Από το πολιτικό μπλογκ Στη Γαλαρία
Δύο μέρες μόνο.
Τόσες ήταν αρκετές για να διαλευκάνουν οι αρχές την υπόθεση της απόπειρας χρηματισμού του Π. Χαϊκάλη. Μία ακόμα ύποπτη υπόθεση πάει βιαστικά στο αρχείο, παρότι σκιαγραφεί έναν παρασκηνίακό παρακρατικό μηχανισμό. Παρότι ενδέχεται να εμπλέκονται τράπεζες (στην Εμπορική είχε δάνειο ο Χαϊκάλης για το οποίο θα είχε χαριστικό διακανονισμό), υπόκοσμος και ξέπλυμα χρήματος (“γνωστοί” στην Ελβετία που θα μετέφεραν χρήματα, ράβδοι χρυσού, μασούρια “γαμημένα”-προσημειωμένα από παλαιότερες εγκληματικές υποθέσεις), επιχειρηματίες που έχουν κοινό κουμπαρά και θέλουν να εκλεγεί ΠτΔ, και πολιτικά πρόσωπα (αφού ο Αποστολόπουλος αναφέρει επώνυμα τον Σαμαρά).
Η εισαγγελία παρουσιάζει απερίγραπτη έλλειψη διάθεσης να προχωρήσει η έρευνα. Στα μεγάλα και σημαντικά ερωτήματα, αντί διερεύνησης, χρησιμοποιεί εικασίες, εκτιμήσει και υποκειμενικές διαπιστώσεις. Μαντική! Έτσι, οι άνθρωποι της δικαιοσύνης, αντί να δίνουν μάχη για να δοθούν οι απαραίτητες εξηγήσεις στα εύλογα ερωτήματα του λαού, δίνουν μάχη να ακυρώσουν τις ίδιες τις ερωτήσεις. Κι αυτό γίνεται εμφανώς άγαρμπα, πρόχειρα, χρήσει νομικίστικων ακροβατικών. Για παράδειγμα, δημιουργείται επικίνδυνο προηγούμενο όπου θα αρκούν τα εξής τεκμήρια για την αθωότητα όποιου επιχειρεί χρηματισμό: α) το να καταγράφει τα ραντεβού με τον υποψήφιο στόχο, β) να δηλώσει ότι είχε καλές προθέσεις να τσεκάρει ή να αποκαλύψει την ανηθικότητα του στόχου.
Από όπου και να την πιάσει κανείς την υπόθεση, όσες απόψεις κι αν ακούσει από αυτές που έχουν ειπωθεί τις δύο αυτές μέρες, στέρεα συμπεράσματα δε πρόκειται να βγάλει. Μόνο στέρεα ερωτήματα βλέποντας το απόσπασμα της καταγραφής.
Γιατί ο πρωθυπουργός μηνύει τον Χαϊκάλη αλλά όχι ΚΑΙ τον Αποστολόπουλο που τον χρησιμοποιεί (μάλιστα καταγράφει τις συνομιλίες);
Γιατί ο Αποστολόπουλος, ενώ από τη μία ισχυρίζεται ότι επιδίωκε να αποδείξει την ατιμία Χαϊκάλη με το να τον προκαλέσει να πράξει ένα σημαντικό πολιτικό και ποινικό παράπτωμα με προσωπικό αντάλλαγμα, από την άλλη, δεν ανασκευάζει την άποψή του δεδομένου ότι ο τελευταίος όχι μόνο δε “τσίμπησε” αλλά εξέθεσε δημόσια το θέμα; Και γιατί, αφού δεν πέτυχε η “παγίδα”, ο Αποστολόπουλος επιστρέφει με μία ασήμαντη -συγκριτικά με την προηγούμενη- κατηγορία για τα αδήλωτα 5000 ευρώ του Χαϊκάλη;
Πως μπορεί κάποιος να “φυτέψει” μηχανισμούς παρακολούθησης (δηλ. μη φορητούς) σε ένα κλασσάτο ιδιωτικό ξενοδοχείο και με τη συγκατάθεση/άδεια ποιου;
Έστω άτομο Χ που δεν έχει σχέση με τους προαναφερθέντες, που έχει διατελέσει στέλεχος τραπεζών (ελληνικών αλλά και ξένων), στέλεχος μεγαλοεπιχειρήσεων με προνομιακή σχέση με το δημόσιο και την πολιτική εξουσία, που έχει διατελέσει σύμβουλος πρωθυπουργών και αρχηγών διαφορετικών κομμάτων και μέλος του στενού τους περιβάλλοντος, και όλα αυτά χωρίς να είναι ευρύτερα γνωστός στον κόσμο, μέχρι κάποια μέρα να εμπλακεί σε μεγάλο πολιτικό σκάνδαλο με ενδείξεις για εκτέλεση εντολών μεγάλων συμφερόντων. Αναρωτιέμαι φωναχτά αν η διαδρομή του ατόμου Χ είναι χαρακτηριστική ενός καταφερτζή-χώστη που κάνει τη δουλειά του χωρίς να τον παίρνουν χαμπάρι, ή είναι χαρακτηριστική ενός ΠΡΑΚΤΟΡΑ που εξ αντικειμένου είναι και καταφερτζής-χώστης που εκτελεί τις εντολές που λαμβάνει χωρίς να τον παίρνουν χαμπάρι.
Δεν είναι δουλειά μας να κάνουμε τους ντετέκτιβ ή τους δικαστές. Δουλειά μας είναι να απαιτούμε από το θεσμό της δικαιοσύνης και όποιες άλλες αρχές να κάνουν αυτό που πρέπει. Δε μπορεί να δεχθεί κανείς την ταχύτητα και προχειρότητα που κλείνει το θέμα. Ακόμα και ο Σέρλοκ Χολμς, όταν απορρίπτει απότομα μία υπόθεση που φαινομενικά έχει “ψωμί”, προκαλώντας φυσικά έκπληξη και δυσαρέσκεια στον δρα. Γουάτσον (η απορία του οποίου συνήθως ταυτίζεται με αυτή του θεατή), δε γυρνάει να πει στον Γουότσον “γιατί έτσι γουστάρω, ρε!”. Στην αμέσως επόμενη σκηνή ο ίδιος ο ντετέκτιβ ξοδεύει μερικά λεπτά αναφέροντας όλες τις μικρές λεπτομέρειες της ιστορίας στον συνεργάτη του, τα στοιχεία εκείνα που τελικά επιβεβαιώνουν τη δαιμόνια ικανότητά του. Τις ελληνικές αρχές Σέρλοκ Χολμς δε τις λες πάντως, ούτε ως προς την αποτελεσματικότητα, ούτε ως προς την πειστικότητα!
Οι πρακτικές fast-track φέρνουν στο μυαλό πάντα κάτι από Χούντα. Τέτοιες πρακτικές επέβαλε η σημερινή κυβέρνηση κατά το βίο της σε θέματα οικονομικά και κοινωνικά. Στην υπόθεση χρηματισμού Χαϊκάλη (και παλιότερα στην υπόθεση Μπαλτάκου), γνωρίσαμε και την εκδοχή της fast-track δικαιοσύνης. Μάλιστα, η απαράμιλλη ταχύτητα, αναντίστοιχη των απαιτήσεων της συγκυρίας, μας παρουσιάζεται ως δείγμα αποτελεσματικότητας. Το ίδιο έκανε και η Χούντα όταν είχε αυτο-δεσμευθεί ότι θα επεξεργάζεται και θα απαντά μέσα σε 8 ημέρες όποια επιχειρηματική πρόταση κατέθετε ιδιώτης [1]. “Δείγμα αποτελεσματικότητας”, το παρουσίαζαν. Παρ’ όλα αυτά, για να είναι αξιόπιστη μια τέτοια διαδικασία αξιολόγησης συνήθως απαιτούνται εβδομάδες, ακόμα και μήνες. Το αποτέλεσμα ήταν, φυσικά, ότι τα κριτήρια αξιολόγησης μιας πρότασης προέρχονταν από οτιδήποτε άλλο εκτός της ουσιαστικής επεξεργασίας της. Κάτι τέτοιο θυμίζει κα “αποτελεσματικότητα” των θεσμών τη σήμερον.
+Υπαρκτός Παϊσιανισμός+ το σύγχρονο καθεστώς της Ελλάδας
Χούντα έχουμε; αναρωτιόμαστε κατά καιρούς. Όχι, δεν έχουμε Χούντα, αλλά ούτε κατά διάνοια Δημοκρατία. Έχουμε ένα καθεστώς κοινοβουλευτισμού που κρατά τον λαό σε ομηρία σπέρνοντας φόβο, χρησιμοποιώντας αισχρή προπαγάνδα και κάποιες χουντικές πρακτικές. Ταυτόχρονα όμως θέλει να παριστάνει τη Δημοκρατία.
Αν χαλαρώσουμε και φιλοσοφήσουμε λίγο όλη τη συμπεριφορά του συστήματος εξουσίας (του πυρήνα αλλά και των δορυφόρων του) θα δούμε ότι όλες οι δυνάμεις της “ευθύνης” και του “άγχους για το καλό της πατρίδας” συγκλίνουν στην ξεπέτα των ζητημάτων, το μπάλωμα των υποθέσεων, στο… fast-track κουκούλωμα. Όλοι βλέπουμε τις ακαθαρσίες που βγαίνουν από το βόθρο, και οι άνθρωποι του συστήματος σπρώχνονται ποιος θα κλείσει πρώτος το καπάκι. Κι έχουν εισάγει και το αντίστοιχο μέτρο δημοκρατίας: όσο πιο αποφασιστική είναι η πολιτική περσόνα για το ότι πρέπει να κλείσει το καπάκι του βόθρου, τόσο πιο δημοκράτης θα πρέπει να θεωρείται.
Το ίδιο κουκούλωμα έκαναν με την οικονομία και τα ελλείμματα, τα σκάνδαλα με τις μίζες, τα βατοπέδια και τους παπάδες, τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τη Χρυσή Αυγή, τη διαφθορά στα σώματα ασφαλείας, τη διαφθορά στον κρατικό μηχανισμό, κ.α. Κάθε φορά κάποιος από αυτούς έτρεχε και έκλεινε το καπάκι του βόθρου χωρίς πρώτα να τον καθαρίζουμε. Αναμενόμενο ήταν σε κάθε επόμενο άνοιγμα τα πράγματα να γίνονται και χειρότερα. Σήμερα έχουμε την προδιαγεγραμμένη υπερχείλιση.
Εμείς οι υπόλοιποι που ψάχνουμε την αλήθεια, που ζητάμε να εξεταστούν οι υποθέσεις και να τιμωρηθούν οι υπαίτιοι, είμαστε οι “εχθροί του έθνους”. Με τον τρόπο τους λένε πως είμαστε οι “μύγες” που τη βρίσκουν να κάθονται πάνω στις ακαθαρσίες και να τις σκαλίζουν. Ενώ οι άλλοι, αυτοί που διαγκωνίζονται να κλείσουν το καπάκι του βόθρου κάθε φορά για να μη βλέπουμε την κατάσταση, είναι κάτι σαν συμπαθέστατες “μέλισσες” που πετάνε από λουλούδι σε λουλούδι και βλέπουν τη θετική πλευρά της ζωής.
Ε, λοιπόν όλη αυτή η θεώρηση και οι συμβολισμοί έχουν και θρησκευτική διάσταση! Μη ξεχνάμε ότι έχουμε πρωθυπουργό που έχει ιδιαίτερη σχέση με τα Θεία, τα οποία συμβουλεύεται στις δύσκολες αποφάσεις, όπως έχει εξομολογηθεί.
Διαβάστε, λοιπόν, μία -φερόμενη ως- διδαχή του Γέροντα Παϊσιου [2] που θα περιέγραφα ως “Ύμνο στο κουκούλωμα”. Το θέμα αφορά το τί μπορεί να απαντήσει κάποιος στους ανθρώπους που παραπονιούνται για τη διαφθορά των κληρικών έχοντας μάλιστα αποδείξεις. Βρείτε τις αναλογίες με την συνολικότερη συγκυρία και θα καταλάβετε αμέσως γιατί το σύγχρονο ελληνικό καθεστώς θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως +Υπαρκτός Παϊσιανισμός+.
Θα καταλάβετε γιατί οι ισχυρές ενδείξεις ή και αποδείξεις δεν έχουν σχεδόν καμία σημασία για τους ταλιμπάν παϊσιανιστές. Οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να εφαρμόζουν Συντάγματα και νόμους – εφαρμόζουν κατευθείαν Παϊσιο.
Και φυσικά, κατά το πως θέλουν οι άρχοντες, διδάσκεται και το ποίμνοιο…
>> Ρωτήσαμε μιὰ μέρα τὸν Γέροντα γιὰ τὸ ἑξῆς πρόβλημα ποὺ ἀντιμετωπίζουμε:
«Ἔρχονται μερικοὶ ἄνθρωποι καὶ μᾶς λένε:Ὁ τάδε ἱερέας παίρνει πολλὰ λεφτὰ ἀπὸ τὰ μυστήρια, ὁ δεῖνα καπνίζει πολλλὰ τσιγάρα καὶ πηγαίνει στὰ καφενεῖα, ὁ ἄλλος λένε πὼς εἶναι ἀνήθικος καί, γενικά, βγάζουν ἕνα δριμὺ κατηγορητήριο ἐναντίον τῶν κληρικῶν καὶ μάλιστα παρουσιάζουν μαζὶ κι ἀποδείξεις τῶν ὅσων λένε. Σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τί μποροῦμε νὰ λέμε;»
Τότε, ὁ Γέροντας ἄρχισε νὰ μᾶς λέει:
«Γνώρισα ἐκ πείρας ὅτι σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ οἱ ἄνθρωποι εἶναι χωρισμένοι σὲ δύο κατηγορίες. Τρίτη δὲν ὑπάρχει -ἢ στὴ μία θὰ εἶναι ἢ στὴν ἄλλη.
Ἡ μία, λοιπόν, κατηγορία τῶν ἀνθρώπων μοιάζει μὲ τὴ μύγα… ὅταν δεῖ τὴν ἀκαθαρσία, τότε ἀμέσως θὰ κατέβει καὶ θὰ καθίσει πάνω σ’ αὐτὴν καὶ θὰ ἀρχίσει νὰ τὴν ἀνασκαλεύει…Εἶναι ἡ κατηγορία τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔχει μάθει πάντα νὰ σκέφτεται καὶ νὰ ψάχνει νὰ βρεῖ ὅ,τι κακὸ ὑπάρχει, ἀγνοώντας καὶ μὴ θέλοντας ποτὲ νὰ σταθεῖ στὸ καλό.
Ἡ ἄλλη κατηγορία τῶν ἀνθρώπων μοιάζει μὲ τὴ μέλισσα. Ἡ ἰδιότητα τῆς μέλισσας εἶναι νὰ βρίσκει καὶ νὰ κάθεται σὲ ὅ,τι καλὸ καὶ γλυκὸ ὑπάρχει…
Ὅταν σ’ ἕνα δρόμο βρεθοῦν νὰ περπατοῦν δύο ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν στὶς δύο αὐτὲς κατηγορίες, τότε φτάνοντας στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ὅπου ἕνας τρίτος ἔκανε τὴν «ἀνάγκη» του, ὁ ἄνθρωπος τῆς πρώτης κατηγορίας, θὰ πάρει ἕνα ξύλο καὶ θ’ ἀρχίσει νὰ σκαλίζει τὶς ἀκαθαρσίες.
Ὅταν, ὅμως περάσει ὁ ἄλλος, τῆς δεύτερης κατηγορίας, ποὺ μοιάζει μὲ τὴ μέλισσα, προσπαθεῖ νὰ βρεῖ τρόπο νὰ τὶς σκεπάσει μὲ χῶμα καὶ μὲ μία πλάκα, γιὰ νὰ μὴν αἰσθανθοῦν καὶ οἱ ἄλλοι περαστικοὶ τὴ δυσωδία αὐτή, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὶς βρωμιές».
Καὶ κατέληξε ὁ Γέροντας:
«Ἐγὼ σὲ ὅσους ἔρχονται καὶ μοῦ κατηγοροῦν τοὺς ἄλλους -καὶ μὲ δυσκολεύουν- τοὺς λέω αὐτὸ τὸ παράδειγμα καὶ τοὺς ὑποδεικνύω νὰ διαλέξουν σὲ ποιὰ κατηγορία θέλουν νὰ βρίσκονται καὶ ἀναλόγως νὰ ψάξουν νὰ βροῦν καὶ τοὺς ἀνάλογους ἀνθρώπους τῆς κατηγορίας τους».
Από όλο αυτό, θα πρέπει να κρατήσουμε μόνο την τελευταία αποστροφή ως συμβουλή: να αναρωτηθούμε και να αποφασίσουμε με ποιους θέλουμε να είμαστε. Με αυτούς που κουκουλώνουν ή με αυτούς που ξεσκεπάζουν και ζητούν δικαιοσύνη;
Από το πολιτικό μπλογκ Στη Γαλαρία
Αναφορές
[1] Δυστυχώς για τους υμνητές της επταετίας αλλά και τους φανατικούς θιασώτες των fast-track επενδύσεων, οι χουντικοί περίμεναν κερδοσκόπους κι επενδυτές της αρπαχτής με ανοιχτές αγκάλες: Ο Καναδός συγγραφέας Ζαν Μεϊνό σημειώνει στο βιβλίο του “Αναφορά πάνω στην κατάργηση της δημοκρατίας στην Ελλάδα” (“Rapport sur l’ abolition de la democratie en Grece”, Μόντρεαλ 1967, σ.102-3): “Μία από τις πρωτοτυπίες αυτού του κειμένου είναι ότι ορίζει πως πρέπει να υπάρξει απόφαση μέσα σε οκτώ ημέρες από από την κατάθεση κάποιας αίτησης για επενδύσεις στη χώρα. Αυτή η ταχύτητα προοριζόταν να επιδείξει την αποτελεσματικότητα του νέου καθεστώτος, στην πράξη όμως σημαίνει ότι, αν πρόκειται πράγματι για καινούριες αιτήσεις, η απόφαση θα παρθεί χωρίς σοβαρή εξέταση του ζητήματος”. [πηγή: Οι έωλοι μύθοι της Χούντας]
[2] πηγή: enromiosini.gr, υπάρχει όμως σε πάρα πολλά θρησκευτικά ιστολόγια.