Οι πολλές συνιστώσες της Σοσιαλδημοκρατικής αυταπάτης

Του Αργύρη Αργυριάδη*

Διαχρονικά ο «δημοκρατικός» σοσιαλισμός αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα που δεν είχαν φανταστεί οι θεμελιωτές του. Η σοσιαλδημοκρατία θεμελιώθηκε επάνω σε μια αντίφαση: για να μπορέσουν να απαντήσουν επιτυχώς στις εκλογικές πιέσεις, οι σοσιαλιστές αναγκάστηκαν να αναθεωρήσουν ή να βάλουν νερό στις ιδεολογικές τους πεποιθήσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί εξαίρεση.

Ο σύγχρονος καπιταλισμός, έχοντας  όλο και περισσότερο τεχνολογικό χαρακτήρα, απαιτεί όλο και πιο εξειδικευμένη τεχνικά εργατική δύναμη με λιγότερη χειρωνακτική εργασία. Η «παραδοσιακή» εργατική τάξη, συνηθισμένη στην πειθαρχημένη χειρωνακτική εργασία της βαριάς βιομηχανίας, έδωσε τη θέση της σε μια διαρκώς αυξανόμενη «νέα» επισφαλή εργατική τάξη, που αποτελείται από εξειδικευμένους οι οποίοι εργάζονται σε ακμάζουσες ελαφρές βιομηχανίες, σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ή στον τουρισμό.

Στην σημερινή κοινωνία της κρίσης, η πραγματικότητα  έδειξε ότι τουλάχιστον μεταξύ των πολιτικά  (σημ: εκλογικά) ενεργών μελών, μιας πρότερης «ικανοποιημένης πλειοψηφίας», που είχε συγκαλυμμένες  συντηρητικές τάσεις με την κατάρρευση της υλικής της ευημερίας και την άνοδο της οικονομικής της ανασφάλειας, αυτοί στράφηκαν σε ακόμα πιο συντηρητικά μορφώματα, παρά στην αριστερά. Αρκετοί εκ των οποίων ανήκουν στην εργατική τάξη που η κρίση την έπληξε περισσότερο. Εφόσον η υποστήριξη της εργατικής τάξης δεν παρέχει πλέον στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα την προοπτική της εκλογικής πλειοψηφίας, αυτά είναι δεδομένο ότι εξαναγκάζονται να βρουν υποστηρικτές σε άλλες κοινωνικές ομάδες ή να συμμετέχουν σε συνασπισμούς εξουσίας με άλλα κόμματα που εκπροσωπούν τις μεσαίες τάξεις. Και οι δυο αυτές επιλογές απαιτούν όμως από τα σοσιαλιστικά κόμματα να τροποποιήσουν τις ιδεολογικές τους στρατεύσεις ώστε να γίνουν ελκυστικά σε ψηφοφόρους που δεν θεωρούν ότι ο σοσιαλισμός προασπίζει τα συμφέροντά τους, ή να μπορούν να συνεργάζονται με κόμματα που υποστηρίζουν τον καπιταλισμό.

Ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και να προσπαθεί, δεν εκφράζει τα γνήσια τα συμφέροντα της εργατικής τάξης (σε αυτό «αποκλειστικότητα» έχει μόνο το ΚΚΕ), αλλά ούτε και αυτά της μεσαίας που ψυχανεμίζεται μεταξύ ελευθεριότητας, ιδιοκτησίας & ασφάλειας. Ο ΣΥΡΙΖΑ όπως και άλλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αναγνωρίζουν την ικανότητα του καπιταλισμού «να δίνει ψωμί» στους ανθρώπους. Σε σχέση με τον επαναστατικό ή ριζοσπαστικό μαρξισμό ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και αν δεν το παραδέχεται βάζει στη θέση της «πάλης των τάξεων» την «διαπραγμάτευση των τάξεων». Πράγματι, ο κοινοβουλευτικός «σοσιαλισμός» πλέον έχει συνδεθεί με προσπάθειες εύρυθμης λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς μάλλον, παρά με εγχειρήματα αναδιάρθρωσης της κοινωνικής δομής του καπιταλισμού. Το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ ως κεντροαριστέρες δυνάμεις το απέδειξαν περίτρανα, ο ΣΥΡΙΖΑ απλά κλείνει το μάτι στις αγορές διαβεβαιώνοντας ότι και αυτός θα είναι καλό παιδί. Η αστική ιδεολογία έχει διαποτίσει την ελληνική  κοινωνία, εμποδίζοντας την εργατική τάξη να συλλάβει την πραγματικότητα της δικής της εκμετάλλευσης. Δεν μπορεί πλέον ούτε να επιτύχει την επιθυμία βελτίωσης των υλικών όρων διαβίωσης της, πόσο μάλλον την ανάπτυξη ταξικής συνείδησης και σε αυτό ή «ριζοσπαστική» αριστερά με την τρέντυ  αποιδεολογικοποίηση της έχει συνεισφέρει τα μέγιστα. Η αστική τάξη κυριαρχεί στον καπιταλισμό όχι μόνο μέσα από την οικονομική της δύναμη, αλλά και με μια διαδικασία «ιδεολογικής ηγεμονίας». Είναι πασιφανές ότι δεν  μπορούν πράγματι τα σοσιαλδημοκρατικά  κόμματα να φέρουν εις πέρας σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις, ακόμη και όταν πάρουν την εξουσία με την ψήφο του λαού. Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν γιατί να  αποτελέσει εξαίρεση.

Ο Κάουτσκυ υποστήριξε παλιότερα, ότι «η καπιταλιστική τάξη άρχει, αλλά δεν κυβερνά: της αρκεί να άρχει επάνω στην ίδια την κυβέρνηση». Και αυτό έχει φανεί με την επικυριαρχία των δανειστών, των τραπεζών και των αγορών καθ’ όλη την διάρκεια των τελευταίων ετών. Πέραν αυτού, οι εκλεγμένες κυβερνήσεις λειτουργούν στο πλαίσιο αυτού που ο Mίλιμπαντ αποκάλεσε «κρατικό σύστημα» –της δημόσιας διοίκησης, των δικαστηρίων, της αστυνομίας, του στρατού– το ανώτερο προσωπικό του οποίου δεν εκλέγεται, αλλά έχει παρόμοιο κοινωνικό υπόβαθρο με τους επιχειρηματίες: Στην συγκεκριμένη περίπτωση βαθειά συντηρητικά και φασιστικά χαρακτηριστικά. Αυτές οι ομάδες είναι φορείς ταξικών προκαταλήψεων και θα προσπαθήσουν να καταργήσουν κάθε κοινωνική πολιτική η οποία δεν θα τους αρέσει ή εξυπηρετεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα θα είναι η αυτονόμηση της αστυνομίας που είναι βέβαιο ότι αυτό το 50% των κατασταλτικών δυνάμεων που ψήφισαν Χρυσή Αυγή, δεν πρόκειται να δεχθεί ούτε την αποστρατικοποίηση ούτε τον αφοπλισμό του. Στην αστική δημοκρατία της ελεύθερης αγοράς, κάθε εκλεγμένη κυβέρνηση ανεξάρτητα ιδεολογικής τάσης οφείλει να σέβεται τη δύναμη των μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες αποτελούν τον κύριο εργοδότη και επενδυτή της οικονομίας καθώς επίσης και τον ισχυρότερο χρηματοδότη των κομμάτων, η στάση του Τσίπρα και η ομιλία του στον ΣΕΒ ήταν δηλωτική πράξη παραδοχής αυτού του αξιώματος. Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ απλά θα επιβεβαιώσει ότι ένα «προοδευτικό» κόμμα μπορεί να κερδίσει τις εκλογές χωρίς τελικά να πάρει την εξουσία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και αν επιμένει στην χρήση του όρου «ριζοσπαστικός» ανήκει ξεκάθαρα στην σοσιαλδημοκρατική κατηγορία, είναι όμως εμφανέστερα ριζοσπαστικότερος της ΔΗΜΑΡ & του ΚΙΔΗΣΟ, στην εικόνα του αλλά αυτό δεν σημαίνει και πολλά. Άλλωστε κανείς τους δεν επιδιώκει να καταργήσει τον καπιταλισμό, αλλά στοχεύουν περισσότερο να τον μεταρρυθμίσουν ή να τον «εξανθρωπίσουν». Πράγμα που αντιβαίνει του πρωταρχικού και θεμελιώδη στόχου του σοσιαλισμού που είναι ο παραγωγικός πλούτος να αποτελέσει κοινή ιδιοκτησία όλων και συνεπώς να χρησιμοποιείται προς όφελος όλων των ανθρώπων. Για να γίνει αυτό απαιτείται η κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και η νικηφόρα επίτευξη της κοινωνικής επανάστασης. Ο επαναστατικός σοσιαλισμός (τουλάχιστον ο αντιεξουσιαστικός)  υποστηρίζει την πεποίθηση ότι ο καπιταλισμός δεν επιδέχεται ουσιώδεις αλλαγές: είναι ένα σύστημα ταξικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης, που πρέπει να καταργηθεί εξολοκλήρου και όχι απλά να μεταρρυθμιστεί.

Σήμερα εν έτη  2015,  με την αγορά να αλωνίζει στο κουφάρι της κοινωνικής πρόνοιας και το κράτος να στρέφεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς την απόλυτη εφαρμογή του καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης, ή σοσιαλδημοκρατική ρητορική υπέρ της Κεϋνσιανής πολιτικής για τον έλεγχο της οικονομίας και την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης φαντάζει τελείως ανεδαφική. Το κράτος πρόνοιας ως μέσο για την επίτευξη πλήρους απασχόλησης, έχει πάψει προ πολλού να υπάρχει όπως και ως ένας μηχανισμός αναδιανομής του εισοδήματος που θα βοηθούσε στην προαγωγή της κοινωνικής ισότητας και στην εξάλειψη της φτώχιας. Πλέον το έργο αυτό έχει ανατεθεί στην βιομηχανία της φιλανθρωπίας των ΜΚΟ διαμέσου επιδοτούμενων προγραμμάτων 5μηνης κακοπληρωμένης και επισφαλούς εργασίας χωρίς πραγματικό αντίκρισμα που όσο και αν μεγαλώνει δεν μπορεί να καλύψει τις στρατιές των ανέργων.

Ο πλούτος στον καπιταλισμό δεν αποτέλεσε ποτέ κοινό κτήμα των ανθρώπων, αλλά πλέον ούτε μπορεί να ανακατανεμηθεί έστω και ως προσδοκία μέσα από μια προοδευτική φορολογία που θα επέβαλλε μια αριστερή ή αριστερίζουσα διακυβέρνηση. Το επίπεδο ζωής των φτωχών και των πιο ευάλωτων στρωμάτων της κοινωνίας θα συνεχίζει να υποβαθμίζεται  ενώ καμία φορολογία δεν διασφαλίζει ότι οι ευημερούντες ισχυροί θα αναλάβουν το βάρος της υποστήριξής των αδυνάτων. Ο κοινωνικός κανιβαλισμός δεν είναι προ των πυλών έχει περάσει ήδη μέσα στην Ελληνική κοινωνία. Αν η ριζοσπαστική αριστερά δεν το αντιλαμβάνεται αυτό είναι, γιατί ζει στις δικές της ιδεοληψίες και αυταπάτες. Η αναπτυσσόμενη οικονομία αποτελεί την ουσιαστική προϋπόθεση για τη δημιουργία των δημοσιονομικών πόρων που χρειάζονται για τη χρηματοδότηση ακόμα και των πιο ισχνών κοινωνικών δαπανών. Σε μια περίοδο παρατεταμένης, ύφεσης, οι ευημερούντες δεν πρόκειται ποτέ να είναι πρόθυμοι να χρηματοδοτήσουν όσους υποφέρουν, αντίθετα θα επιδιώξουν τα δικά τους επίπεδα διαβίωσης όχι μόνο να παραμείνουν εγγυημένα αλλά και θα κερδοσκοπήσουν προς όφελος τους. Η κρίση για τον καπιταλισμό λένε ότι είναι ευκαιρία και φυσικά το εννοούν διότι έχουν εξασφαλισμένο ότι δεν πρόκειται να χάσουν τίποτα από τα κέρδη τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ, θέλει δεν θέλει, αυτό το έχει ήδη αποδεχτεί. Η αριστερή ρητορεία του, δεν είναι παρά ένας κλασσικός λαϊκισμός ΠΑΣΟΚικου τύπου όπως και τα περισσότερα στελέχη του που άλλαξαν μπάντα. Άλλος με την βάρκα μας?       

Στην γενικότερη κρίση της αντιπροσώπευσης σειρά παίρνει ο μετριοπαθής σοσιαλισμός ο οποίος έχει μάλλον κερδίσει δημοσκοπικά τη μάχη των εντυπώσεων: Η εκλογική σκέψη κινείται αδήριτα προς την «αριστερά της ευθύνης». Αυτό δεν σημαίνει ότι γνωρίζει τι σημαίνει σοσιαλισμός πόσο μάλλον κομμουνισμός αλλά αυτό έχει μικρή σημασία. Την επόμενη των εκλογών, το δίλλημα για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι πως θα επικαιροποιήσει και με πιο μεθοδολογικό εργαλείο θα πράξει τον Κεϋνσιανό σοσιαλδημοκρατικό συμβιβασμό. Σε αυτό ούτε ο Βαρούφακης αλλά ούτε και ο Μηλιός φαίνεται να έχουν απάντηση. Η δήθεν «πραγματιστική» αποδοχή της αγοράς ως του μόνου φερέγγυου μηχανισμού δημιουργίας πλούτου τις δεκαετίες του 2000 και του 2010 έχει ξεφουσκώσει από καιρό. Είναι απορίας άξιο πως η γενική κοινωνική αναδόμηση, που οι σοσιαλιστές τόσο επικαλούνται θα διεξαχθεί  μέσω ενός προγράμματος κοινωνικής μηχανικής, το οποίο στηρίζεται στην κυριολεξία στον ατμό. Όλοι πλέον θεσμικά αποδέχονται ότι η οικονομία πρέπει να τροποποιηθεί σύμφωνα με την αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά έχουν πολύ διαφορετικές απόψεις για το πώς αυτό θα μπορεί να επιτευχθεί, εφόσον δεν έχουν ορίσει τι σημαίνει πραγματικά «κοινωνική δικαιοσύνη». Κεφάλαιο και κοινωνία διαχρονικά είναι ταξικοί αντίπαλοι και σε αυτή την πάλη δεν υπάρχει win-win, πάντα κάποιοι κερδίζουν και κάποιοι χάνουν. Δεν χρειάζεται να έχεις εντρυφήσει στον μαρξισμό ή στην αριστερά για το καταλάβεις αυτό.

Η ύφεση επιτάχυνε την δημοσιονομική κρίση του κράτους πρόνοιας συμπιέζοντας τα δημοσιονομικά έσοδα, που χρηματοδοτούσαν τις ίδιες δαπάνες, αφού εργάζονται ολοένα και λιγότεροι άνθρωποι ενώ οι επιχειρήσεις που είναι επικερδείς παραμένουν στο απυρόβλητο. Η οικονομική παγκοσμιοποίηση υπέσκαψε την αποτελεσματικότητα των Κεϋνσιανών πολιτικών εδώ και δεκαετίες. Ο συμβατικός αριστερός οικονομικός λόγος βασίζεται στην ικανότητα των κυβερνήσεων να διαχειρίζονται τις εθνικές τους οικονομίες έτσι ώστε να διασφαλίζουν υψηλά επίπεδα ανάπτυξης και χαμηλή ανεργία. Το πλαίσιο αυτό δεν υφίσταται πλέον με την ενσωμάτωση των χωρών στο παγκόσμιο σύστημα και κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί την γενική ευημερία, αλλά αντίθετα την ελευθερία στον φόβο. Ο νεοφιλελευθερισμός, καθώς αντιλαμβάνεται το άτομο ως λογικά να προηγείται από την κοινότητα και να είναι «έξω από αυτήν», έχει απλά νομιμοποιήσει την ατομοκεντρική και εγωιστική συμπεριφορά, υποβαθμίζοντας την ιδέα του δημόσιου συμφέροντος. Ο κοινωνικός κατακερματισμός και η κατάρρευση της κοινωνίας είναι σε μεγάλο βαθμό αποτελέσματα της ατομικιστικής ανομίας των προηγούμενων δυο δεκαετιών της ολυμπιακής ισχυρής Ελλάδας και του υπερφίαλου εθνικού αλλά και «σοσιαλδημοκρατικού» αβδηριτισμού της, με την αριστερά να έχει την δικιά της ευθύνη.

Ο «συμμετοχικός» καπιταλισμός έπλασε έναν ιδεολογικό χειρισμό ότι το σύστημα μπορεί να χαλιναγωγηθεί προς όφελος του «κοινού σκοπού» μόνον αν όλες οι κοινωνικές ομάδες – οι εργάτες και οι καταναλωτές όσο και οι διευθυντές και οι μέτοχοι – έχουν ένα εθνικό διακύβευμα το οποίο κατέρρευσε σαν τραπουλόχαρτο στο Καστελόριζο. Ίσως το μόνο από αυτό που συνέχισε σαν κληρονομιά, ήταν στις πλατείες της αγανάκτησης ως εθνικός θρήνος, η τάση της μικροαστικής κοινότητας να υπογραμμίζει τους δεσμούς που συνέχουν όλα τα μέλη της ελληνικής  κοινωνίας και έτσι να αγνοεί ή να αποκρύπτει τις ταξικές διαφορές και τις οικονομικές ανισότητες φτάνοντας στην σημερινή εκλογική συγκυρία. Ακόμα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελέσει απλά ένα χαρούμενο διάλλειμα στον εξουσιαστικό τρόμο κανείς δεν πρέπει να ξεχνάει ότι άσχετα με τα αυξημένα ποσοστά της αριστεράς, ο σημερινός κόσμος έχει μετατοπιστεί δραματικά προς τα δεξιά και η φασιστική απειλή παραμένει πάντα υπαρκτή. Παρόλα αυτά η ανθρώπινη ανάπτυξη μπορεί να προχωρήσει μόνο πέρα από τον ατομικισμό της αγοράς και την κατάρρευση των κάθε λογής εξουσιαστικών εκδοχών. Όποια και να είναι λοιπόν η κυβέρνηση εμείς θα παραμείνουμε ακυβέρνητοι. Αλίμονο σε όσους θα υποκύψουν. Μην ξεγελιέστε λοιπόν: Οι Αλκυονίδες είναι μέρες ζεστές αλλά δεν είναι, ούτε μπορούν να μοιάσουν με το καλοκαίρι.  

* Κοινωνικός Αναρχικός που συμμετέχει στο ιστορικό συνδικάτο των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (ΙWW)

 

Στηρίξτε το omniatv:

Σχόλια

0 0 votes
Βαθμολογία άρθρου
Subscribe
Notify of
guest
0 Σχόλια
Inline Feedbacks
View all comments
Μετάβαση στο περιεχόμενο