της Αμέλια Σμιθ (μετάφραση Άντζελα Ιωαννίδου)
Κατά τη διάρκεια μιας διάλεξης στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης το 1997, ο Έντουαρντ Σαΐντ έκανε την ακόλουθη δήλωση σχετικά με το πώς ορίζεται το Ισλάμ από την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες: “Αυτό που περιγράφεται ως Ισλάμ ανήκει στην κατηγορία του Οριενταλισμού, μια κατασκευασμένη θεωρία που εγείρει αισθήματα εχθρότητας και αντιπάθειας εναντίον ενός μέρους του κόσμου που συμβαίνει να είναι στρατηγικής σημασίας για το πετρέλαιο, απειλητικό για τον Χριστιανισμό και τρομακτικά ανταγωνιστικό προς τη Δύση.”
Αυτό είναι μέρος αυτού που ο Σαΐντ αποκάλεσε ως “η σύγκρουση της άγνοιας”. Σχετίζεται με μια αρχή που προτάσσεται από μελετητές όπως οι Σάμουελ Χάντινγκτον και Μπέρναντ Λούις, που υποστηρίζουν ότι η «σύγκρουση των πολιτισμών», ή η διαφορά μεταξύ της Ανατολικής και της Δυτικής κουλτούρας, θα οδηγήσει σε σύγκρουση μεταξύ των δύο περιοχών του κόσμου. Η θεωρία του Σαΐντ, από την άλλη πλευρά, είναι ότι η Δύση απεικονίζει την Ανατολή ως «διεφθαρμένη», «νωθρή» και «μονολιθική» ενώ αυτοχαρακτηρίζεται ως «ανώτερη» ή «προοδευτική», έτσι ώστε να μπορεί να διατηρεί τη Δυτική πολιτισμική ανωτερότητα και τον ιμπεριαλισμό σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Αυτή η αντίληψη τού εμείς-και-αυτοί, βασισμένη στην πνευματική διαίρεση του κόσμου, είναι το βασικό σημείο στο έργο του Σαΐντ. Είναι ένα θέμα που θέτει στο μεγάλο μέρος των βιβλίων του, αν και ίσως το πιο γνωστό από αυτά είναι το βιβλίο του Οριενταλισμός, το οποίο θα ανοίξει αργότερα το δρόμο για τη δημιουργία του πανεπιστημιακού κλάδου των Μεταποικιακών Σπουδών.
Ο Έντουαρντ Σαΐντ γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ υπό την βρετανική εντολή, αλλά μετακόμισε στο Κάιρο, με την οικογένειά του, κατά τη διάρκεια του διωγμού των Παλαιστινίων (Νάκμπα) το 1948, όταν αναγκάστηκαν να γίνουν πρόσφυγες. Για τα πρώτα χρόνια της εκπαίδευσής του είπε ότι έλαβαν χώρα σε “elite αποικιακά σχολεία”. Ο Σαΐντ περιέγραψε το Victoria College στο Κάιρο ως “ένα σχολείο που στην πραγματικότητα δημιουργήθηκε για να εκπαιδεύσει τους Άραβες και τους Λεβαντίνους που επρόκειτο να αναλάβουν την διακυβέρνηση όταν θα έφευγαν οι Βρετανοί”. Μεταξύ των συμμαθητών του ήταν μια σειρά από γνωστά ονόματα, όπως ο Αιγύπτιος ηθοποιός Ομάρ Σαρίφ και ο μελλοντικός βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας.
Αργότερα, ο Σαΐντ μετακόμισε στην Αμερική για να συνεχίσει τις σπουδές του. Με πτυχίο από το Πρίνστον και διδακτορικό δίπλωμα από το Χάρβαρντ, έγινε καθηγητής Αγγλικής και Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Σε όλη την καριέρα του έχει διδάξει σε περισσότερα από 150 πανεπιστήμια και κολέγια και έγραψε δεκάδες βιβλία, πολλά από τα οποία έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Αρθρογραφούσε στον Guardian, στην εφημερίδα New York Times, στη Le Monde Diplomatique, στο Counterpunch, στο New Left Review, στο London Review of Books, στο Al-Ahram, στο Al-Hayat και στο Τhe Nation, για τo οποίo έγραψε και κριτικές κλασικής μουσικής. Το The Nation τον περιέγραψε ως “έναν από τους πιο εξέχοντες ακαδημαϊκούς στις Ηνωμένες Πολιτείες.”
Εκτός από παραγωγικός ακαδημαϊκός και συγγραφέας, ο Σαΐντ ήταν γνωστός και ως αφοσιωμένος πολιτικός ακτιβιστής. Σε μια συνέντευξη της το 2013 στο ΜΕΜΟ, η αδελφή του, Ζαν Σαΐντ Μακντίσι, χαρακτήρισε το 1967 ως “τη χρονιά για τον Έντουαρντ”. “Αυτό είναι που τον άλλαξε, αυτό είναι που τον έκανε να στραφεί και να εμπλακεί με τον ακτιβισμό, επειδή εκείνη η εποχή ήταν πολύ δύσκολη για έναν Άραβα στην Αμερική”, είπε, περιγράφοντας τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης την εποχή εκείνη ως “φαύλα και αδαή”.
Ο Σαΐντ συχνά έγραφε για τις αδικίες που αντιμετωπίζει ο παλαιστινιακός λαός, και ήταν ιδιαίτερα επικριτικός για τις συμφωνίες του Όσλο που υπογράφηκαν μεταξύ του Ισραήλ και της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ). “Όσο για την «ειρηνευτική διαδικασία» του Όσλο, που ξεκίνησε το 1993, έχει απλά ανα-συσκευάσει την ισραηλινή Κατοχή»” έγραψε σε ένα άρθρο του το 2001 για το New Left Review, “προσφέροντας ένα συμβολικό 18 τοις εκατό της γης, που κατασχέθηκε το 1967 από το Ισραήλ, στην διεφθαρμένη Παλαιστινιακή Αρχή του Αραφάτ, ο οποίος κατά τη θητεία του ουσιαστικά αστυνόμευε και έβαζε φόρους στους πολίτες για λογαριασμό του Ισραήλ. ”
Το 2002, μια συλλογή δοκιμίων του πάνω στο παλαιστινιακό ζήτημα συγκεντρώθηκαν στο βιβλίο Το τέλος της ειρηνευτικής διαδικασίας: Το Όσλο και η συνέχεια, στο οποίο γράφει για τον Παλαιστίνιο ηγέτη Γιασέρ Αραφάτ: “Η όλη ιδέα είναι ότι η Παλαιστίνη που οραματίστηκε ο Αραφάτ είναι αυτή που τον αφήνει εντελώς μόνο του να κυβερνάει όπως επιθυμεί, πάντα όμως σε εξάρτηση από αυτό που το Ισραήλ του επιτρέπει να κάνει”. Περιέγραψε τους Ισραηλινούς και την Παλαιστινιακή Αρχή ως “διπλή κατοχή”.
Η αποδοκιμασία του επεκτάθηκε και σε άλλους ηγέτες του αραβικού κόσμου. “Ποιός ηγέτης είναι άξιος θαυμασμού και θα μπορούσε να είναι πρότυπο;” ρωτάει στο βιβλίο του Το Όσλο και η συνέχεια. “Ο αριθμός είναι εξαιρετικά μικρός. Με το ήμισυ του αραβικού πληθυσμού σήμερα να αποτελείται από εξαιρετικά νέους (κάτω των δεκαέξι ετών) ανθρώπους, το κενό στην ηθική ηγεσία είναι πολύ σοβαρό”. Επέκρινε επίσης τα Αραβικά Κράτη για τις πωλήσεις όπλων, τις στρατιωτικές κοινωνίες, τη μείωση των δημοκρατικών ελευθεριών και τια ελλείψεις στην εκπαίδευση και τη γεωργική παραγωγή.
Ο Σαΐντ πρότεινε την ειρήνη μέσω της συνύπαρξης, την αυτοδιάθεση και την ισότητα μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών και πίστευε ότι η “πραγματική ειρήνη” θα έρθει με ένα διεθνικό ισραηλινο-παλαιστινιακό κράτος. Ο Σαΐντ ήταν ανένδοτος στο ότι η Παλαιστίνη δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένας εθνικιστικός σκοπός – με τη νοοτροπία «αυτό είναι δικό μου και το θέλω πίσω» – αλλά πίστευε ότι οπουδήποτε και οποιοσδήποτε υποφέρει από την αδικία θα πρέπει να υποστηρίζεται.
Πέθανε από λευχαιμία το 2003 στην ηλικία των 67 ετών. Δώδεκα χρόνια μετά το θάνατό του, το έργο του και οι απόψεις του παραμένουν διαχρονικά.
https://www.middleeastmonitor.com/20150925-memo-profile-edward-w-said-1-november-1935-25-september-2003/