Η κυρία Λαμπρινή από την Πόλη.

Την κυρία Λαμπρινή την γνώρισα στις αρχές του καλοκαιριού σε μια παραλία τις δυτικής ηπειρωτικής Ελλάδας. Ήταν μια κυρία γύρω στα 60 (59 για την ακρίβεια), από αυτές τις καλοσυνάτες και αρκετά κοινωνικές κυρίες που σου πιάνουν αμέσως την κουβέντα και αραδιάζουν θεματικές από την νύφη τους (που πάντα τους δημιουργεί μια αντιπάθεια και έχει βάλει στο βρακί της τον γιο τους) έως την Ελένη Mενεγάκη και το διαζύγιό της.

 

Μου αρέσουν πολύ αυτές οι γνωριμίες και οι παρόλες που επακολουθούν. Αφενός έρχομαι σε επαφή με ένα κομμάτι της κοινωνίας που δεν θα το γνώριζα ποτέ μου και που δεν έχει τίποτα άλλο να προσφέρει παρά να σε ειδοποιήσει για την ύπαρξή του. Κάτι που είναι απαραίτητο, και μεγάλο έλλειμμα γνώσης σε όλους αυτούς που νομίζουν ότι η κοινωνική επανάσταση είναι κοντά. Αφετέρου είναι μεγάλη ευκαιρία να φορέσω τον σκούφο του Καλικατζαράκου και να αραδιάσω ‘ιστορίες μετά από το ραντεβού στο περιθώριο’. Αφετρίτου μου αρέσει να δίνω την δυνατότητα σε κάποιον που έχει ανάγκη να μιλήσει και να κοινωνικοποιηθεί να το κάνει. Και η κυρία Λαμπρινή το είχε μεγάλη ανάγκη.

Εκτός από διακοπές η κυρία Λαμπρινή ήταν εκεί για επαγγελματικούς λόγους. Είχε πάγκο με φο κοσμήματα, γυαλιά ηλίου, σαγιονάρες, γιαλατζί ρούχα και τις Παναγιάς τα μάτια. Δυστυχώς όμως δεν είχε πουλήσει τίποτα (είναι σε κρίση το εμπόριο!).

Να μην τα πολυλογώ, μετά από μια διάλεξη μισής περίπου ώρας, η οποία ακούγονταν σαν ένα ναΐφ ραδιοφωνικό θέατρο, την ώρα που στήναμε την σκηνή μας, ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το βράδυ στο ταβερνάκι της περιοχής.

Στο ταβερνάκι, υπήρχε πολύς χρόνος για κουβέντα και το κρασί βοηθούσε όταν το αδιάφορο των θεματικών που αναπτύσσονταν , ξεπερνούσε τα όρια του καλτ. Αρχικά ανταλλάξαμε όλα τα δημογραφικά μας στοιχεία, μέχρι δυο γενιές πίσω. Η κυρία Λαμπρινή ήταν πρόσφυγας από την Κωνσταντινούπολη, μεγαλωμένη εκεί έως τα 20 της χρόνια. Πρέπει να παραγγείλαμε τουλάχιστον δύο μισόκιλα όσο ταξιδεύαμε στα στενά του Βοσπόρου, και γευόμασταν νοητά ταούκ κιοκσού, και τσιγκ κιοφτέ. Μια ωραία περιπλάνηση που μας επιφύλασσε και μια έκπληξη στο τέλος της, αφού έκλεισε με τη φράση: « Δεν βαριέστε ρε παιδιά , πάλι με χρόνια με καιρούς…». Πριν προλάβει να μας πει για το «Μαρμαρωμένο Βασιλιά» (δεν θα το άντεχα), την διέκοψα, προσπαθώντας να αποτρέψω ένα εθνικιστικό παραλήρημα για τη «μεγάλη Ελλάδα».

«Δε βαριέσαι κυρία Λαμπρινή» της είπα, «και τι πάει να πει ‘δικια μας’ εδώ πλέον ούτε το σπίτι μας δεν μας ανήκει…» και συνέχισα μιλώντας για τα χαράτσια, τη σημερινή κατάσταση γενικότερα, προσπαθώντας να καταδείξω τον εσωτερικό εχθρό και την «πέμπτη φάλαγγα», με έναν άμεσο και λιτό λόγο, όπως άρμοζε στην περίσταση και στον συνομιλητή μου.

Η κυρία Λαμπρινή ήταν άνεργη, είχε μαζέψει αρκετά χρόνια ένσημα, όπως έλεγε, και ενώ ετοιμαζόταν να βγει στην σύνταξη, μετά τις πρόσφατες αλλαγές, ενημερώθηκε ότι θα βγει στην σύνταξη στα 68 και ήταν μόλις 59(!). Έτσι αναγκαστικέ να περιμένει στην παραλία να χάσει κάποιος τη σαγιονάρα του, για να βγάλει ένα μικρό μεροκάματο. Παρ’όλα αυτά την απασχολούσε ιδιαίτερα η έκταση του ελληνικού κράτους και η προσάρτηση της Πόλης και της Μικράς Ασίας σε αυτό. «δεν τους αφήνεις εκεί που βρίσκονται, μπας και γλυτώσουν από τη φτώχια που μας περιμένει» συμπλήρωσε ένας από το διπλανό τραπέζι.

Προσπάθησα πάλι να αποφύγω την γεωπολιτική και οδηγηθήκαμε στα προβλήματα της κοινωνίας. Για τα οποία βέβαια κατά την κυρία Λαμπρινή ευθύνονταν οι μετανάστες που μας παίρνουν τη δουλειά και είναι και αλλόθρησκοι.

-Καλά εσύ τα λες αυτά, κυρία Λαμπρινή, που σε έδιωξαν από τον τόπο σου;

Κουβέντα στην κουβέντα, η κυρία Λαμπρινή, μας εξομολογήθηκε ποιο κόμμα ψήφισε στις τελευταίες εκλογές. Φαντάζομαι ότι όλοι έχετε καταλάβει ποιο. Εντάξει και εγώ το είχα καταλάβει, αλλά είναι άλλο να το ακούς λάιβ και με το συνοδευτικό : «για να ξεβρομίσει ο τόπος».

-Από τι να ξεβρομίσει κυρία Λαμπρινή; της είπα.

-Μα από τους μετανάστες που μας έφεραν σε αυτό το σημείο…

Της γνωστοποίησα ότι οι πολιτικοί που ψηφίζουν τα μνημόνια είναι όλοι γηγενείς. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα για κοινωνιολογικούς λόγους να τσεκάρω πως επιδρά η οικογένεια και ο παράγοντας ηλικία, στις προκαταλήψεις απέναντι στους μετανάστες. Και ρώτησα:

-Τα παιδιά σου τι σου λένε για όλα αυτά;

-Δεν κουβεντιάζουμε συχνά, ο ένας είναι δύο χρόνια στη Γαλλία και ο άλλος έξι μήνες στην Αγγλία.

-Α! μετανάστες, της είπα χωρίς να καταφέρω να κρύψω την έκπληξή μου.

Η Λαμπρινή τα έχασε για κάποια δευτερόλεπτα. Ήταν σίγουρα μια ιδιότητα που δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι έχουν οι γιοι της.

Η σκηνή της συνειδητοποίησης δεν περιγράφεται με λόγια ούτε στα καλικατζαρίσια.

Θα μπορούσα να κλείσω αυτό το κείμενο με το κλισέ σύνθημα : «οι παππούδες μας πρόσφυγες, οι γονείς μας μετανάστες… εμείς ρατσιστές;», αλλά θα έπρεπε να το εκσυγχρονίσω σε : «εμείς πρόσφυγες, τα παιδιά μας μετανάστες …Εμείς ρατσιστές».

Η συνειδητή ή η υποσυνείδητη μη συνειδητοποίηση του αυτονόητου κάνει θραύση στην εποχή μας όπου ο λαϊκισμός, και η τεχνητή ή υπαρκτή άγνοια (και άνοια) είναι πλεονέκτημα και προσόν.

Κυρία Λαμπρινή, αν κάποια μέρα ανοίξεις το ψυγείο σου και δεις ένα ελέφαντα να σου τρώει τις μπανάνες μην απορήσεις. Είναι αλήθεια, οι ελέφαντες τρώνε μπανάνες.

Κυρία Λαμπρινή, παραδόξως χάρηκα για τη γνωριμία. Την επόμενη φορά θα αγοράσω και ‘φο μπιζού’ από τον πάγκο σου.

(Η παραπάνω ιστορία είναι πραγματική. Το μόνο που είναι φανταστικό είναι το όνομα της πρωταγωνίστριας, για ευνόητους λόγους.)

 Kalikatzarakos.

0 0 votes
Βαθμολογία άρθρου
Subscribe
Notify of
guest
0 Σχόλια
Inline Feedbacks
View all comments