Εκλογές ΗΠΑ 2020 : Παίζει και να μην γίνουν;

Όταν στο τρίτο άρθρο αυτής της -εντελώς άτακτης ως προς την χρονική της συνέπεια- σειράς έγραφα “Αν δεν βοηθήσει ο … Κορονοϊός, οι Ρεπουμπλικάνοι θα παραταχθούν πίσω από τον Τραμπ” σε καμιά περίπτωση δεν είχα φανταστεί τι θα ακολουθούσε. Ήταν μια αστειότητα και όχι προφητεία. Τούτου λεχθέντος, μπορούμε να προχωρήσουμε παρακάτω.

Σύνδεση με τα προηγούμενα

O Μπέρνι Σάντερς την έκανε από την κούρσα διεκδίκησης του υποψηφίου των Δημοκρατικών σχεδόν ταυτόχρονα με την εξάπλωση του ιού στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι απολύτως δεδομένο (λόγω ηλικίας) ότι δεν έχει πια καμιά ελπίδα να διεκδικήσει ούτε το χρίσμα των Δημοκρατικών, ούτε την Προεδρία το 2024. Παρά το γεγονός ότι παραμένει ενεργός πολιτικά, στηρίζοντας υποψηφίους, απαντώντας στην επικαιρότητα που τρέχει και διατηρώντας την θέση του μέντορα στην ομάδα των Δημοκρατικών Σοσιαλιστών, είναι εντελώς σαφές ότι δεν έχει πια την “βαρυτική δύναμη” που ασκούσε στο πρόσφατο παρελθόν στο κοινωνικό τοπίο των ΗΠΑ.

Ως άμεση συνέπεια του παραπάνω, προέκυψαν δύο εξαιρετικά κρίσιμες εξελίξεις. Η πρώτη είναι φυσικά η παντοδυναμία του Τζο Μπάιντεν (ως μοναδικού διεκδικητή, άρα και σίγουρου για το χρίσμα) και η αγωνιώδης αναζήτηση του επιτελείου των Δημοκρατικών για το “ιδανικό του ταίρι” στη θέση της/του Αντιπροέδρου. Αυτή η αναζήτηση είναι ακόμα σε εξέλιξη, με τις περισσότερες πιθανότητες να οδηγούν σε σχετικά νέα, μαύρη γυναίκα. Είτε πρωταγωνίστρια της κούρσας για το χρίσμα (βλέπε Καμαλα Χάρις), είτε με “κινηματικές περγαμηνές” (ακούγονται πολλές στην λεγόμενη “βραχεία λίστα”). Για το που θα κάτσει τελικά η μπίλια, ο ίδιος ο Μπάιντεν και το δικό επιτελείο θα έχουν τον τελευταίο λόγο. Τόσο ως προς τι προσδοκούν να φέρει η κάθε υποψήφια, όσο -κυρίως- στο ποιος θα είναι ο ρόλος της στην διακυβέρνηση της χώρας μετά την επιδιωκόμενη εκλογική νίκη. Πέραν της κατάρρευσης του μύθου του “διακοσμητικού αντιπροέδρου” -που τελείωσε επί της Προεδρίας Μπους νεότερου με την εμφάνιση του Ντικ Τσέινι– στην περίπτωση του Μπάιντεν συντρέχει ακόμα ένας λόγος “ισχυρής προσωπικότητας” στο ρόλο αυτό. Κι αυτός είναι ότι κάθε νοήμων Αμερικανός θεωρεί πολύ πιθανόν το “νούμερο δύο” του ψηφοδελτίου να κυβερνήσει στην περίπτωση που ο Πρόεδρος Μπάιντεν πάθει ένα εγκεφαλικό κατά τη διάρκεια της θητείας του. Όπως και να ‘χει αυτή η διαδικασία πρέπει να “κλειδώσει” άμεσα, αφού βρισκόμαστε μια ανάσα από το Συνέδριο των Δημοκρατικών -όπως κι αν αυτό γίνει- και κάτω από 100 μέρες πριν τις εκλογές του Νοεμβρίου.

Η δεύτερη κρίσιμη εξέλιξη αφορά την πλήρη απεμπλοκή του ριζοσπαστικότερου και πιο δυναμικού κομματιού της Αμερικανικής κοινωνίας από την ελπίδα της “Προεδρίας Σάντερς”. Όσο αυτό το όραμα παρέμενε σε ισχύ, οι εμπλεκόμενοι αναγκάζονταν σε μεγάλο βαθμό να “παίζουν εντός πλαισίου” με ό,τι μπορεί να σήμαινε αυτό. Η συγχρονικότητα της αποχώρησης Σάντερς με την επέλαση του κορονοϊού, οι επιπτώσεις που προέκυψαν από την πανδημία στα μέτωπα της καθημερινής επιβίωσης των “από τα κάτω”, αλλά κυρίως η στυγερή δολοφονία του Τζώρτζ Φλόιντ -σε συνδυασμό με την βιντεοσκόπησή της- επανέφερε αυτές τις δυνάμεις εκεί όπου πάντοτε ανήκαν: στο δρόμο. Υπό μια νέα συνθήκη όμως, με την ευρύτερη κοινή γνώμη να μην τις θεωρεί ακριβώς “ακραίες” ή “περιθωριακές”, παρά την ιδιαίτερα στοχευμένη προπαγάνδα εναντίον τους και την άγρια καταστολή που δέχονται ακόμη.

Φτάνοντας επιτέλους στο σήμερα, ο Μπάιντεν -εκτός από την επιλογή Αντιπροέδρου που αναφέρθηκε πριν- όσο λιγότερα κάνει, τόσο το καλύτερο γι αυτόν. Το επιτελείο του ποντάρει ολοφάνερα στο γεγονός ότι ακόμα κι οι πιο σκληροί antifa θα κατέβουν να ψηφίσουν ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ αντί-Τραμπ επιλογή υπάρξει, ακόμα και κλείνοντας τα μάτια και την μύτη τους. Άρα, οι άνθρωποί του μπορούν άνετα να “κεντράρουν” την ρητορική τους στην επίκληση της “λογικής” και της “ενσυναίσθησης” του υποψηφίου τους για να τραβήξουν εκείνες τις κατηγορίες ψηφοφόρων που ξυπνούν απότομα από το “υγρό όνειρο” του “make/keep america great /again” στον εφιάλτη μιας πραγματικότητας με επερχόμενες εξώσεις, τρομακτική ανεργία και πιθανούς εξοντωτικούς λογαριασμούς ιατρικής περίθαλψης αν προσβληθούν από τον Covid-19.

To προσωπείο του “σοβαρού” Τραμπ

Για την περίπτωση Ντόναλντ Τραμπ θα ξεκινήσουμε αντίστροφα, δηλαδή από το σήμερα. Και συγκεκριμένα την Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020, όταν -μετά από κατάλληλη προετοιμασία– άφησε ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο αναβολής των εκλογών του Νοεμβρίου. Δεν έχει την παραμικρή σημασία το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι δική του απόφαση, αλλά συνταγματικά κατοχυρωμένη αρμοδιότητα του Κογκρέσου. Ούτε φυσικά τον ενδιαφέρει το ιστορικό προηγούμενο (οι εκλογές δεν έχουν μετακινηθεί ποτέ στην Ιστορία των ΗΠΑ οτιδήποτε και αν συνέβαινε κατά τον χρόνο διεξαγωγής τους). Όμως με ένα πολύ παράξενο τρόπο αυτή η τακτική αμφισβήτησης της εκλογικής διαδικασίας -ή ακόμα και του αποτελέσματός της- που δεν την λες και καινούρια για τον Τραμπ, συνδέεται με κάτι άλλο ή για την ακρίβεια το έχει ως προαπαιτούμενο. Κι αυτό είναι η παραδοχή ότι ο Covid-19 είναι τόσο επικίνδυνος ώστε να δικαιολογεί ακόμα και την αναβολή της διεξαγωγής των εκλογών.

Μέχρι πριν από μερικές βδομάδες, ο πρόεδρος της ισχυρότερης χώρας του πλανήτη έλεγε -σε κάθε τόνο- το ακριβώς αντίθετο, όσο κι αν η πραγματικότητα τον διέψευδε με τραγικό τρόπο. Απεχθανόταν την μάσκα, τρολάριζε (ή και όχι, πιθανότατα εννοούσε κατά λέξη όσα έλεγε ή έγραφε κι όταν έπεφτε κράξιμο ισχυριζόταν ότι το έκανε για να τρολάρει τους δημοσιογράφους) στις συνεντεύξεις τύπου με τους λοιμοξιολόγους, κινητοποιούσε τους οπαδούς του για την “επανεκκίνηση των ΗΠΑ” με εμπρηστικές παραινέσεις, μετέφερε το Συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων που θα του έδινε το χρίσμα ώστε να μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς “ενοχλητικούς” περιορισμούς και συστηματικά προσπάθησε να “μαγειρέψει” τα στατιστικά των κρουσμάτων με μεταφορές αρμοδιοτήτων, όπως και να σταματήσει τα τεστ ανίχνευσης του Κορονοϊού στις ΗΠΑ.

Και ξαφνικά ένα πρωί “σοβάρεψε”, φόρεσε (έστω και απρόθυμα) μπροστά στις κάμερες την μάσκα, ανέβαλλε το Συνέδριο, άλλαξε τον επικεφαλής της προεκλογικής του εκστρατείας (χρεώνοντάς του την καταστροφή της Τάλσα) και ανακάλυψε την “ασφάλεια” των ψηφοφόρων. Συνδυάζοντάς την πολύ καλά με την διασπορά του φόβου στη suburbia.

Μια ενδιάμεση -προαπαιτούμενη επίσης- στάση αφορούσε την αποδυνάμωση της επιστολικής ψήφου, που αποτελεί επίσης μια μακρόχρονη παράδοση της χώρας. Εδώ το πράγμα ήταν πιο εύκολο, αφού ακόμα και στις εκλογές του 2016 που κέρδισε (λόγω του συστήματος του Εκλεκτορικού Συμβουλίου που έχουμε αναφέρει στο πρώτο άρθρο της σειράς) είχε ισχυριστεί ότι οι ψήφοι προς την Χίλαρι Κλίντον ήταν προϊόν νοθείας για να δικαιολογήσει την επικράτηση της στο “πανεθνικό” επίπεδο.

Η απόσταση του Ντόναλντ Τραμπ από κάθε μορφή πραγματικότητας, η οποία δεν συμφωνεί με το προσωπικό του συμφέρον είναι εδώ και πολύ καιρό πασιφανής. Αυτό που είναι όμως εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι η τρομακτική προσπάθεια που κάνει το περιβάλλον του να ενστερνιστεί ή και απλώς να αντέξει ή να “καταπιεί” την τραγελαφική -αλλά και πολύ επικίνδυνη- πραγματικότητα που ο ίδιος δημιουργεί και επιβάλλει κάθε φορά.

Αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στους δύο τύπους ανθρώπου που συντηρούν αυτή την παράνοια. Από την μια, έχουμε ανθρώπους-χαρτομάντηλα σε κομβικές θέσεις ευθύνης. Πρόσωπα που δέχονται να λερωθούν ή να τσαλακωθούν από τα χέρια του Προέδρου, αρκεί στο διάστημα που είναι δίπλα του να αποκομίζουν οφέλη (ή) και να επενδύουν ακόμα και στην αποπομπή τους έναντι ενός πολύ καλού ντιλ (όπως “αποκαλυπτικού” βιβλίου). Από την άλλη, έχουμε τον χειρότερο “εσμό” της λευκής φυλής και “υπεροχής”. Ρατσιστές, σεξιστές, (νεο)φασίστες, θρησκόληπτους, αλλά και τα χειρότερα τσακάλια της “ελεύθερης” αγοράς, που ταυτίζονται μαζί του. Όχι μόνο ιδεολογικά, αλλά και με κάποιο είδος νοσηρής και (αυτο)καταστροφικής σχέσης.

Πραγματικά, δεν μπορώ να ισχυριστώ ποιο είδος είναι το χειρότερο. Αυτό που νομίζω ότι αξίζει να προστεθεί εδώ είναι το γεγονός ότι αυτός ο αλλοπρόσαλλος -σχεδόν όσο κι ο Πρόεδρός του- κοινωνικός “συνασπισμός” δείχνει ακόμα να διατηρεί μια σημαντική δύναμη, αφού οι δημοσκοπήσεις -μετά από όσα τερατώδη έχουν γίνει- δίνουν σήμερα στον Τραμπ ένα “πάτωμα” της τάξης του 40%, κατά τρεις μονάδες ανώτερο από το ιστορικό χαμηλό του. Αρκεί ο χρόνος μέχρι τις εκλογές για να ρηγματώσει αυτό το “μπετό” και μάλιστα τόσο πολύ ώστε να μην μπορεί να “παίξει” καθόλου με το αποτέλεσμά τους ο Τραμπ; Εντελώς απίθανο δεν το λες, αλλά προσωπικά πολύ αμφιβάλλω…

Κλείνοντας, η πιθανότητα οι Αμερικανικές Εκλογές να ΜΗΝ γίνουν τον Νοέμβριο, είναι -κατά την γνώμη μου για πρώτη φορά- αρκετά ορατή. Το τι θα επιφέρει ένα ακόμα “Τράμπειο Ιστορικό Πρωτοφανές” -εφόσον τελικά πραγματοποιηθεί- είναι κυριολεκτικά στη σφαίρα του άγνωστου. Όσο για το αν ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα αποδειχθεί τελικά κακό ή καλό, είναι ζήτημα κοινωνικής δυναμικής και προοπτικής. Η Προεδρία του μας έχει δώσει τα πάντα.

Σε κάθε περίπτωση το σκηνικό έχει στηθεί και το ερώτημα είναι: Θα δούμε πρεμιέρα;

Στηρίξτε το omniatv:

Σχόλια

5 3 votes
Βαθμολογία άρθρου
Subscribe
Notify of
guest
0 Σχόλια
Inline Feedbacks
View all comments
Μετάβαση στο περιεχόμενο