. Κουβαλώντας ένα παράπονο για όλους αυτούς που δεν μπόρεσε να βοηθήσει, δείχνει πως τα όρια ανάμεσα στη φυλακή και την ελευθερία δεν ειναι τόσο ευδιάκριτα όταν ένα κομμάτι του εαυτού σου μένει με αυτούς που δεν τους δόθηκε ποτέ καμία ευκαιρία. Μια φορά, φεύγοντας από μία φυλακή μετά από συνάντηση με τρεις θανατοποινήτες, έκλαιγε καθ’ όλη την τρίωρη διαδρομή προς το αεροδρόμιο σκεπτόμενος ότι ενώ ο ίδιος επιστρέφει στην ελευθερία και στη ζωή του, οι άνθρωποι που του εμπιστεύονται τις πιο απόκρυφες πτυχές της ζωής τους δεν πρόκειται να βγουν μέσα από τη φυλακή παρα μόνο νεκροί. Αυτό που δεν μπορεί να κρύψει ο Γκαρμπαρίνο, είναι το συναίσθημα: νιώθει συμπόνοια και αγάπη, χωρίς όμως να ευτελίζει την πολυπλοκότητα του συναισθήματος, χωρίς να υποτιμά τη δυσκολία να φτάσει σε αυτό κυρίως λόγω της ειδεχθούς φύσης κάποιων εκγλημάτων. Ο ίδιος ξεκαθαρίζει, απολογητικά πολλές φορές, σε διάφορα σημεία του βιβλίου, πως δεν δικαιολογεί κανένα έγκλημα και καμία απάνθρωπη συμπεριφορά που στερεί τη ζωή και την αξιοπρέπεια σε άλλους ανθρώπους, ασχέτως με τη στάση που επέλεξε να διατηρεί απέναντι στους κρατουμένους.

“Μου πήρε χρόνια να κάτσω κάτω και να σου γράψω αυτό το γράμμα. Ακόμα και τώρα οι λέξεις με απογοητεύουν. Είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να πω σε σένα και την Κλαιρ (σημ.:ψυχολόγος-συνεργάτης του Γκαρμπαρίνο), τόσα πολλά πράγματα. Μου λείπετε και οι δύο. Μου λείπει το συναισθηματικό μας δέσιμο, η αγάπη που μοιραστήκαμε και η αίσθηση οικογένειας που είχαμε τότε. Είναι πολύ δύσκολο για μένα να γράψω αυτό γράμμα. Νιώθω τόση ντροπή, που κάθομαι πάλι στη φυλακή στα 31 μου χρόνια και αφήνω τη ζωή μου να πάρει ξανά αυτη την τροπή… Αλλά μετά από όλα αυτά είμαι ακόμα γεμάτος ελπίδα. Δεν θα τελειώσει εδώ η δική μου ιστορία…. Ο χαμένος σου γιός είναι ακόμα ένα έργο σε εξέλιξη. Το ταξίδι συνεχίζεται.  Με αγάπη, Τζον Κρίστιανσον.”

Του έγραψα πίσω επιβεβαιώνοντάς του πως ακόμα νοιάζομαι για εκείνον ζητώντας περισσότερες πληροφορίες. Μου απάντησε γρήγορα, περιγράφοντας πώς έκοψε τους δεσμούς του με τη συμμορία και τον μετακίνησαν σε μία άλλη ακτίνα της φυλακής που διατίθεται σε πρώην μέλη συμμοριών, όπου υπάρχει η ανάλογη κοινωνική και ψυχολογική απόσταση που απαιτείται για να υπάρξει για θεραπεία και αλλαγή- για να ανακατευθύνει το ταξίδι του. Στο γράμμα μου που ακολούθησε του υποσχέθηκα πως θα τον επισκευτώ στη φυλακή και πως κρατάω την πόρτα ανοιχτή για να γίνει κάτι περισσότερο από τον “χαμένο” μου γιο. Είχα ξεκινήσει να ελπίζω ξανά για τον Τζον και θα του προσφέρω όποια στήριξη χρειαστεί. Τίποτα δεν είναι σίγουρο, αλλα υπάρχει ελπίδα. Αυτό ένιωσα όταν τον επισκέφτηκα τον Οκτώβρη του 2014 και παρατήρησα την εμφανή αλλαγή στην συνειδητότητά του. Ο χρόνος θα δείξει πού θα τον οδηγήσει αυτό. Εκείνος ελπίζει, κι εγώ συμπορεύομαι μαζί του στο ταξίδι του. (Απόσπασμα από το βιβλίο)

Θεωρώ πως στην παρούσα χρονική στιγμή βρισκόμαστε εν μέσω μίας συντηρητικοποίησης του λόγου γύρω από τις φυλακές, την παραβατικότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα, γεγονός που καταδεικνύει πως επείγει να ξεκινήσει ένας δημιουργικός διάλογος για μία ουσιαστική μεταρρύθμιση που θα οδηγήσει σταδιακά στην κατάργηση των φυλακών με στόχο την εύρεση εναλλακτικών μεθόδων σωφρονισμού στη βάση της πρόληψης της βίας, που δεν θα στερούν την εξέλιξη και την αξιοπρέπεια των παραβατών αλλά δεν θα ρισκάρουν και την ασφάλεια της κοινωνίας, μεταρρυθμίσεις πέρα από το εμποτισμένο με ρατσισμό θέατρο του δικαστηρίου, τις κερδοσκοπικές βλέψεις ιδιωτικών εταιριών και τα εκδικητικά ποινικά μοντέλα που στοχοποιούν τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Αντί για περεταίρω αυστηροποίηση του νομικού πλαισίου, οφείλουμε να επιστρέψουμε πίσω στην αμφισβήτηση και το διάλογο. Αλλά κυρίως να μην ξεχάσουμε τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω από τα τείχη της φυλακής, που βλέπουν τα χρόνια να περνάνε χωρίς να λαμβάνουν καμία ουσιαστική στήριξη ή βοήθεια και να κάνουμε ό,τι μπορούμε γι’ αυτούς. Ας ξεκινήσουμε να ακούμε αυτά που έχουν να πουν.

Στηρίξτε το omniatv:

Σχόλια

0 0 votes
Βαθμολογία άρθρου
Subscribe
Notify of
guest
0 Σχόλια
Inline Feedbacks
View all comments
Μετάβαση στο περιεχόμενο