Η πολιτική ορθότητα ως αντιφεμινιστικό όχημα

Η πολιτική ορθότητα απασχολεί τον δημόσιο λόγο εκ νέου αυτή τη δεκαετία που διανύουμε, παράγοντας ωστόσο νέες αντιδράσεις, αντιστάσεις και νοήματα σε σχέση με το παρελθόν. Παρακάτω θα επιχειρηθεί μια αναλυτική παρουσίαση του όρου, των καταβολών και των συνδηλώσεων που έχει αποκτήσει μέσα στα χρόνια σε σχέση με το φύλο. Πότε γεννήθηκε, πώς εξελίχθηκε, πώς χρησιμοποιήθηκε, πώς χρησιμοποιείται, και γιατί τόσο εχθροί όσο και φίλοι της πολιτικής ορθότητας, είναι συχνά, με έναν τρόπο, ενάντια στην ουσία του φεμινισμού.

ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΡΘΟΤΗΤΑΣ

Αν επιχειρήσουμε να πραγματοποιήσουμε μια γενεαλογία της πολιτικής ορθότητας, οι απαρχές της ίσως θα μας εκπλήξουν. Σύμφωνα με τον Perry (1992) η πολιτική ορθότητα σαν λέξη, αρχικά, προέκυψε σαν αγγλική μετάφραση του Κόκκινου Βιβλίου του Μάο Τσε Τουνγκ την δεκαετία του 1930 και αφορούσε την κομματική πειθαρχία των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η σημασία της γέννησης της λέξης μέσα σε κομμουνιστικούς κόλπους, ίσως αφορά άμεσα τις πολιτικές διαμάχες που δημιούργησαν αργότερα τα νέα της σημαινόμενα.

Την δεκαετία του 1960 ο όρος επανέρχεται στο προσκήνιο στις ΗΠΑ, καθώς τα κινήματα της Νέας Αριστεράς (New Left) δανείζονται τον όρο, εντάσσοντάς τον πλέον σε ένα πλαίσιο αλλαγής της ρητορικής στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Ακολουθούν δυο άλλες περίοδοι: αυτή του 1980, κατά την οποία ο όρος αλλάζει χέρια και περνά σε αυτά των Ρεπουμπλικανών και η περίοδος που διανύουμε σήμερα.

Η διαφορά που παρατηρείται μεταξύ των δυο περιόδων, 1980 και 2010-σήμερα, είναι ότι στην πρώτη περίοδο ο όρος δεχόταν κριτική ανοιχτά, όπως και οι ίδιες οι φεμινίστριες. Σήμερα, ο όρος υιοθετείται πλατιά, με «χιουμοριστικές» όποτε χρειάζεται συνδηλώσεις, προκειμένου να γελοιοποιηθεί το φεμινιστικό κίνημα, χωρίς ωστόσο να γίνουν ευθείες επιθέσεις σε αυτό. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη επιλογή των κυρίαρχων που τους καθιστά πολιτικά ορθούς και, συνεπώς, ηθικά άμεμπτους, ενώ την ίδια ώρα διεξάγουν έναν υπόγειο στρατηγικό πόλεμο εσωτερίκευσης της καταστολής και παγίωσης της πατριαρχίας (Ashleigh Harris, 2003: 92). Ωστόσο, όπως θα δούμε στη συνέχεια, πρόσωπα της πολιτικής σκηνής σήμερα, δεν διστάζουν να αντλήσουν και από τα δυο ρεπερτόρια, και από αυτό της γελοιοποίησης και από αυτό της κριτικής.

Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1980 ΣΤΙΣ ΗΠΑ ΚΑΙ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΓΔΑΝΟΣ

Τη δεκαετία του 1980, ο όρος πολιτική ορθότητα επανεισάγεται νοηματικά από́ τους συντηρητικούς στις Η.Π.Α. ως έκφραση μιας φιλελεύθερης ανησυχίας. Στην ουσία ο πολιτικός αυτός λόγος δεν ήταν φιλελεύθερος αλλά βαθιά συντηρητικός. Το φανερό1 σενάριο του λόγου εκπροσωπούσε μια αντίδραση με στόχο την υπεράσπισή της ελευθερίας της έκφρασης και των δυτικών προτύπων που βάλλονταν από την Αριστερά. Το κρυφό σενάριο του πολιτικού αυτού λόγου, έχει ποικίλες προεκτάσεις και αποτελείται από μια αντιφεμινιστική ατζέντα που θίγει άμεσα τα δικαιώματα των γυναικών, προσβάλει τις διεκδικήσεις του φεμινιστικού κινήματος και θέτει στο στόχαστρο τις θηλυκότητες.

Η εισαγωγή του όρου στη δημόσια σφαίρα από τους συντηρητικούς εκκινεί από μια θέση σύμφωνα με την οποία οι υπέρμαχοι της πολιτικής ορθότητας, περιστέλλουν το δικαίωμα τους στην ελεύθερη έκφραση. Όπως αναφέρει, ο Σταματίνης (2016), δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι επιλέχθηκε ένας όρος με την ιστορία του όρου της «πολιτικής ορθότητας», ένας όρος δηλαδή παρμένος από κομμουνιστικά και νεοκομμουνιστικά περιβάλλοντα. Ο όρος έχει αρνητικές συνδηλώσεις και χρησιμοποιείται για να μετατρέψει τα θύματα του ανεξέλεγκτου σεξιστικού λόγου σε θύτες, κατηγορώντας τους καταπιεσμένους για λογοκρισία, σε μια προσπάθεια να εσωτερικεύσει το υποκείμενο την ίδια την καταπίεση.

Η συγκρότηση αυτού του αφηγήματος από τη συντηρητική παράταξη αναμοχλεύεται και σήμερα. Το πολιτικό αυτό φάσμα οχυρώνεται πίσω από το αίσθημα της απειλής για την ελευθερία του λόγου, συνυφαίνοντας φιλελεύθερα δικαιώματα με ταυτόχρονα βαθιά συντηρητικές βλέψεις.

Στην Ελλάδα χαρακτηριστικό παράδειγμα στην πολιτική σκηνή αποτελεί ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Μπογδάνος. Μιλώντας το 2019 σε τηλεοπτική εκπομπή, αυτοπροσδιοριζόμενος ως «συντηρητικός πατριώτης, φιλελεύθερος και ορθόδοξος», έκανε λόγο για «βίγκαν, λεσβίες, αναρχικές, μπαχαλοσατανίστριες μάγισσες»Θέλοντας μάλιστα να επεξηγήσει την αναφορά του ανέφερε ότι πρόκειται για «διάφορες γκρούπες βίαιου και υπερμειονοτικού δικαιωματιστικού ακτιβισμού υποστηριζόμενου από τη παγκόσμια Νεα Αριστερά, που θέλουν να επιβάλουν την λεσβιακή βιγκανικότητα τους με τη βία».

Αυτός ο πολιτικός λόγος αποτελεί μια πιστή αναπαραγωγή του σχήματος που δημιουργήθηκε στις ΗΠΑ από τους Ρεπουμπλικάνους. Αρχικά συνυφαίνει το φιλελευθερισμό με τον συντηρητισμό (συντηρητικός πατριώτης, φιλελεύθερος), ενώ επιχειρεί να θέσει εκτός ανταγωνισμού το φεμινιστικό κίνημα προσδίδοντας του βίαια (μπαχαλό-) και μεταφυσικά χαρακτηριστικά (σατανίστριες), μετατρέποντας το εκτός από θύτη και σε κάτι το οριακά μη ανθρώπινο – σε κάθε περίπτωση υπερφυσικό, αν όχι «αφύσικο». Παράλληλα, αναφερόμενος σε μάγισσες αναδεικνύει την βαθιά επιθυμία του να επιτεθεί στις φεμινίστριες και όχι να διαφυλάξει την ελευθερία του λόγου. Η λέξη μάγισσα παρουσιαζόμενη σε μια επιχειρηματολογία ενάντια στο φεμινισμό, επαναφέρει αιματηρές προκαταλήψεις του παρελθόντος, με τις ρίζες της να βρίσκονται στον 16ο και 17ο αιώνα και το κυνήγι των μαγισσών.

Μάλιστα, σύμφωνα με την Α. Harris (2003) αυτός ο πολιτικός λόγος των νεοσυντηρητικών, όταν γίνεται εξόφθαλμα μη πολιτικά ορθός και δέχονται κριτική, στρέφονται και πάλι στη φιλελεύθερη δημοκρατία και την πολυπολιτισμικότητα. Πιο συγκεκριμένα, επιδιώκουν σεβασμό για τη διαφορετικότητά τους – όπως αποκαλούν την έκφραση σεξιστικών σχολίων – όπως οι υπόλοιποι διεκδικούν σεβασμό απέναντι στο γυναικείο φύλο και λοιπές ομάδες που βιώνουν την έμφυλη καταπίεση.

Το παραπάνω απόσπασμα από το λόγο του Κωνσταντίνου Μπογδάνου μπορεί να συνιστά για πολλούς μια επιχειρηματολογία εκτός του ορθού λόγου και των επιχειρημάτων, ένα «παραλήρημα». Παρά το γεγονός ότι ενδεχομένως αντιλαμβάνεται ότι αυτό δε συνεισφέρει στην έλλογη επιχειρηματολογία του, του προσφέρει ωστόσο μια επιθυμητή αρνητική δημοσιότητα. Αυτό γίνεται με στόχο την αναθέρμανση του πολιτικού κλίματος της εποχής και τη δημιουργία νέου πολιτικού κεφαλαίου και πόλωσης. Παράλληλα δημιουργεί μια διαμάχη γύρω από την πολιτική ορθότητα, προσφέροντας μια σύγχυση στο δημόσιο λόγο σχετικά με τους όρους. Έτσι οι συντηρητικοί έχουν την ευκαιρία να σχετικοποιήσουν και άλλους όρους, πέραν της πολιτικής ορθότητας, όπως ο σεξισμός και η έμφυλη βία, καθιστώντας τες ρευστές σαν έννοιες, και εν τέλει «ασήμαντες».  

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΘΟΤΗΤΑ ΩΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΠΙΕΣΗΣ

Σύμφωνα με τον Φουκώ, «ο Διαφωτισμός που ανακάλυψε τις ελευθερίες, ανακάλυψε και τις πειθαρχίες» (1984:211). Η άποψη αυτή μπορεί να ειδωθεί αναλογικά και στην περίπτωση των σύγχρονων δημοκρατιών σε συνάρτηση με την πολιτική ορθότητα. Μεταπολεμικά, μέσα από τον αγώνα που έδωσαν οι φεμινίστριες κερδήθηκαν δικαιώματα μέσα από ένα φιλελεύθερο πλαίσιο που συμπεριλάμβανε και την πολιτική ορθότητα. Ο φεμινισμός όμως φαίνεται πως κέρδιζε δικαιώματα, όσο μια λανθάνουσα πατριαρχία επιβίωνε πίσω από τις ορθές λέξεις, καθώς λίγες δεκαετίες μετά παρατηρούμε τα φαινόμενα έμφυλης βίας και μισογυνισμού να εντείνονται.

Η πολιτική ορθότητα έχει θέσει ως προτεραιότητα της την αλλαγή του τρόπου με τον οποίο επικοινωνούμε. Ωστόσο πριν από αυτό δεν μερίμνησε να πείσει τον κόσμο για την χρησιμότητα και τη σημασία της. Ως εκ τούτου δημιούργησε από την αρχή πιστούς εχθρούς στην συντηρητική παράταξη με αποτέλεσμα, ενόσω ασκούσε πίεση στον σεξισμό στο δημόσιο λόγο, στον ιδιωτικό βίο αυτός αναπαραγόταν ιδεολογικά λόγω της απαγόρευσης που είχε επιβληθεί στον δημόσιο. 

Οι πατριαρχικές αντιλήψεις παραμένουν, έστω στον ιδιωτικό βίο, όσο η πολιτική ορθότητα επιβάλει τον αποκλεισμό τους στο δημόσιο βίο. Αυτός ο αποκλεισμός όμως, αναπαράγει μια καταπίεση η οποία έρχεται να προστεθεί στην ήδη προβληματική αφετηρία της πατριαρχίας με την οποία είναι εμποτισμένος κυρίαρχα ο ανδρικός πληθυσμός. Η ιεροποίηση του πολιτικά ορθού λόγου στο δημόσιο βίο και στους νόμους του κράτους δημιούργησε έναν πουριτανισμό γύρω από τις λέξεις για το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Ο πουριτανισμός έχει αποτελέσει διαχρονικά μια πηγή πατριαρχικής καταπίεσης των αγοριών που οδηγεί στη βία και την αναπαραγωγή της κυριαρχίας. Αυτή η βία και ο πουριτανισμός ωστόσο πηγάζουν από την νεαρή ηλικία και αποτελούν κομμάτι των πατρογονικών χαρακτηριστικών των ανδρών.

Η μικροφυσική της εξουσίας, έννοια την οποία ανέπτυξε ο Φουκώ, υποστηρίζει ότι τα σύγχρονα υποκείμενα υιοθετούν κοινωνικές νόρμες, εσωτερικεύοντας την υπάρχουσα ατζέντα που έχει δώσει η κοινωνία, ως προϊόν των σχέσεων εξουσίας. Έτσι και για την Harris (2003:93), το ιδεολόγημα της «κενής-ουδέτερης» πολιτικής ορθότητας μπορεί να αποτελέσει μια τέλεια κατάσταση κυριαρχίας μέσα από κανόνες μιας μικροφυσικής της εξουσίας, καθώς δε μπορεί να υπάρξει ουδέτερη γλώσσα που να μην επηρεάζεται ή διαμορφώνεται από πολιτική ατζέντα.

Οι φεμινίστριες βρίσκονται εγκλωβισμένες μέσα σε μια ανδρόπλαστη2 λέξη, οριζόμενη από τους κυρίαρχους άνδρες στην οποία οφείλουν τρόπον τινά να συμμετέχουν. Συμμετέχουν στο παιχνίδι της πολιτικής ορθότητας, γιατί θέλουν να συνεχίσουν να παρεμβαίνουν στον δημόσιο λόγο και να αντιπαρατίθενται στον σεξιστικό λόγο. Το αποτέλεσμα καμιά φορά ωστόσο είναι μια εσωτερίκευση της καταστολής της γλώσσας που καλλιεργεί η πολιτική ορθότητα, που εν τέλει αντί να δημιουργεί προϋποθέσεις χειραφέτησης και απελευθέρωσης, προκαλεί συχνά νεα ζητήματα.

Η πολιτική ορθότητα, όπως κυριαρχεί στο δημόσιο λόγο, διαστρεβλώνει το αποδεκτό και το μη αποδεκτό στο δημόσιο λόγο, τείνει να καταστέλλει τη γλώσσα και έτσι οι φεμινίστριες εγκαλούνται άδικα για τη χρήση ενός λόγου, που στην τελική είναι συμπεριληπτικός και ακριβής, και σε κάθε περίπτωση μη βίαιος.


1. [κρυφό και φανερό σενάριο]: Όρος του James C. Scott, που διατύπωσε τη διάκριση μεταξύ φανερού και κρυφού σεναρίου στον πολιτικό λόγο. Μπορεί να ειδωθεί αναλογικά με αυτόν του διπλού λόγου στα φασιστικά κόμματα, με την παράλληλη χρήση α) μιας καθαρά φασιστικής ιδεολογικής διδασκαλίας για τους μυημένους, η οποία όμως δεν αναπαράγεται δημόσια παρά μόνο με υπονοούμενα και συμβολικές παραπομπές και β) του δημόσιου λόγου της οργάνωσης, όπου χρησιμοποιούνται στρογγυλεμένες φραστικές εκδοχές για να μην αποξενώσουν αμέσως το ευρύτερο κοινό όπου στοχεύει.

2. [ανδρόπλαστος]: manmade, στο προτύπο (Spender,1980)


Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Ashleigh, Harris. From Suffragist to Apologist: The Loss of Feminist Politics in a Politically Correct Patriarchy. Journal of International Women’s Studies, Volume 4, Issue 2, April 2003.

Foucault, Michel. “Panopticism.” The Foucault Reader: An Introduction to Foucault’s Thought. Harmondsworth: Penguin, 1984.

Perry, Ruth, “A Short History of the Term Politically Correct,” 2014

Spender, D. Man Made Language. London: Routledge, 1980.

Μισέλ, Φουκώ. Επιτήρηση και Τιμωρία: η γέννηση της φυλακής. Αθήνα: Πλέθρον, 2011.

Στηρίξτε το omniatv:

Σχόλια

3 6 votes
Βαθμολογία άρθρου
Subscribe
Notify of
guest
0 Σχόλια
Inline Feedbacks
View all comments
Μετάβαση στο περιεχόμενο