Κράτος Βαλκανία.
Πόλη Αιθερία.
Ο Παυσανίας, ο εξηνταπεντάχρονος άστεγος με το πλούσιο μαλλί και την γενειάδα καθόταν γύρω από το βαρέλι με την φωτιά. Οι φλόγες φώτιζαν το υγρό από την βροχή στενάκι. Τριγύρω του ένα μάτσο μπόμπιρες σχημάτιζαν έναν κύκλο και τον άκουγαν σχεδόν θαρρείς, με θρησκευτική ευλάβεια.
{"video":"https://www.youtube.com/watch?v=jNbF8Zs9Zn8","width":"800","height":"450"}
-Οι πολυεθνικές, με πολιτικό εργαλείο τον νεο-φιλελευθερισμό αποκτούσαν συνεχώς δύναμη. Ο Τσόμσκι έγραφε από την δεκαετία του 90 πως άρχισαν να ιδιωτικοποιούνται τα κέρδη και να κοινωνικοποιούνται τα χρέη. Οι πολιτικοί τις βοήθησαν να αποκτήσουν τόση δύναμη ώστε στο τέλος αυτές παραγκώνισαν και τους ίδιους και ανέλαβαν μόνες τους την διακυβέρνηση των χωρών.
Τα παιδάκια τον κοίταξαν στα μάτια. Ο Παυσανίας δάκρυσε.
-Μας πήραν την ζωή οι μπάσταρδοι, είπε, και αμέσως συνοφρυώθηκε ζητώντας συγγνώμη για τις άσχημες εκφράσεις.
-Και οι παλιές μαφίες; ρώτησε ένας πιτσιρικάς.
-Οι ξεπουλήμενοι με τα πιστόλια; ρώτησε ο Παυσανίας και συνέχισε: οι πολυεθνικές αποκτώντας δύναμη ήθελαν να αποικιοποιήσουν ολοένα και περισσότερες δραστηριότητες των κοινωνιών. Ακόμα και τις εγκληματικές. Πρότειναν στις συμμορίες και τις μαφίες να ενταχθούν ως υπάλληλοι στις εταιρείες τους. Να δέρνουν και να σκοτώνουν για λογαριασμό των οικονομικών καρτέλ και των τραστ και όχι των Νονών. Οι Νονοί μετατράπηκαν σε κάτι σαν προιστάμενοι των εγκληματικών δραστηριοτήτων. Κάποιοι Νονοί δέχτηκαν. Κάποιοι όχι. Αυτοί που αρνήθηκαν αντιμετώπισαν μια ολομέτωπη επίθεση από την στρατικοποιημένη πλέον αστυνομία, τις πολυεθνικές και τις συμμορίες που εντάχτηκαν στο νέο καθεστώς. Αντιστάθηκαν αλλά δεν άντεξαν για πολύ. Οι περισσότερες συμμορίες προδόθηκαν εκ των έσω και πέσανε.
Ένας άλλος πιτσιρικάς σήκωσε το χέρι του σαν να ήταν στο σχολείο. Ο Παυσανίας του έκανε ένα νεύμα να μιλήσει.
-Και ο Βολόντια; Πότε ήρθε ο Βολόντια;
-Την πιο σκοτεινή και κατάλληλη ίσως στιγμή! Εμφανίστηκε όταν τα κινήματα είχαν εξαφανιστεί, εξαιτίας των μικροπολιτικών τους διαφορών και της σφοδρής επίθεσης του νέου κράτους. Η απογοήτευση είχε ήδη κυριαρχήσει σε όλο τον λαό. Η μοιρολατρία είχε γίνει καθεστώς εντός των παροικιών αστέγων μέσα στην πόλη. Ο κόσμος είχε πάψει να ελπίζει και άρχισε να παρακαλάει σχεδόν για μια σφαίρα από την αστυνομία ή τις συμμορίες. Η δουλεία είχε γίνει τρόπος ζωής. Θα μπορούσες να πεις πως το μυαλό του Βολόντια ήταν το τελευταίο αμόλυντο σε έναν κόσμο όπου οι φτωχοί άρχισαν να φοβούνται την ζωή και να επιζητούν τον θάνατο. Τότε εμφανίστηκε… Από το πουθενά… Χωρίς να έχει κανένα συμφέρον και πρόσφερε μια μικρή δικαιολογία για ζωή.
-Τι ακριβώς έκανε; ρώτησε ένα ακόμη πιτσιρίκι.
-Πυροβόλησε δυο φορές. Μια φορά για να σκοτώσει και μια δεύτερη για να σιγουρέψει πως το θύμα του δεν θα σηκωθεί ξανά όρθιο.
Κεφάλαιο 2
(πιλότος)
{"video":"https://www.youtube.com/watch?v=JXuuH_AXl00","width":"800","height":"450"}
Στο αυτόσχεδιο κλαμπ η χαρντ ροκ μουσική σε «κύκλωνε» θαρρείς από παντού. Οι καλλίγραμες τραβεστί πήγαιναν και ερχόταν με δίσκους στα χέρια. Από το ταβάνι στο κέντρο του μαγαζιού κρεμόταν δύο κλουβιά όπου μέσα τους χορεύαν με αδαμιαία περιβολή δύο πανύψηλες φιγούρες με τους πελάτες από κάτω να ζητωκραυγάζουν και να σφυρίζουν κάθε φόρα που μια από αυτές έβγαζε και πετούσε κάτω ένα κομμάτι από το ύφασμα που φορούσαν.
Ο Λευτέρης καθόταν σε ένα τραπέζι μόνος του στο πίσω μέρος του τραβεστί κλαμπ. Με το βλέμμα του σάρωνε έναν προς έναν τους πελάτες. Ήταν όλοι τους ο κύριος “αιμοδότης” της συνοικίας των αστέγων και αποκλεισμένων από το νέο καθεστώς. Τα λεφτά που αφήναν για να περάσουν μια όμορφη βραδιά με κάποια τραβεστί ή κάποια κοπέλα που εκπορνευόταν, με το πρώτο φως του ήλιου τάιζαν τις οικογένειες των εταίρων της νύχτας. Οι πελάτες ήταν ως επι τω πλείστον άνθρωποι βολεμένοι από το καθεστώς, καθώς και κάποιοι που ακόμα δεν πρόλαβε το καθεστώς να τους τα πάρει όλα.
Ο Λευτέρης είδε την Σουζάν, τη μελαχρινή τραβεστί να πλησιάζει στο τραπέζι του. Έφτιαξε την τραγιάσκα του και ανακάθισε.
-Έχουμε τίποτα; Ρώτησε η Σουζάν καθώς καθόταν απέναντι από τον Λευτέρη.
-Την μάρκα του αμαξιού, απάντησε ο Λευτέρης.
-Μόνο;
Ο Λευτέρης έσπρωξε ένα χαρτάκι προς το μέρος της Σουζάν. Η τραβεστί το διάβασε.
-Πες στα κορίτσια να έχουν τον νου τους αν δουν το συγκεκριμένο αμάξι, είπε ο Λευτέρης και σηκώθηκε να φύγει.
-Γιατί μας βοηθάς; Τον ρώτησε η Σουζάν.
-Γιατί κάποιος πρέπει να το κάνει, απάντησε και έφυγε.
Βγαίνοντας έξω είδε σειρήνες περιπολικών. Η καρδιά του πιάστηκε. Κόσμος συγκεντρωνόταν δημιουργώντας έναν κύκλο στην απέναντι από το μαγαζί γωνία. Ο Λευτέρης πλησιάσε με αργά βήματα. Ακόμη μια τραβεστί κείτοταν κατακρεουργημένη στο βρεγμένο οδόστρωμα.
Σε λίγο στο σημείο ήταν και η Σουζάν με μερικά κορίτσια από το μαγαζί. Στεκόταν ακριβώς πίσω από τον Λευτέρη.
Ο ιατροδικαστής ήταν σκυμμένος πάνω από το άψυχο σώμα της τραβεστί. Όταν σηκώθηκε αντίκρυσε το πλήθος των κατοίκων της Ιθώμης. Ένας άστεγος παππούς με γενειάδα και σκούφο στο κεφάλι που κρατούσε ένα μπουκάλι ουίσκι στο χέρι ρώτησε:
-Από τι πέθανε γιατρέ;
Ο ιατροδικαστής κοίταξε φευγαλέα τους αστυνομικούς και ύστερα απάντησε:
-Ανακοπή καρδιάς, προφανώς το θύμα ήταν τοξικομανής.
Ο γεροντάκος βλαστήμησε.
-Μας καταντήσατε να ζούμε σαν ζώα. Τουλάχιστον μην μας κοροιδεύετε μπροστά στα μούτρα μας, φώναξε πετώντας το μπουκάλι με το ουίσκι προς το μέρος του ιατροδικαστή, χτυπώντας τον στο κεφάλι. Αμέσως οι αστυνομικοί που παρευρίσκοταν εκεί όρμησαν να τον συλλάβουν. Το πλήθος αντέδρασε για να προστατεύσει τον γεροντάκο απωθώντας με σπρωξιές την αστυνομία.
Ένας αστυνομικός έτρεξε στο περιπολικό και ζήτησε ενισχύσεις. Μόλις άφησε τον ασύρματο από τα χέρια του και γύρισε, αντίκρυσε το πλήθος να λυντσάρει τους συναδέλφους του και τον ιατροδικαστή.
Ο Λευτέρης άρπαξε την Σουζάν που κλωτσούσε και αυτή με τα τακούνια της τους πεσμένους στο έδαφος αστυνομικούς και την τράβηξε παραπέρα.
{"video":"https://www.youtube.com/watch?v=_HoJSiIiwxA","width":"800","height":"450"}
-Τράβα μέσα και βγάλτε ότι τραπέζι υπάρχει, στον δρόμο για να στήσουμε οδόφραγμα. Επίσης βάλε τα κορίτσια σου να φτιάξουν μολότοφ.
-Για τρεις αστυνομικούς και έναν κουστουμάτο θα στήσουμε οδόφραγμα;
-Σε λίγο η περιοχή θα γεμίσει “με τα πάντα όλα”. Κάνε ότι σου λέω αν θες να υπάρχουν αύριο στην Ιθώμη ζωντανά πλάσματα.
Η Σουζάν έκανε να φύγει αλλά εκείνη τη στιγμή τσιρίδες ακούστηκαν πίσω από τον Λευτέρη. Γύρισαν και οι δυο τους και είδαν μια κοπέλα με αλλοπρόσαλλο ύφος και παραμορφωμένο από τον θυμό πρόσωπο να απευθύνεται στον Λευτέρη.
-Δεν θα μεταφέρεις εδώ μέσω των διαταγών σου τις πατριαρχικές σου προκαταλήψεις, μέσα από την θέση ισχύος που σου δίνει η φαλλοκρατική κοινωνία, πάνω στις ανυπεράσπιστες τρανς!
Ο Λευτέρης έδειξε με το δάχτυλο στο στήθος του και την ρώτησε:
-Εγώ όλα αυτά;
-Εσύ! ο ρόλος του άντρα-αφέντη –καταπιεστή –ανατολίτη που προσπαθείς να ενδυθείς δεν σου επιτρέπει να διατάζεις το διαφορετικό ώστε να εξυψώσεις το φετιχοποιημένο «εγώ» σου. Το σύμβολο του άντρα ματσό μπαχαλάκια.
Ο Λευτερής κοίταξε την Σουζάν.
-Από πού ξέφυγε αυτό;
-Είναι η Ράνια. Πριν την κατάρρευση ήταν αναρχικιά. Συμμετείχε σε αντισεξιστικές ομάδες.
-Και γω ήξερα αναρχικούς πριν την κατάρρευση αλλά τέτοιες μαλακίες δεν λέγανε. Πήγαινε και κάνε ότι συμφωνήσαμε, είπε ο Λευτέρης και γύρισε να απαντήσει και στην Ράνια αλλά ένα παλούκι από τα χέρια της προσγειώθηκε στο κεφάλι του, σωριάζοντας τον κάτω αναίσθητο.
Αμέσως η Ράνια φώναξε:
-Ο φασίστας έπεσε, ελάτε κορίτσια.
Μια παρέα κοριτσιών ντυμένα αλλοπρόσαλλα σταν την Ράνια όρμησαν και άρχισαν να χτυπάνε τον αναίσθητο Λευτέρη φωνάζοντας «ψόφα σεξιστικό γουρούνι» και «πάρτα μπάτσε φαλλοκράτη».
Η Σουζάν τόλμησε να ψελλίσει:
-Τι κάνετε εκεί; Πάτε καλά; Οι μπάτσοι είναι εκεί όχι εδώ, δείχνοντάς τους.
Με την Ράνια να της απαντάει:
-Ο φαλλοκράτης σεξιστής άντρας εξουσιαστής είναι δυο φορές μπάτσος.
Κάποιες άλλες αντισεξίστριες έσπρωχναν την Σούζαν να φύγει.
Η Σουζάν έτρεξε προς το μαγαζί. Όταν βγήκε ήδη ακουγόταν οι σειρήνες απ’ τα περιπολικά που προσέγγιζαν την γειτονιά.
Προχώρησε προς το σημείο όπου οι αντισεξίστριες κοπανούσαν με τα παλούκια τον Λευτέρη. Την ακολουθούσαν άλλες δυο τρανς με μαστίγια στα χέρια.
-Ράνια; φώναξε, αρκετά παίξατε.
-Για σένα το κάνουμε Σουζάν.
-Δεν σου ζήτησε κανείς να μας υπερασπιστείτε.
-Και έτσι να είναι το κάναμε σαφές πως φαλλοκρατικές συμπεριφορές δεν θα γίνουν ανεκτές στην Ιθώμη.
-Ειδάλλως τι θα κάνεις;
Η Ράνια φούντωσε. Οι φίλες τώρα παράτησαν το σώμα του Λευτέρη και παρατάχτηκαν απέναντι στις τρανς.
-Υπερασπίζεσαι το φασιστικό γουρούνι;
-Υπερασπίζομαι την λογική παλιοπρεζού, είπε η Σούζαν και τινάζοντας το μαστίγιο της στον αέρα, άρπαξε το παλούκι της Ράνιας και το έφερε με μια επιδέξια κίνηση στα χέρια της. Η αντισεξίστρια σάστισε.
Τα περιπολικά εκείνη την ώρα μαζί με τις κλούβες των μονάδων καταστολής εισέχρονταν στην πλατεία. Η Ράνια έκανε νόημα στο αλλοπρόσαλλο κοπάδι που την ακολουθούσε και τρέξανε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Η Σούζαν με τις δυο φίλες της πήραν στα χέρια τον Λευτέρη και τον σέρνανε προς το εσωτερικό του μαγαζιού ενώ την ίδια στιγμή οι μονάδες καταστολής επιτίθονταν στο πλήθος σε ένα ακόμα κρεσέντο βίας…
Το πρωί στα ερείπια που χρησιμοποιούσε σαν βάση ο Παυσανίας καθόταν όλοι τους γύρω από την φωτιά. Ο Λευτέρης τους διηγούταν τι είχε συμβεί. Όταν τέλειωσε έκανε μια απότομη κίνηση και αμέσως με το χέρι του έπιασε τα πλευρά του κάνοντας και έναν μορφασμό πόνου.
Η Μπέσα κοίταξε τον Βολόντια που πλησίαζε κουτσαίνοντας στην φωτιά και μετά γύρισε στον Παυσανία:
-Δύο από μας δεν μπορούν να κουνηθούν; Τι θα κάνουμε;
Στα ερείπια εμφανίστηκε η Σουζάν μαζί με τον γεροντάκο που επιτέθηκε με το μπουκάλι στον ιατροδικαστή.
-Είδε τους δράστες, τους είπε η τραβεστί.
-Αυτό από μόνο του δεν φτάνει, απάντησε ο Λευτέρης.
-Η πινακίδα; Είναι αρκετό στοιχείο; ρώτησε ο γεροντάκος.
-Πες μας γέρο πως έγινε το σκηνικό; ρώτησε ο Παυσανίας.
{"video":"https://www.youtube.com/watch?v=06H_6oI4EK4","width":"800","height":"450"}
Η βροχή έπεφτε καταρρακτωδώς έξω από το κλαμπ το βράδυ. Η καλλίγραμη τραβεστί έκοβε βόλτες πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο καλυπτόμενη από τα υπόστεγα των μαγαζιών.
Ο γεροντάκος μεθυσμένος την πλησίασε και στάθηκε μπροστά της κοιτάζοντας την.
-Τι θέλεις; Τον ρώτησε η τραβεστί.
Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του γέρου.
-Τα είπαμε ρε πατέρα τόσες φορές. Αυτή είναι η ζωή που επέλεξα να κάνω.
-Πούστης;
Η τραβεστί ξεφύσηξε.
-Και μάλιστα πόρνη; ρώτησε ο γέρος.
-Το ξέρεις πολύ καλά πως κάνω αυτό που κάνω για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Αν είχα μια δουλειά δεν θα αναγκαζόμουν να βγαίνω βράδια στους δρόμους.
Ο γέρος έκατσε στο πεζοδρόμιιο, κατέβασε μια γουλιά από το μπουκάλι με το ουίσκι του. Η κοπέλα έσκυψε ξοπίσω του. Άπλωσε το χέρι του στον ώμο του. Αυτός με μια κίνηση την απόφυγε. Σηκώθηκε και άρχισε να φεύγει περπατώντας μες στην βρόχη και κλαίγοντας. Η κοπέλα τον κοιτούσε με δάκρυα στα μάτια. Εκείνη την στιγμή ένα σπορ αμάξι έστριβε την γωνία και την πλησίαζε.
Ο γέρος τα διηγούνταν όλα αυτά στον Παυσανία και τους υπόλοιπους…
-Τους άκουσα να του φωνάζουν. Κρύφτηκα πίσω από ένα βαρέλι και παρακολουθούσα. Του επιτέθηκαν και τον χτυπούσαν. Έτρεξα, έκανε μια παύση και τους κοίταξε, όσο μπορεί να τρέξει ένας ταλαιπωρημένος γέρος αλκοολικός.
Η Μπέσα έκατσε δίπλα του και του έπιασε το χέρι.
-Όταν έφτασα το αμάξι πέρασε από δίπλα μου. Σχεδόν άκουσα τον συνοδηγό να φωνάζει στον οδηγό να με πατήσουν. Θα με χτύπαγαν αλλά μέσα στην βροχή γλίστρησα και έπεσα στις λάσπες αποφεύγοντας τους άθελα μου. Γύρισα και κοίταξα το αμάξι να απομακρύνεται.
-Και πως σου ήρθε να συγκρατήσεις την πινακίδα;
-Δεν ήταν και κάτι δύσκολο. Αιθερία 200 έγραφε.
Ο Βολόντια, ο Λευτέρης και ο Παυσανίας αλληλοκοιτάχτηκαν.
Ο γεροντάκος ξέσπασε σε λυγμούς φέρνοντας τα χέρια του στο πρόσωπο του.
-Ο γιος μου! Το παιδί μου! Μου πήραν το παδί μου. Ας ζούσε το παιδί μου και ας έκανε αυτό που ήθελε στην ζωή του. Γιατί να σκοτώσουν ένα παιδί που ποτέ δεν πείραξε κανέναν;
Ο Παυσανίας σηκώθηκε και τον πλησίασε. Τον βοήθησε μαζί με την Μπέσα να σηκωθεί όρθιος.
-Τι θες να κάνω αδερφέ; τον ρώτησε.
-Τι μπορείς να κάνεις; αντιρώτησε.
-Τα πάντα! Για αυτήν την περίπτωση τα πάντα, απάντησε ο Παυσανίας.
Ο γέρος κοίταξε τον Βολόντια.
-Λένε πως είσαι Άγιος!
Ο Βολόντια δεν μίλησε. Ντράπηκε και έσκυψε το κεφάλι. Ο γέρος γύρισε την πλάτη του και με την βοήθεια της Σουζάν απομακρύνθηκαν.
Η παρέα κοιτάχτηκαν και τον λόγο πήρε ο Βολόντια.
-Αιθερία200; Τέτοια νούμερα στις πινακίδες έχουν οι άνθρωποι του καθεστώτος.
-Προφανώς κάποιοι γόνοι ανθρώπων του καθεστώτος ανέλαβαν να καθαρίσουν την πόλη, απάντησε ο Λευτέρης, δώστε μου ένα κομπιούτερ και θα βρω ποιοι είναι.
Ο Παυσανίας έφυγε για λίγο. Επέστρεψε με ένα τάμπλετ στα χέρια. Στάθηκε μπροστά στον Λευτέρη και του το πρόσφερε.
-Είπες κάποιοι αποφάσισαν να καθαρίσουν την πόλη. Φρόντισε να μπορέσουμε να την ξαναβρωμίσουμε.
{"video":"https://www.youtube.com/watch?v=OrE2zRtFWBA","width":"800","height":"450"}
Το σπορ αυτοκίνητο διέσχιζε με αργή ταχύτητα τον δρόμο που οδηγούσε προς την βίλα. Οι φρουροί της βίλας το κοιτούσαν παραξενεμένοι. Δεν υπήρχε οδηγος στο τιμόνι. Πλησίασε και απλά έπεσε πάνω στον τοίχο της βίλας. Οι δυο φρουροί με παρατεταμένα τα πολυβόλα τους το πλησίασαν. Ο ένας άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και είδε το γκάζι κολλημένο με μια ταινία κολλητική και στο ταμπλό ένα κομμάτι ξύλο στερεωμένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να κρατάει μπλοκαρισμένο το τιμόνι. Κοιτάχτηκαν με απορία. Στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου ήταν δεμένοι οι πέντε νεαροί που σκότωναν τραβεστί. Οι «Σενιορίτος». Οι φρουροί τους κοίταξαν. Φαίνονταν να κείτονται νεκροί.
Ο πατέρας με τον αδερφό του ενός πετάχτηκαν έξω από την βίλα. Στάθηκαν από πάνω τους ατάραχοι. Ο γιος βλαστήμησε.
-Οι Σενιορίτος θα εκδικηθούν, ξεστόμισε.
-Μην βιάζεσαι, απάντησε ο πατέρας.
Εκείνη την ώρα άκουσε κάτω από τα πτώματα την φωνή του μικρού του γιου. Σκύψανε μαζί με τους φρουρούς και αφού σύρανε τα νεκρά σώματα αντίκρυσαν τον μικρό που ανέπνεε ακόμα. Τότε ήταν που χτύπησε το κινητό του πατέρα. Σηκώθηκε όρθιος. Με ήρεμες κινήσεις το έβγαλε από την τσέπη της ρόμπας του και απάντησε. Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε μια φωνή:
-Χτες βράδυ ένας αλκοολικός πατέρας είδε να σκοτώνουν μπροστά στα μάτια του το γιο του επειδή ήταν τραβεστί, είπε η φωνή.
Μια σφαίρα διέσχισε τον αέρα και καρφώθηκε στην καρδιά του μικρού γιου του.
Ο πατέρας έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν κοίταξε καν το πτώμα. Στράφηκε στον μεγάλο.
-Στο είπα, μην βιάζεσαι, του είπε και κίνησε προς το εσωτερικό της βίλας.
Ο Βολόντια κοιτούσε μέσα από την διόπτρα του όπλου από την απέναντι πλαγιά στηριζόμενος στα κλαδιά ενός δέντρου.
-Δικαιοσύνη, ψιθύρισε.
Μετά κατέβηκε. Έτρεξε προς την εντούρο μηχανή που περίμενε στον δρόμο.
Αντίκρυσε την Μπέσα με το χέρι στο γκάζι.
-Δικαιοσύνη! της είπε και ανέβηκε στην μηχανή πίσω της.
-Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα, είπε η Μπέσα που έβαλε με το πόδι της ταχύτητα και χάθηκε στο βάθος του χωματόδρομου σηκώνοντας σκόνη.
Τελος 2ου κεφαλαίου
συνεχίζεται
για να διαβάσετε τα προηγούμενα και επόμενα κεφάλαια του “Βολόντια” κάντε κλικ εδώ