Ατελείωτες ώρες πληκτρολόγησης και αναρίθμητα copy-paste έχουν σπαταληθεί από τα κυβερνητικά τρολ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να δημιουργήσουν μια μαγική εικόνα, κατά την οποία η Ελλάδα λειτουργεί με τις αρχές του κράτους δικαίου και απλά κάποιοι «υποκινούμενοι» κάνουν πολλή φασαρία γιατί υπηρετούν «αλλότριους σκοπούς».
Χρειάστηκαν μόνο δύο παράγραφοι να γραφτούν, υπό την επίβλεψη του υπουργού Δικαιοσύνης, Γιώργου Φλωρίδη, ο οποίος έχει τον αδελφό του, Βασίλη Φλωρίδη σε θέση Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για να φύγουμε από τα προσχήματα του «κράτους δικαίου» και να πάμε σε «σκοτεινές δίκες», εκ των πραγμάτων «κεκλεισμένων των θυρών» ακόμα κι αν γίνονται κατ’ όνομα «δημόσια», μέσα σε δύσκολα προσβάσιμες αίθουσες με πέντε άτομα.
Η «Ελλάδα 2.0» της «ψηφιακής διακυβέρνησης» και του «gov.gr» αποφάσισε λοιπόν να απαγορεύσει την άμεση γραπτή ανταπόκριση από τα δικαστήρια, με την εξής παράγραφο (τα έντονα δικά μας) :
Άρθρο 31 – Συμπερίληψη της μετάδοσης της δίκης μέσω διαδικτύου και της αποτύπωσης της δίκης σε γραπτό κείμενο μέσω ειδικού λογισμικού στις περιπτώσεις παράνομης μετάδοσης δίκης – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 8 ν. 3090/2002
Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 3090/2002 (Α’ 329), περί της τηλεοπτικής ή ραδιοφωνικής μετάδοσης και κινηματογράφησης ή μαγνητοσκόπησης της δίκης, αντικαθίσταται και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Απαγορεύεται η ολική ή μερική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως μέσω της τηλεόρασης, ραδιοφώνου, διαδικτύου και γενικά οποιουδήποτε τεχνολογικού μέσου, καθώς και η κινηματογράφηση, μαγνητοσκόπηση, ηχογράφηση και αποτύπωση της δίκης σε γραπτό κείμενο μέσω ειδικού λογισμικού που μετατρέπει τον προφορικό λόγο σε γραπτό, ενώπιον ποινικού, αστικού ή διοικητικού δικαστηρίου. Κατ’ εξαίρεση, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τις ενέργειες αυτές, εφόσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον.»
Είναι βέβαια πολύ διαφορετικό από τον προηγούμενο σχετικό νόμο, τον 3090/2002 ο οποίος είχε σαφή σκοπό, να απαγορεύσει την καταγραφή της δίκης με ήχο ή βίντεο:
1. Η ολική ή μερική μετάδοση από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, καθώς και η κινηματογράφηση και μαγνητοσκόπηση της δίκης ενώπιον ποινικού, πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου απαγορεύεται. Κατ’ εξαίρεση, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τις ενέργειες αυτές, εφόσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον.
Η πραγματικότητα, ως συνήθως, είναι εντελώς αντίθετη από ό,τι ισχυρίζεται η απάντηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Εκτός ότι πρόκειται για ένα ανόητα και πρόχειρα συντεταγμένο άρθρο, που απαγορεύει πρώτα τα πάντα και μετά παρουσιάζει, χωρίς λογική συνοχή, το ειδικό ως «γενικότερο», κατά λάθος προδίδει από πού έρχεται η σύνταξή του.
Τον ισχυρισμό ότι «καταγράφουν με υπολογιστή και μεταδίδουν στο διαδίκτυο» την αγόρευσή της, είχε προβάλει, διαμαρτυρόμενη προς το δικαστήριο, η διευθύνουσα την Εισαγγελία Εφετών Β. Αιγαίου, Αμαλία Καζαμπάκα, στη δίκη για τον εμπρησμό της Μόριας, την οποία είχαμε καλύψει με άμεση ανταπόκριση ως OmniaTV σε συνεργασία με το Solomon.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι, αν και η νέα διάταξη τέθηκε σε ισχύ με τη δημοσίευσή της στο ΦΕΚ, μόλις την Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024, η έδρα στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης που δικάζει την υπόθεση της ρατσιστικής επίθεσης φασιστών κατά προσφύγων στην Πλατεία Σαπφούς το 2018, ήταν ενήμερη για την αλλαγή του νόμου και, το πρώτο πράγμα που έκανε, με την έναρξη της 5ης δικασίμου το πρωί της Δευτέρας 8 Ιουλίου, ήταν να απαγορεύσει την συνέχιση της ανταπόκρισης, παρ’ όλο που η δίκη είχε μπει ήδη στο στάδιο της ολοκλήρωσης.
Δεν πρόκειται όμως μόνο για μία σύμπτωση. Η εισαγγελέας Αμαλία Καζαμπάκα είχε βρεθεί με τον υπουργό Γ. Φλωρίδη σε επιστημονικό συνέδριο που διοργάνωσε στη Μυτιλήνη η Ένωση Ελλήνων Εισαγγελέων, μόλις λίγες μέρες πριν την ψήφιση του νέου νόμου, στις 28 Ιουνίου 2024.
Και, ακόμα πιο ουσιαστικό, είναι ότι η αιτιολογική έκθεση που συνόδευε το νομοσχέδιο για την ψήφισή του, περιλαμβάνει τα εξής:
Η αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 3090/2002 (Α’ 329) με την ένταξη στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τόσο της περίπτωσης που για τη μετάδοση της δίκης χρησιμοποιείται το μέσο του διαδικτύου, όσο και της περίπτωσης που μέσω ειδικού λογισμικού που μετατρέπει αυτοματοποιημένα τον προφορικό λόγο σε γραπτό (συνήθως εγκατεστημένου σε συσκευές κινητής τηλεφωνίας ή φορητούς υπολογιστές ή ταμπλέτες), επιτυγχάνεται ταυτόχρονη με τη διεξαγωγή της δίκης αποτύπωση της προφορικής διαδικασίας, σε γραπτό κείμενο που αναρτάται σε διαδικτυακές ιστοσελίδες ή μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κρίθηκε επιβεβλημένη, διότι η σύγχρονη εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας έχει δημιουργήσει νέες, πέραν των ήδη αναφερομένων, μορφές αποτύπωσης και άμεσης μετάδοσης της διαδικασίας στο ακροατήριο.
Με την εν λόγω σύγχρονη μεθοδολογία, λαμβάνει γνώση σε άμεσο χρόνο, μέσω απευθείας αναμετάδοσης (μετατροπής σε γραπτό λόγο με τη χρήση ειδικού λογισμικού), σε ιστοσελίδες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αόριστος αριθμός ατόμων ευρισκόμενων εκτός της δικαστικής αιθούσης, κατάσταση η οποία, δεν συνάδει, με την έννοια της δημοσιότητας της ποινικής διαδικασίας, καθόσον ως τέτοια νοείται η δυνατότητα της ελεύθερης εισόδου του κοινού στην αίθουσα συνεδρίασης του δικαστηρίου και η κατά τρόπο ανεμπόδιστο παρακολούθηση της προφορικής διαδικασίας και όχι η άμεση αναμετάδοση της δίκης με κάθε λεπτομέρεια, εν αγνοία του δικαστηρίου, του εισαγγελέα και των διαδίκων και δίχως την προβλεπόμενη στο δεύτερο εδάφιο άδειά τους.
Αυτή τη φρασεολογία («απευθείας αναμετάδοση με κάθε λεπτομέρεια εν αγνοία του δικαστηρίου») είχε χρησιμοποιήσει η εισαγγελέας Καζαμπάκα προς την πρόεδρο του ΜΟΕ Μυτιλήνης στις 8/3/2024 ζητώντας να συλληφθεί ο ανταποκριτής του OmniaTV στην αίθουσα, Λουκάς Σταμέλλος. Φυσικά, η πρόεδρος του δικαστηρίου έκανε τότε δεκτή την εξήγηση ότι πρόκειται για απλή, γραπτή ανταπόκριση, την οποία ασφαλώς δεν απαγόρευε το ισχύον νομικό πλαίσιο και δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί κανείς ότι υπάρχει κανένας λόγος για να απαγορευτεί.
Η ασυνάρτητη αυτή διάταξη δημιουργεί προβλήματα εκ του μη όντος χωρίς να «λύνει» κάποιο. Γιατί δεν έχει παρουσιαστεί ποτέ κανένα πρόβλημα με την άμεση ανταπόκριση από τα δικαστήρια – εκτός ίσως για όσους ντρέπονται για αυτά που λένε και κάνουν εντός δικαστικής αίθουσας.
Την πρακτική της απευθείας ανταπόκρισης από δικαστήρια με livetweeting είχε ξεκινήσει το OmniaTV ήδη από το 2011, πράγμα που οδήγησε και στην αντίληψη για το πόσο αναγκαίο ήταν να υπάρχει ένα οργανωμένο παρατηρητήριο που θα κάλυπτε την εξέλιξη της Δίκης της Χρυσής Αυγής (για την οποία ήταν εξαρχής γνωστό, σε όσους δεν πετούσαν χαρταετό, ότι θα διαρκούσε κάποια χρόνια). Οι απευθείας γραπτές ανταποκρίσεις συνεχίστηκαν τόσο από εμάς ως μέσο, (με ενδεικτικά παραδείγματα τις δίκες των Σκουριών και την υπόθεση τράφικινγκ Ηλιούπολης), όσο και από συμπράξεις στο πλαίσιο παρατηρητηρίων, όπως το ZackieOh Justice Watch, το Lignadis Trial Watch, το Moria Trial Watch και, πιο πρόσφατο, το Kivotos Trial Watch, στις οποίες έχουν εργαστεί και συνεργαστεί κατά περίπτωση το The Press Project, το Antivirus, το Solomon, το Reporters United και το The Manifold.
Σε κανένα παρατηρητήριο, ποτέ, δεν χρησιμοποιήθηκε «λογισμικό που μετατρέπει αυτοματοποιημένα τον προφορικό λόγο σε γραπτό». Το μόνο «λογισμικό» είναι τα αυτιά μας, τα μυαλά μας και τα δάχτυλά μας που πληκτρολογούν ακατάπαυστα, με αίσθημα καθήκοντος και επίγνωση των κανόνων δεοντολογίας που απαιτούν δύσκολες αποφάσεις και μεγάλες αντοχές.
Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι σε πολλές δίκες, οι ανταποκρίτριες και ανταποκριτές που κάνουν την άμεση καταγραφή έχουν πάρει τα εύσημα για την ακριβή και ευσυνείδητη ανταπόκριση από συνηγόρους και των δύο πλευρών.
Για τον ακόμα πιο ασυνάρτητο και εντελώς αυθαίρετο «ορισμό» της συνταγματικά κατοχυρωμένης δημοσιότητας της δίκης που αναγράφεται στην αιτιολογική έκθεση, έχει ήδη τοποθετηθεί ο καθηγητής δημοσίου δικαίου Γιάννης Τασόπουλος σε σημείωμά του:
Η ΑΝΑΜΕΤΑΔΟΣΗ ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΩΝ ΑΠΟ ΜΙΑ ΔΙΚΗ ΚΑΙ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΗΣ
–Ορίζει το άρθρο 93 παρ. 2 Σ.: «Οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με απόφασή του ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων.»
–Ο νέος νόμος 5119/2024, στο άρθρο 31 (σχετικά με τα περί της τηλεοπτικής ή ραδιοφωνικής μετάδοσης και κινηματογράφησης ή μαγνητοσκόπησης της δίκης) προβλέπει: «1. Απαγορεύεται η ολική ή μερική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως μέσω της τηλεόρασης, ραδιοφώνου, διαδικτύου και γενικά οποιουδήποτε τεχνολογικού μέσου, καθώς και η κινηματογράφηση, μαγνητοσκόπηση, ηχογράφηση και αποτύπωση της δίκης σε γραπτό κείμενο μέσω ειδικού λογισμικού που μετατρέπει τον προφορικό λόγο σε γραπτό, ενώπιον ποινικού, αστικού ή διοικητικού δικαστηρίου. Κατ’ εξαίρεση, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τις ενέργειες αυτές, εφόσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον.»
–Απλή σύγκριση του γράμματος των διατάξεων δείχνει καθαρά ότι ο νομοθέτης με βάση το γεγονός ότι ΔΙΑΦΕΡΕΙ Η ΚΕΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΘΥΡΩΝ ΔΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗΝ (ΑΝΑ)ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΤΗΣ προβαίνει στη δεύτερη περίπτωση σε μια ΤΕΛΕΙΩΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΣΤΑΘΜΙΣΗ από εκείνη του Συντάγματος σε βάρος της ελευθερίας της πληροφόρησης και της ελευθερίας του τύπου.
–Πλέον η στάθμιση δεν γίνεται μόνο από το Δικαστήριο αλλά ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ Η ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΩΝ, ΠΑΡΑ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ (έστω και σε άλλη κλίμακα).
–ΑΥΤΗ Η ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΑΠΟΛΥΤΗ ΚΑΙ ΑΦΗΡΗΜΕΝΗ ΣΤΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΚΟΜΗ ΠΛΗΓΜΑ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ. Η στάθμιση αυτή δεν είναι κανονικά δουλειά του νομοθέτη αλλά του δικαστή, χωρίς να εξαρτάται από τον διάδικο, ιδίως αν αυτός είναι φορέας εξουσίας (δημόσιο πρόσωπο).
Υ.Γ. Η απλή καταγραφή από κάποιον του ακριβούς κειμένου των λεγόμενων στη δίκη και η πληροφόρηση του κοινού (ΧΩΡΙΣ μετάδοση της φωνής και ομιλίας) είναι προφανές κατά τη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία της διάταξης (αλλά κατά τη γνώμη μου και το γράμμα της) ότι ΔΕΝ καταλαμβάνεται από την απαγόρευση.
Για την αντιστροφή των όρων, αντίθετα από όσα ορίζει το Σύνταγμα, από κατ’ εξαίρεση απαγόρευση σε γενική απαγόρευση εκτός εξαιρέσεων, έγραψε και ο καθηγητής Ξενοφών Κοντιάδης:
Την περασμένη Παρασκευή τροποποιήθηκε το σημαντικό άρθρο 8 του Ν. 3090/2002 που προβλέπει ότι απαγορεύεται η ολική ή μερική μετάδοση με οποιοδήποτε τρόπο, ιδίως μέσω τηλεόρασης, ραδιοφώνου, διαδικτύου και γενικά οποιουδήποτε τεχνολογικού μέσου, καθώς και η κινηματογράφηση, μαγνητοσκόπηση, ηχογράφηση και αποτύπωση της δίκης μέσω ειδικού λογισμικού που μετατρέπει τον προφορικό λόγο σε γραπτό, ενώπιων ποινικού, αστικού ή διοικητικού δικαστηρίου. Κατ’ εξαίρεση, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τις ενέργειες αυτές, εφόσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον. Η τροποποίηση αφορά την προσθήκη του ίντερνετ, δηλαδή αποσκοπεί στη φίμωση των Παρατηρητηρίων.
Θυμίζω ότι σύμφωνα με το άρθρο 93 του Συντάγματος οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με απόφασή του ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής για τα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων.
Τι επέλεξε να κάνει προχθές ο νομοθέτης; Αντιστρέφει τον συνταγματικό κανόνα της δημοσιότητας των δικών μετατρέποντάς τον σε εξαίρεση και την εξαίρεση την καθιστά κανόνα. Ωστόσο ιδίως πλήττει το θεμελιώδες δικαίωμα στην πληροφόρηση.
Διερωτώμαι ποιον ενοχλεί η δημοσιότητα σημαντικών δικών και γιατί επιβλήθηκε τώρα αυτή η απαγόρευση. Γιατί θέλει η Κυβέρνηση να περιορίσει Παρατηρητήρια σημαντικών δικών, όπως το Golden Dawn Watch που μας επέτρεψε να παρακολουθούμε σχεδόν ζωντανά τη διεξαγωγή της δίκης της Χρυσής Αυγής τα τελευταία 9 χρόνια; Ποιος φοβάται τη δημοσιότητα τέτοιων ιστορικών δικών μέσω διαδικτύου, που επιτρέπουν σε κάθε ενδιαφερόμενο να διαμορφώσει αδιαμεσολάβητα άποψη για συγκεκριμένα γεγονότα;
ΥΓ. Το θέμα δεν είναι ασφαλώς νέο ούτε νομικά αδιαμφισβήτητο, αφού παρεμφερείς (όχι όμως τόσο αυστηρές) απαγορεύσεις επιβλήθηκαν πρώτη φορά το 1991 και εκ νέου το 2002 με αφορμή τη δίκη της 17Ν–υπάρχουν σχετικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ο νέος νόμος, όπως είναι γραμμένος, επιτρέπει οποιαδήποτε ερμηνεία που μπορεί να απαγορεύσει, ουσιαστικά, τα πάντα. Ακόμα και το να γράψει κανείς έναν διάλογο από τη δίκη σε ένα μεταγενέστερο άρθρο.
Οι πρώτοι που θα έπρεπε να είχαν ενημερωθεί για αυτόν τον νόμο και να είχαν αντιδράσει, θα ήταν οι ενώσεις δημοσιογράφων, αν δεν αποτελούσαν βέβαια κλειστά κλαμπ εκδοτών.