Ο Albert Woodfox έμεινε σε συνθήκες ακραίας απομόνωσης για 43 χρόνια σε ένα κελί μικρότερο από δύο επί τρία μέτρα, κερδίζοντας τον όχι ζηλευτό τίτλο του φυλακισμένου με την μακρύτερη χρονικά κράτηση σε αυτό το καθεστώς. Συγκεκριμένα μπήκε στην απομόνωση το 1972 και αποφυλακίστηκε την περασμένη Παρασκευή στις 19 Φεβρουαρίου του 2016.
Ο Α. Γούντφοξ καταδικάστηκε το 1972 σε ποινή ισόβιας κάθειρξης για την ανθρωποκτονία σε βάρος του σωφρονιστικού υπαλλήλου Brent Miller. Μαζί του καταδικάστηκαν ο Herman Wallace ο οποίος αποφυλακίστηκε το 2013 για λόγους υγείας αφού έπασχε από καρκίνο στο τελευταίο στάδιο και ο οποίος πέθανε δυο μέρες μετά την απελευθέρωση του αφού πρώτα είχε περάσει 41 χρόνια στην απομόνωση και ο Robert King ο οποίος τελικά αθωώθηκε μετά από 29 χρόνια στην απομόνωση.
Οι τρείς τους ήταν ήδη κρατούμενοι για ένοπλη ληστεία και στην φυλακή είχαν προσχωρήσει στο κόμμα των Μαύρων Πανθήρων οργανώνοντας κινητοποιήσεις στις φυλακές και απεργίες πείνας ενάντια στο καθεστώς του φυλετικού διαχωρισμού και την ρατσιστική βία στην φυλακή από πλευράς της σωφρονιστικής υπηρεσίας καθώς επίσης και στο γεγονός ότι οι μαύροι κρατούμενοι εξαναγκάζονταν να εργάζονται σε φυτείες βαμβακιού και ζάχαρης σε συνθήκες δουλείας.
Στην αγωνιστική τους δράση και στο γεγονός ότι ήταν μέλη των Μαύρων Πανθήρων απέδωσαν οι τρείς τους – που έμειναν γνωστοί ως οι «τρεις της Αγκόλα» από το όνομα της συγκεκριμένης φυλακής – την εναντίον τους δίωξη η οποία οδήγησε σε βαριές καταδίκες από μια μεροληπτική και βαθιά ρατσιστική δικαιοσύνη όπως η αμερικανική.
Στις δυο πρώτες δίκες η διοίκηση της φυλακής δεν προσκόμισε ποτέ τις εκθέσεις που αποδείκνυαν την αθωότητα τους ενώ οι καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων αξιοποίονταν από τους δικαστές μεροληπτικά. Όταν το 2014 οι εναντίον του αποφάσεις ακυρώθηκαν από ομοσπονδιακό δικαστήριο λόγω του γεγονότος ότι θεωρήθηκαν προϊόν ρατσιστικής προκατάληψης η πολιτεία της Λουιζιάνα ξεκίνησε νέα δίωξη οδηγώντας τον σε μια τρίτη δίκη. Υπό το βάρος της εύθραυστης υγείας του και της προχωρημένης του ηλικίας ο Γούντφοξ αποφάσισε να παραιτηθεί από την αξίωση του να αθωωθεί – μια διαδικασία χρονοβόρα και επισφαλής – και να δηλώσει no contest. Μια επιλογή που στο αμερικανικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος δεν δηλώνει ούτε αθώος, ούτε ένοχος αλλά αποδέχεται την αξιοπιστία των στοιχείων ωστόσο αρνείται τις κατηγορίες. Με αυτόν τον τρόπο ο κατηγορούμενος κερδίζει την δυνατότητα μιας συμβιβαστικής ποινής χωρίς δίκη που στην περίπτωση του Γούντφοξ του χάρισε την ελευθερία του.
Ο Γενικός εισαγγελέας της Λουιζιάνα James Goldwater ισχυρίζεται ότι ο Γούντφοξ όλα αυτά τα χρόνια δεν βρίσκονταν σε καθεστώς πειθαρχικής απομόνωσης αλλά σε πτέρυγες προστασίας δικαιολογώντας αυτήν την απόφαση της πολιτείας στο γεγονός ότι ήταν ύποπτος για υποκίνηση ταραχών και ότι είχε ροπή στον «Μαυροπανθυρισμό».
Ο Γούντφοξ πέρασε 43 χρόνια της ζωής του στην απομόνωση της φυλακής Αγκόλα στο Παρίσι της Λουιζιάνα. Στο κελί του με εμβαδό μικρότερο των δύο επί τριών μέτρων υπήρχαν μόνο ένα τσιμεντένιο κρεβάτι, ένας μεταλλικό νιπτήρας, μια μεταλλική τουαλέτα και μια μικρή τηλεόραση. Η μπροστινή πλευρά αποτελούνταν από κάγκελα γεγονός που του επέτρεπε να έχει ακουστική επαφή με άλλους κρατούμενους. Την μια ώρα του προαυλισμού που δικαιούταν την ημέρα την περνούσε χωρίς να έρχεται σε επαφή με κανέναν σε ένα προαύλιο το οποίο στην πραγματικότητα ήταν ένας τσιμεντένιος κύβος που καλύπτονταν από πυκνό συρματόπλεγμα.
Οι συνθήκες κράτησης του χειροτέρεψαν όταν μετήχθει στις φυλακές West Feliciana προκειμένου να περιμένει την τρίτη δίκη για την υπόθεση του, σε ένα κελί με μασίφ πόρτα που αντί για παράθυρο υπήρχε μόνο μια μικρή χαραμάδα.
Στην πρώτη του συνέντευξη ως ελεύθερος πολίτης στην Guardian δήλωσε πως όταν μπήκε σε αυτό το καθεστώς πήρε την απόφαση πως θα επιβιώσει. Ήταν μια συμφωνία που έκαναν οι τρεις τους. Όσο τα χρόνια περνούσαν συνέχιζε να προσπαθεί να βελτιώνει και να κινητροδοτεί τον εαυτό του προσπαθώντας να μείνει συνδεδεμένος με αυτό που συνέβαινε στον έξω κόσμο. Κράτησε το μυαλό του σε εγρήγορση διαβάζοντας εφημερίδες και περιοδικά για τουλάχιστο δυο ώρες την ημέρα ενώ παρακολουθούσε στην τηλεόραση ντοκιμαντέρ και ενημερωτικές εκπομπές.
Ο ίδιος αναφέρεται σε άλλους κρατούμενους που είχαν την ίδια τύχη με αυτόν όχι όμως και την ίδια ανθεκτικότητα και οι οποίοι υπέστησαν τόσο έντονα την πίεση του απομονωτικού εγκλεισμού που είτε εκπέσανε σε μια εμβρυακή κατάσταση και σταμάτησαν να επικοινωνούν με οποιονδήποτε, είτε το μόνο που θέλανε ήταν να ουρλιάζουν και να κάνουν θόρυβο. Η διάλυση της προσωπικότητας εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο στον καθένα.
Ωστόσο και ο ίδιος υπέστη διάφορες βλάβες στην ψυχική του υγεία όπως εκδηλώσεις κρίσεων πανικού και κλειστοφοβίας από τις οποίες υπέφερε σε βαθμό που όταν ξάπλωνε ένοιωθε πως πνίγεται με αποτέλεσμα να κοιμάται καθιστός με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο του κελιού.
Οι στιγμές που έφτασε στα ψυχολογικά του όρια ήταν όταν πέθανε ο σύντροφος, φίλος και συγκατηγορούμενος του Herman Wallace από καρκίνο δυο μέρες μετά την αποφυλάκιση του μετά από 41 χρόνια στην απομόνωση καθώς και όταν δεν του επιτράπηκε να παραβρεθεί στην κηδεία της μητέρας του.
Τα σχέδια του Γούντφοξ ως ελεύθερος πολίτης είναι αφού ασχοληθεί με την υγεία του και την οικογένεια του να αφιερώσει όσες δυνάμεις του έχουν απομείνει στον αγώνα ενάντια στο καθεστώς της απομόνωσης στο οποίο σήμερα βρίσκονται περίπου δέκα χιλιάδες κρατούμενοι των ΗΠΑ και σύμφωνα με τον ίδιο αποτελεί το πιο απάνθρωπο βασανιστήριο που μπορεί κάποιος άνθρωπος να υποφέρει.
Τάσος Θεοφίλου