Παγκοσμιοποιημένος νεοφιλελευθερισμός και ποινικοποίηση των γυναικών

Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα μικρό κομμάτι από την έρευνα της Τζούλια Σάντμπουρι με τίτλο: ‘A world without prisons: resisting militarism, globalized punishment and empire’ που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική εφημερίδα Social Justice το 2004. Η συγγραφέας προσεγγίζει το γυναικείο ζήτημα μέσα από το ρόλο, τις επιλογές και τον αγώνα της γυναίκας στις διαπροσωπικές σχέσεις και την οικονομική αντιξοότητα της καθημερινότητας σε συνάρτηση με το σύμπλεγμα βιομηχανοποίησης των φυλακών ή φυλακο-βιομηχανικό σύνδρομο (prison industrial complex) που χαρακτηρίζει τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Αναφέρεται στη συνεχή θυματοποίηση της γυναίκας από μια αλυσίδα θυτών, την πατριαρχία, τον καπιταλισμό, την παγκοσμιοποίηση και το ποινικό σύστημα.

 

Η στρατηγική της αμφισβήτησης αυτής της αορατότητας των γυναικών ξεκινάει με την προσωπική ιστορία. Η μεθολογία μου περιλάμβανε πάντα τη δημιουργία ενός διαλόγου ανάμεσα στην ιστορία της ζωής των γυναικών και την μακρο-ανάλυση του μιλιταρισμού και της παγκόσμιας οικονομίας. Κατά τη διάρκεια τριών χρόνων έχω διεξάγει ημι-δομημένες συνεντεύξεις με έγχρωμες γυναίκες και γυναίκες που ανήκουν σε ιθαγενείς πληθυσμούς, στις φυλακές και τα κρατητήρια των Ηνωμένων Πολιτειών, του Καναδά και της Αγγλίας. Χρησιμοποιώ τη διήγηση των γυναικών αυτών για τη ζωή τους ως case study, που προσφέρει ένα βάθος και μια υφή στα στοιχεία που προκύπτουν από τις στατιστικές. Οι ιστορίες αυτών των γυναικών είναι το σημείο  που ενώνεται η μικρο-κοινωνιολογική ανάλυση της σχέσης μάνας -κόρης και γυναίκας- εραστή, της πάλης της γυναίκας με την εξάρτηση και της σχέσης της αυτοπεποίθησης και της ταυτότητας, με το επίπεδο του μακρο-κοινωνιολογικού της παγκοσμιοποίησης, του μιλιταρισμού και του συμπλέγματος βιομηχανοποίησης των φυλακών. Οι τρεις διηγήσεις παρακάτω είναι μέρος αυτής της μεγαλύτερης έρευνας.

Η Μάρτα είναι μια γυναίκα από την Τζαμάικα γύρω στα 35 και εκτίει ποινή πέντε ετών για παράνομη εισαγωγή ναρκωτικών ουσιών. Με την Μάρτα συναντηθήκαμε στη φυλακή Westhill. Το Westhill, παλαιότερα ήταν η πτέρυγα στέγασης κρατουμένων νεαρής ηλικίας μιας μεγάλης Βικτωριανής φυλακής ανδρών, στην γραφική πόλη Winchester στη νότια Αγγλία. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, όταν ο γυναικείος πληθυσμός στις φυλακές ξεκίνησε να εκτοξεύεται στα ύψη, αυξανόμενος με γρηγορότερο ρυθμό από αυτό των ανδρών, η πτέρυγα αυτή βάφτηκε ροζ και εγκαινιάστηκε ως μια μεσαίας ασφαλείας φυλακή για γυναίκες. Ο γενικός πληθυσμός στην πόλη είναι κυρίως λευκοί, στη φυλακή όμως το 40% του πληθυσμού είναι άνθρωποι αφρικανικής καταγωγής. Αρκετοί, όπως η Μάρτα δεν είναι Βρεττανοί πολίτες, κατάγονται από την Αφρική ή την Καραϊβική και μόλις αποφυλακιστούν θα απελαθούν πίσω στη χώρα τους. Οι περισσότεροι, όπως η Μάρτα, έχουν παιδιά που δεν έχουν δει για χρόνια.

Η Νταϊάν, μια εικοσιπεντάχρονη Αφρο-Καναδή μιγάδα, εκτίει ποινή πέντε ετών για εισαγωγή ναρκωτικών στο  Τορόντο. Η Νταϊάν έχει εκτίσει το μεγαλύτερο μέρος της ποινής της στην ομοσπονδιακή φυλακή Grand Valley στην πόλη Kitchener του Ontario, μία από τις πέντε καινούριες γυναικείες φυλακές που κτίστηκαν από την καναδική κυβέρνηση στα τέλη της δεκαετίας του 90. Ως έφηβη η Νταϊάν έφυγε από το σπίτι της και έζησε σε ένα καταφύγιο γυναικών λόγω της κακοποίησής της από τον πατέρα της.  Ενώ ήταν εκεί, έκανε σχέση με ένα ματανάστη από την Καραϊβική που φυλακίστηκε μετέπειτα για παράνομο εμπόριο ναρκωτικών. Σύντομα μετά την αποφυλάκισή του, η Νταϊάν άφησε τη δουλειά της και ξεκίνησε να εμπορεύεται ναρκωτικά γι΄ αυτόν, χωρίς να γνωρίζει ότι και η πρώην σύντροφός του είχε κάνει το ίδιο με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να φυλακιστεί. Συνάντησε την κοπέλα αυτή τις πρώτες μέρες της φυλάκισής της, όπου μοιράστηκαν την κοινή τους εμπειρία και έμαθε ότι ο σύντροφός συγκατοικούσε ήδη με την καινούρια κοπέλα του. Ωστόσο, όταν της προσφέρθηκε μικρότερη ποινή με αντάλλαγμα πληροφορίες για τον προμηθευτή των ναρκωτικών, η ίδια αρνήθηκε,  δείχνοντας μια συνεχή αφοσίωση.

Η Τερέζα είναι μια Κολομβιανή γυναίκα γύρω στα 40. Ως μητέρα που μεγάλωνε μόνη τα τρία παιδιά της, δυσκολεύτηκε να τους παρέχει οικονομική στήριξη. Έτσι, το να μεταφέρει κοκαϊνη από την Κολομβία στην Αγγλία, τη βοηθούσε να αυξήσει το πενιχρό της εισόδημα. Η σύλληψή της στο αεροδρόμιο Χίθροου την οδήγησε σε φυλάκιση πέντε ετών, που εκτίει σήμερα μαζί με τη Μάρτα στη φυλακή  Westhill. Η Τερέζα δεν γνωρίζει τι απέγιναν τα παιδιά της και δεν έχει καταφέρει να επικοινωνήσει μαζί τους από τότε που την συνέλαβαν. Φοβάται ότι θα έχουν μείνει άστεγα στους δρόμους αφού δεν είχε καταφέρει να μαζέψει κάποια χρήματα για ώρα ανάγκης.

Τι έχουν να μας πουν οι ιστορίες της Μάρτα, της Νταϊάν και της Τερέζας για την παγκόσμια πολιτική οικονομία των φυλακών? Πρώτα μας θυμίζουν ότι η μαζική φυλάκιση δεν είναι ένα καθαρά αμερικανικό φαινόμενο. Με πολύ λίγες εξαιρέσεις, η αύξηση του πληθυσμού των φυλακών στις βόρειες χώρες παγκοσμίως, οδήγησε στον υπερπληθυσμό και μια έκρηξη στο κτίσιμο των φυλακών σε πολυεθνικό επίπεδο. Αυτή η έκρηξη στο κτίσιμο φυλακών, χαρακτηρίζεται από τρία στοιχεία: πρώτο στηρίζεται στην εγκληματοποίηση της διασποράς, των ιθαγενών και των μεταναστών από την Αφρική. Δεύτερο, σηματοδοτείται  από τον έντονο ρυθμό φυλάκισης των γυναικών, ο οποίος στις περισσότερες χώρες είναι μεγαλύτερος από αυτόν τον ανδρών. Και τρίτο, προωθεί και ταυτόχρονα προωθείται, από το σύμπλεγμα  βιομηχανοποίησης των φυλακών – ένα φαινόμενο που έχει γίνει πολυεθνικό.

Οι ακαδημαϊκοί που ασχολούνται με τη μελέτη των  φυλακών και ανήκουν σε μια πιο ριζοσπαστική ακαδημαϊκή σχολή, έχουν αναπτύξει σημαντικές αναλύσεις για τη σχέση ανάμεσα στη νεο-φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και την απότομη ανάπτυξη της φυλάκισης στα βιομηχανικά ανεπτυγμένα έθνη. Η ελεύθερη αγορά και τα σύνορα που είναι ανοικτά μόνο για ορισμένους, έχουν μετατρέψει τους έγχρωμους πληθυσμούς της εργατικής τάξης στη Νότια Αμερική, την Ευρώπη και την Αυστραλία σε πλεόνασμα για τις ανάγκες της παγκόσμιας οικονομίας. Η μετακίνηση των βιομηχανικών μονάδων των εταιριών στην Ταϊβάν, την Αϊτη ή τις Φιλιππίνες στην αναζήτηση ολοένα και μικρότερου κόστους, καταλήγει στην εκμετάλλευση του  φθηνού και μη συνδικαλισμένου εργατικού δυναμικού του Τρίτου Κόσμου που αποτελείται από γυναίκες. Η ποινική αποθήκευση -μια διπλή στρατηγική ακινητοποίησης και στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων-  έχει μετατραπεί στη λύση που παρέχει η πολιτεία για για τους πλεονασματικούς πληθυσμούς που έμειναν πίσω. Αυτή η λύση είναι μέρος μιας μεγαλύτερης στροφής από το κράτος πρόνοιας στο κράτος νόμου και τάξης, που υποστηρίζεται από νεο-συντηρητικούς και φιλελεύθερους. Ως εκ τούτου, προωθήθηκε η καλά καταγεγραμμένη, μεταφορά, της κρατικής χρηματοδότησης από την παιδεία, την υγεια και την ευημερία, στην αστυνόμευση και τις φυλακές, αλλά και οι περικοπές φόρων για τους πλούσιους. Η θυληκοποίηση της φτώχειας κάτω από την νεοφιλελεύθερη οικονομική αναδιάρθρωση σε σχέση με την πατριαρική ιδεολογία που καθορίζει τις σχέσεις ανάμεσα στα φύλα, δημιουργούν ιδιαίτερες συνθήκες ευθραυστότητας για τις έγχρωμες γυναίκες. Η ιστορία της Νταϊάν αποδεικνύει ότι η τιμωρία της πολιτείας προς τις γυναίκες είναι η αποκορύφωση μιας διαδικασίας μακροχρόνιας κακοποίησης και εκμετάλλευσης, θυμίζοντάς μας ότι η εγκληματοποίηση των πλεονασματικών πληθυσμών εργασίας λειτουργεί με ιδιαίτερα φυλετικούς τρόπους, συχνά έχοντας ως αφετηρία το γεγονός της  κακοποίησης γυναικών και των παιδιών από άντρες των κοινοτήτων μας.

Οι γυναίκες και οι άντρες του Τρίτου Κόσμου αντιμετωπίζουν αυξημένες πιθανότητες φυλάκισης σε καινούριες αμερικανικού τύπου ιδιωτικές φυλακές στην ίδια τους τη χώρα, ενώ ταυτόχρονα γεμίζουν τα κελιά των ποινικών αποθηκών σε ολόκληρο τον παγκόσμιο Βορρά. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ οι κρατούμενοι  που δεν είναι Αμερικανοί πολίτες αποτελούν το 29% του ομοσπονδιακού ποινικού συστήματος, ενώ το ίδιο ισχύει με ποσοστό 9% για την Βρετανία. Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε αυτή την αύξηση στην δια-συνοριακή φυλάκιση; Η ιστορία της Μάρτα προσδίδει μια απάντηση από τη δική της προοπτική. Μιλώντας για την απόφασή της να μεταφέρει ναρκωτικά, η Μάρτα μου είχε πει:

‘Τα πράγματα στην Τζαμάικα είναι πολύ ακριβά. Είναι πολύ δύσκολο για μια γυναίκα μόνη με παιδιά, ειδικότερα για αυτές με περισσότερα από τρια παιδιά να τα βγάλουν πέρα χωρίς στήριξη και χωρίς σταθερή εργασία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είχα καθόλου εισόδημα. Είχα εισόδημα, αλλά είχα και τέσσερα παιδιά και ένα πρώην άντρα που δεν ενδιαφέρεται. Έπρεπε να συνεχίσω να πληρώνω το σχολείο τους και τα λεφτά μειώνονταν συνέχεια. Χρειαζόμουνα κάποιου είδους στήριξη. Γι αυτό έκανα ότι έκανα. Δεν έχουμε επιδόματα για τα παιδιά στην Τζαμάικα, τα τρία τέταρτα από τα πράγματα που προσφέρει αυτή η χώρα στις μητέρες εμείς δεν τα έχουμε. Αυτή η χώρα σου δίνει σπίτι κι επιδόματα, εμείς δεν παίρνουμε τίποτα στην Τζαμάικα. Πρέπει να πληρώσουμε για νοσοκομείο και ούτε καν η παιδεία δεν είναι δωρεάν. Το δημοτικό ήταν κάποτε δωρεάν κάτω από μία κυβέρνηση, η επόμενη κυβέρνηση όμως μας το στέρησε κι αυτό. Αν μιλάς για λύκειο, τότε μιλάς για δεκαπέντε με είκοσι χιλιάδες δολλάρια ανα εξάμηνο, απλά για να πάει το ένα παιδί στο λύκειο. Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα στην Τζαμάικα.’

Από τη δεκαετία του 80, το εργατικό κόμμα της Τζαμάικα, (JLP), σε μία άνιση συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα, ξεκίνησε μια ακραία αναδιάρθρωση της οικονομίας. Ακολουθώντας το ‘Washington Consensus’, διέκοψε τους εργαζομένους στο δημόσιο, μείωσε τις κρατικές υπηρεσίες για την υγεία και την παιδεία, πούλησε κρατικές εταιρίες σε ιδιώτες και μέιωσε τους φόρους στα  εισαγώμενα αγαθά. Ως αποτέλεσμα ήταν η ραγδαία αύξηση του κόστους ζωής, η παρακμή του τοπικού γεωργο-κτηνοτροφικού τομέα και η δραματική μείωση του μεροκάματου. Αυτές οι περικοπές έχουν επηρεάσει τις γυναίκες ιδιαίτερα σκληρά, στην προσπάθειά τους να αναπληρώσουν τα κενά από την αποσύνθεση του κοινωνικού κράτους.

Η πολιτεία μείωσε το ρόλο της στον τομέα της ευημερίας των πολιτών και αύξησε το ρόλο της στα συμφέροντα του ξένου και εγχώριου κεφαλαίου. Οι Ζώνες Ελεύθερης Αγοράς στο Κινγκστον και το Μοντέγκο Μπέι προσφέρουν πλήρως εξοπλισμένους εργοστασιακούς χώρους, φοροαπαλλαγή και φθηνό εργατικό δυναμικό αποτελούμενο από γυναίκες για τις ανάγκες ξένων εταιριών ρουχισμού, ηλεκτρονικών και επικοινωνίας, ενώ για τα απασχολημενα μεγαλο-στελέχη εταιριών, πρσφέρονται Σαββατοκύριακα με ήλιο, θάλασσα και σεξ. Ξένες επιχειρήσεις καλλιέργειας και εξόρυξης έχουν επίσης ενθαρυνθεί, εκτοπίζοντας τις παραδοσιακές καλλιέργειες για κατανάλωση, και προκαλώντας μετανάστευση από τις αγροτικές περιοχές στις πόλεις, που τώρα φιλοξενούν το 50% του πληθυσμού της χώρας. Με την αλλαγή της οικονομίας, γυναίκες που εργάζονται στην παράνομη οικονομία, όπως η Μάρτα, δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν  στο αυξημένο κόστος ζωής. Νεότερες γυναίκες, ίσως βρουν εργασία στην τουριστική βιομηχανία ως καθαρίστριες, τραγουδίστριες, ή ακόμα και πόρνες, είτε μέσα στις ζώνες ελεύθερης αγοράς στην κατασκευή ρουχισμού ή ηλεκτρονικών υπολογιστών για τις χώρες της Δύσης, αλλά οι γυναίκες της εργατικής τάξης πάνω από τριάντα ετών έχουν πολύ λιγότερες επιλογές. Η εμπειρία της Μάρτα αποδεικνύει την αυξημένη οικονομική πίεση που δέχονται οι γυναίκες του παγκόσμιου νότου κάτω από την επιρροή της ελεύθερης αγοράς και των αναδιάρθρώσεων που υποδεικνύονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η αποτυχία της παγκόσμιας οικονομίας να προσφέρει νόμιμα μέσα για την επιβίωση των γυναικών του Τρίτου Κόσμου, εγγυάται μια πλειάδα εργατών της μιας χρήσης, για την εγκληματική βιομηχανία των ναρκωτικών και της πορνείας, και μια συνεχή παροχή εγκληματοποιημένων σωμάτων, που είναι η πρώτη ύλη του συμπλέγματος βιομηχανοποίησης των φυλακών.

Η Τζούλια Σάντμπουρι, ιδρυτικό μέλος της οργάνωσης critical resistance, είναι ακτιβίστρια για την κατάργηση των φυλακών, συγγραφέας και καθηγήτρια πανεπιστημίου στην Καλιφόρνια.

PS ευχαριστώ τους Filistina, Paket και MFPokkeherrie για τις εισηγήσεις τους για την απόδοση του prison industrial complex στα ελληνικά.

Στηρίξτε το omniatv:

Σχόλια

0 0 votes
Βαθμολογία άρθρου
Subscribe
Notify of
guest
0 Σχόλια
Inline Feedbacks
View all comments
Μετάβαση στο περιεχόμενο