Διαβάστε επίσης: μέρος πρώτο
του Mark Wetherington
Ενώ ένα μεγάλο μέρος της μουσικής των Fifteen χωράει μέσα στη γενικοτερη κατηγορία της πανκ ροκ μουσικής, το θέμα και το περιεχόμενο των στίχων τους χαρακτηρίζονται από μία ιδιαιτερότητα: σε αρκετές περιπτώσεις, αντί να αναδείξουν τον τρόπο που το σύστημα μπορεί να αλλάξει, οι στίχοι του Ott ενθαρρύνουν τους ακροατές να αμφισβητήσουν την αναγκαιότητα ύπαρξης οποιουδήποτε συστήματος και να αναθεωρήσουν την συνέργεια του δικού τους τρόπου ζωής στη διαιώνισή του.
Δεύτερο κύμα και μία κληρονομιά απάθειας
Προερχόμενο από την ίδια μητροπολιτική περιοχή της Καλιφόρνιας όπως και οι Dead Kennedys, το πανκ συγκρότημα από το Berkeley, Green Day, κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο Dookie, το Φεβρουάριο του 1994. Ο δίσκος πούλησε συνολικά περισσότερα από 10 εκατομμύρια αντίτυπα, έφτασε στη δεύτερη θέση του Αμερικανικού Billboard και επανεισήγαγε την πανκ μουσική στην συνείδηση της μέηνστριμ Αμερικής.
Η απουσία πολιτικής έκφρασης σ’ αυτό το δίσκο δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Ένα σχόλιο στην εφημερίδα New York Times στις αρχές του 1995 έλεγε: “Η απάθεια σπανίως έχει εκδηλωθεί με τέτοιο πάθος”. Έτσι το πανκ είχε επανέλθει στην Αμερική και την γενιά των νέων στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όχι ως ένα εργαλείο πολιτικής έκφρασης αλλά ως ένα μέσο που αναδείκνυε την προσωπική δυσαρέσκεια με τον τρόπο ζωής που επικρατούσε στα Αμερικανικά προάστια. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως ένα εύλογο κοινωνικό σχόλιο, αφού οι ομοιότητες με το στιχουργικό πλαίσιο παλαιότερων συγκροτημάτων όπως οι Black Flag και οι Descendents ήταν προάγγελος της έλλειψης μιας βαθιάς και σύνθετης πολιτικής ανάλυσης που θα στιγμάτιζε την εικόνα του πανκ ως όχημα για πολιτική επανάσταση τα επόμενα χρόνια και αδιαμφισβήτητα θα επηρέαζε μελλοντικούς μουσικούς στην απόφασή τους να επιλέξουν αυτό το είδος μουσικής.
Κι ενώ οι Green Day αποτέλεσαν το πιο ορατό σύμβολο της ανάδυσης μίας πανκ μουσικής αποστασιοποιημένης από τα υψηλά ιδανικά αντικουλτούρας των προκάτοχών τους, αρκετά από τα περισσότερο δημοφιλή υπόγεια πανκ συγκροτήματα που ήταν ενεργά κατά τη διάρκεια της αρχής και των μέσων της δεκαετίας του ‘90 απέφυγαν το ρίσκο της εμπλοκής με την πολιτική φιλοσοφία. Συγκροτήματα όπως The Queers, Screeching Weasel και Mr. T. Experience, έπαιζαν ένα παρόμοιο είδος μουσικής, με ελαφρούς στίχους. Βαθιά επηρεασμένοι από τους Ramones, και μουσικά αλλά και στιχουργικά, αυτά και άλλα συγκροτήματα θα αντιπροσώπευαν μία ανυποχώρητα απολίτικη φράξια της πανκ μουσικής. Ειρωνικά, όλες οι μπάντες υπάγονταν στην δισκογραφική εταιρία “Lookout!” και μοιράζονταν ένα γενικότερο γεωγραφικό χώρο ως κοινωνικά δρώντα και πολιτικά συνειδητοποιημένα συγκροτήματα που έπαιζαν μία μουσική που ενέπιπτε στην κατηγορία του πανκ.
Κυκλοφορώντας τον πρώτο τους δίσκο το 1992, οι Fifteen θα έπαιζαν σε αρκετές από τις ίδιες μουσικές σκηνές όπως άλλα συγκροτήματα της δισκογραφικής εταιρίας “Lookout!”, που περιλάμβανε και τους Green Day μέχρι την μεταγγραφή τους στην πολύ μεγαλύτερη δισκογραφική εταιρία Reprise. Οι Fifteen, αφού κυκλοφόρησαν πανω από 10 δίσκους πριν την τελική τους διάλυση το 2000, θέτουν ένα εντυπωσιακά πολύμορφο θεματικό φάσμα που αφορά έννοιες που σχετίζονται άμεσα με την αναρχική σκέψη και τον πριμιτιβισμό. Εξετάζοντας τους στίχους, που γράφτηκαν από τον κιθαρίστα και τραγουδιστή Jeff Ott, φαίνονται ξεκάθαρα οι δυνατότητες της πανκ μουσικής ως ένα όχημα της αναρχικής πολιτικής φιλοσοφίας.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας τους, οι Fifteen βρήκαν μία ισορροπία ανάμεσα στην ανάδειξη θεμάτων κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και θεωρητικών ζητημάτων που σχετίζονται με τον αναρχοπριμιτιβισμό, μέσω της μουσικής τους. Ωστόσο, ο Ott δεν θεωρεί τον εαυτό του αναρχοπριμιτιβιστή και δεν είναι εξοικειωμένος με αυτο τον όρο. Σημειώνει πως οι συνθήκες και οι εμπειρίες ζωής καθ’ όλη τη διάρκεια της συμμετοχής του στο συγκρότημα θα μπορουσαν να χαρακτηριστούν ως συμβατές με την φιλοσοφία του αναρχοπριμιτιβισμού και γι αυτό πολλοί από τους στίχους του ήταν γεμάτοι με τέτοιες έννοιες.
Οι στίχοι του ήταν αποτέλεσμα της οπτικής που υιοθέτησε μέσα από τις εμπειρίες ζωής και την έκθεσή του στις κοινωνικές δομές των Αυτόχθονων Αμερικανών κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του με ακτιβιστές σε διάφορα πρότζεκτ κοινωνικής δικαιοσύνης στο Berkeley. Ως απάντηση στην ερώτηση “Ποιές εμπειρίες σε βοήθησαν να διαμορφώσεις τις πολιτικές σκέψεις που εκφράζεις στους στίχους σου;”, ο Ott απάντησε: “Πιστεύω πως το γεγονός ότι δεν είχα μόνιμη στέγη από τα 14 μέχρι τα 25 μου χρόνια, μου έδειξε πολύ καθαρά πως η ιδιωτικοποίηση της γης και της κατοικίας είναι ένα από τα χειρότερα πράγματα που έχουν σκαρφιστεί οι άνθρωποι”. Αυτή η άποψη είναι δηλωμένη λιτά και ευφραδώς σε αρκετά τραγούδια, ιδιαίτερα στο “Land” και στο “Payback is Beautiful”. Οι έννοιες της ιδιοκτησίας της γης, της αυτονομίας, του καπιταλισμού και της οικολογίας συχνά πλαισιώνονται από αυτοβιογραφικά στοιχεία ή από ένα μη-αυτοβιογραφικό πρώτο πρόσωπο, μία προσέγγιση που διευκολύνει την επικοινωνία με καθαρό, πειστικό και περιεκτικό τρόπο, για θέματα που συχνά θάβονται σε μία ακαδημαϊκή ορολογία ή ένα ασαφή ιδεαλισμό ανεξάρτητης λογοτεχνίας όπως τα διάφορα έργα που δημοσιεύονται από τον ιστότοπο CrimethInc.
Η απλή και ειλικρινής πρόζα που προσφέρεται προσεκτικά και επιδέξια από τον Ott εναλλασσόταν ανάμεσα σε αυτα τα δύο στυλ, γεγονός που εισήγε τους ακροατές σε μία αναρχοπριμιτιβιστική θεωρία που δεν ήταν ούτε βυθισμένη στο δογματισμό ούτε ανενημέρωτη από ιστορική και κοινωνιολογική άποψη. Εξ ίσου σημαντικό είναι και το γεγονός πως ενώ πολλά από τα τραγούδια τους εξέφραζαν ταυτόχρονα συναίσθημα και ειλικρίνεια, ήταν εν τουτοις απαλλαγμένα από την επιθετικότητα και το θυμό που είχαν γίνει συνώνυμα με το πανκ. Κι ενώ αυτά τα χαρακτηριστικά αποτελούν πόλο έλξης της άγριας και δυσαρεστημένης νεολαίας, πολλοί ακροατές απομακρύνονται από την πανκ μουσική και τα μηνυματά της κατά τη διάρκεια της ηλικιακής ωρίμανσής τους. Ενώ ένα μεγάλο μέρος της μουσικής των Fifteen χωράει μέσα στη γενικοτερη κατηγορία της πανκ ροκ μουσικής, το θέμα και το περιεχόμενο των στίχων τους χαρακτηρίζονται από μία ιδιαιτερότητα: σε αρκετές περιπτώσεις, αντί να αναδείξουν τον τρόπο που το σύστημα μπορεί να αλλάξει, οι στίχοι του Ott ενθαρρύνουν τους ακροατές να αμφισβητήσουν την αναγκαιότητα ύπαρξης οποιουδήποτε συστήματος και να αναθεωρήσουν την συνέργεια του δικού τους τρόπου ζωής στη διαιώνισή του. Η πλειοψηφία των πανκ μπάντων που επιχειρούν να προσεγγίσουν πολιτικά ζητήματα μέσω της μουσικής τους, συχνά το κάνουν εκτοξεύοντας μία απλουστευμένη και χωρίς βάθος κριτική των θεσμών, ενώ σπάνια ζητούν από τους ακροατές να εξετάσουν την ίδια την καθημερινότητά τους. Μεγάλο μέρος αυτής της κριτικής έχει να κάνει είτε με τις κοινωνικές ανισότητες είτε με τις αδικίες που διαπράττουν οι κυβερνήσεις, χωρίς να τεθεί υπό το πρίσμα της αμφισβήτησης η υποτιθέμενη αναγκαιότητα της ύπαρξης του κράτους και της γραφειοκρατίας.
Fifteen και αναρχοπριμιτιβισμός
Μία ανάλυση για τις αναρχοπριμιτιβιστικές έννοιες στους στίχους του Ott θα ήταν σωστό να ξεκινήσει με το αυτοβιογραφικό υλικό που εμπεριέχει το τραγούδι “Mt. Shrink Wrap.” Εκτός από μία κριτική στάση απέναντι στο πανκ και την καταναλωτική κουλτούρα, το τραγούδι προσφέρει ένα πλαίσιο στο οποίο ενυπάρχουν κι άλλοι στίχοι. Ουσιαστικά, το τραγούδι τάσσεται κατά της σημαντικοποίησης της πανκ μουσικής ως μέσο επικοινωνίας, είτε από περφόρμερς είτε από ακροατές, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα το ίδιο το μήνυμα που εκφέρει. Ο Ott ξεκινάει αποκαλύπτοντας τη δική του σχέση με την κουλτούρα του καταναλωτισμού, μέσω της πώλησης “δίσκων, t-shirts και περιοδικών” και της αγοράς “τσιγάρων, καφέ και βενζίνης”. Οι στροφές της εισαγωγής συνεχίζουν με μία δυσανασχέτιση όσον αφορά τις περιοδίες και τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον καθώς και την εγγενή υποκρισία του ίδιου, δεδομενων των πεποιθήσεων του: “I just get in the car and drive from town to town and tell people not to drive but I’m just a clown, cause I drive more than anyone”. Μετά από κάποιες στροφές στις οποίες εκφράζει το θαυμασμό του για την περιβαλλοντική ακτιβίστρια Judi Bari και την ικανότητά της να περνάει το μήνυμά της χωρίς να στηρίζεται στις τις κλασικές μεθόδους που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι μουσικοί του πανκ, ο Ott στρέφει την προσοχή του στη δική του συνενοχή σε ένα σύστημα με το οποίο δεν συμφωνεί και πιστεύει πως πρέπει να καταργηθεί. Ιχνηλατώντας τη σύνδεση ανάμεσα στα εγωτιστικά κίνητρα και τη μουσική, τραγουδάει:
it got me to thinking about how maybe I’m just too attached to people talking about my next record… and getting tax-free cash. And it got me to thinking about how I’m not really living the life I’m talking about, so I gave it up and left the city. Got a place with a yard and planted myself a garden.
(Από το τραγούδι “Mt. Shrink Wrap”)
Αυτή η κριτική προκαλεί τους ακροατές που φιλοδοξουν να χρησιμοποιήσουν το πανκ για να γινουν διασημοι, να αμφισβητήσουν την εγκυρότητα και τις ηθικές συνέπειες αυτού του τρόπου ζωής, θέτοντας για παράδειγμα τη ζωή στην επαρχία μακριά από τα αστικά κέντρα και τις ευκαιρίες για κάποια αυτάρκεια. Η φιλοσοφία που βλέπει την προσωπική ευθύνη να εκτείνεται μέχρι και την κατανάλωση της τροφής είναι ένα κοινό στοιχείο με τους Crass.
Είναι ενδιαφέρον πως οι Green Day, και αργότερα οι Saves the Day, ένα ποπ-πανκ συγκρότημα από το New Jersey που απολάμβανε μία μέτρια μέηνστριμ επιτυχία έπειτα από την κυκλοφορία του δίσκου τους Stay What You Are, το 2001, αναφέρονται στην οδήγηση με ένα ουδέτερο, εάν όχι, θετικό, τόνο. Αντίθετα, οι Fifteen και άλλα πανκ συγκροτήματα με παρόμοιες απόψεις, θεωρούσαν την οδήγηση ως ένα αναγκαίο κακό για τους περιοδεύοντες μουσικούς κι έτειναν να υποστηρίζουν μέσα μεταφοράς που ήταν λιγότερο επβλαβή στο περιβάλλον. Ο προβληματισμός για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της μεταφοράς δεν εμφανίζεται σε άλλα πανκ συγκροτηματα και σίγουρα απουσιάζει παντελώς από τη μεηνστριμ μουσική. Τοποθετώντας την σε ένα συγκείμενο, αυτη η σύγκριση πιθανώς να δείχνει πως ενώ τα πανκ συγκροτήματα έπαιζαν ένα διαφορετικό μουσικό στυλ, εντούτοις ο τρόπος σκέψης τους δεν διέφερε ιδιαίτερα από τον τρόπο σκέψης των περισσοτέρων Αμερικανών όσον αφορά την απουσία του προβληματισμού για τις επιπτώσεις της κατανάλωσης και ενός τρόπου ζωής που είχε ως επίκεντρο το αυτοκίνητο.
Μία άλλη σημαντική κριτκή που αφορά τη σχέση ανάμεσα στην πανκ ροκ και τους θεσμούς που η μουσική αυτή τάσσεται εναντίον, μπορεί να βρεθεί σε μία στροφή του κομματιού “Intelligence” από το album Ultra Medium Kick Ball Star, που κυκλοφόρησε το 1998. Γραμμένο με ειρωνικό ύφος, ο Ott σχολίαζε: You’re listening to a slab of vinyl, it’s a by-product of making gas, we don’t need war for oil we need it for punk-rock records.” Παρόλο που αυτή δεν ήταν μία κριτική τοσο ανεπτυγμένη όσο άλλες, η απλότητά της απηχεί την απέχθεια του στιχουργού για τον κυρίαρχο τρόπο σκέψης που εκλαμβάνει το πανκ ως αποτέλεσμα και όχι ως μέσο. Κι ενώ αρκετά άλλα πανκ συγκροτήματα έχουν γράψει τραγούδια που διακωμωδούν ή κοροϊδεύουν συγκεκριμένες εκφανσεις της πανκ κουλτουρας, όπως οι NoFX και οι Propaghandi, η αναρχοπριμιτιβιστικη φιλοσοφια στο έργο των Fifteen τοποθετει την κριτικη τους σε ένα ριζοσπαστικά διαφοροποιημένο πλαίσιο.
Μια οπτική της Αμερικανικής ιστορίας επηρεασμένη από τον αναρχισμό συμβάλλει στο να εμβαθύνουμε στα ζητήματα με τα οποία καταπιάνονται οι στίχοι των Fifteen, που προσφέρουν μία ικανοποιητική σύνοψη ενός μεγάλου μέρους της πολιτικής σκέψης που ανέπτυξαν οι φιλόσοφοι του αναρχισμού. Σε σχέση με τις ιδέες του Jacques Camatte και άλλων, για το γεγονός ότι η διανοητική περιέργεια των παιδιών αντικαθίσταται συστηματικά από την πίεση να συμβιβαστούν με τους κανόνες της κοινωνίας στην οποία ζουν, οι πρώτες στροφές του κομματιού “Emancipation Proclamation,” στο δίσκο Ultra Medium Kickball Star, περιγράφουν πώς τα παιδιά περιορίζονται από τους ρόλους που τους αναθέτουν οι ενήλικες, οι οποίοι ρόλοι εντείνονται από την κοινωνία μέσω του περιορισμού της επιλογής. Το δεύτερο μισό του κομματιού προσφέρει ένα γενικότερο “κατηγορώ” προς την Αμερικανική κοινωνία ξεκινώντας από τον εμφύλιο μέχρι την κενότητα και την ματαιότητα της μοντέρνας αμερικανικής κουλτούρας :
Emancipation Proclamation, now the black man is free to join the white man’s slavery.
Wages and terrorism are one and the same.
Or are we afraid of what it is we really want to be?
And the importance of our military industry is nothing.
And the importance of our economy is nothing.
And the importance of our self-deceptive convenience is nothing.
And the importance of all our ists and isms are nothing
(Από το τραγούδι “Emancipation Proclamation”)
Σπάνια τόσο σύνθετες και συνάμα απλές ιδέες έχουν εκφραστεί με τόσο ακριβή και ενδιαφέρων τρόπο. Αντί να βασίζονται σε πιασάρικα σλόγκαν, τα οποία συνήθως περιέχουν ελάχιστη ουσία ή κριτική σκέψη στην προσπάθεια να προσφέρουν κάποια ενημέρωση, όπως τείνουν να κάνουν αρκετά συγχρονα πανκ συγκροτήματα, οι Fifteen, εισήγαν τους ακροατές τους σε ιδέες που βρίσκονται στον πυρήνα της αναρχοπριμιτιβιστικής φιλοσοφίας μέσα από σοβαρές και ειλικρινείς δηλώσεις που ενθάρρυναν τους ακροατές να διερευνήσουν τα ζητήματα αυτά από μόνοι τους και να τα αντιληφθούν με ανοιχτό μυαλό. Παρόμοιο με το “Emancipation Proclamation,” έτσι και το “Violation II” ανα-ερμηνεύει το συγκείμενο άλλων αμφιλεγόμενων κομματιών της Αμερικανικής και παγκόσμιας ιστορίας: “Six million Jews we call it genocide, a hundred million Native Americans what an unfortunate price, for today’s quality of life.”
Κάποιοι ίσως πουν ότι αυτοί οι στίχοι παίζουν το “παιχνίδι των αριθμών” για να δείξουν κάτι, όμως προσφέρουν στον ακροατή μία ριζοσπαστικά διαφορετική οπτική σε σχέση με τον τρόπο που έχει εκπαιδευτεί να αντιλαμβάνεται τα παγκόσμια γεγονότα. Κι ενώ το τραγούδι και πράγματι η κάθε λεπτομέρεια στο έργο των Fifteen, μπορεί να θεωρηθεί πως χρησιμοποιεί μία συνομωσιολογική προσέγγιση για την κατανόηση της μοντέρνας κοινωνίας και τα συστήματα που την διέπουν, υπάρχει ένα ιδιαίτερο στοιχείο θράσους στον τρόπο παρουσίασης των Εβραίων, που θα μπορουσε να εκληφθεί από τον μέσο ακροατή ως ανελέητο και σκληρο στην καλύτερη περίπτωση εως και αντισημητικό στη χειρότερη. Όταν γράφονταν αυτά τα κομμάτια, ο Ott είχε προβληματιστεί έντονα με την πιθανότητα αυτής της παρερμηνείας. Όμως, πίστεψε ότι εν τέλει δεν υπήρχε τίποτα αντισημητικό στην σύγκριση ανάμεσα στη Γερμανία της δεκαετίας του ‘30 και του ‘40 με τη γενοκτονία των αυτόχθονων του Νέου Κόσμου από τους Ευρωπαίους αποκιοκράτες. Με άλλα λόγια, ο Ott πίστευε πως θα ήταν αναγκαίο από τους επικριτές του να δώσουν μεγαλύτερη αξία στις ζωές των Εβραίων σε σχέση με τους αυτόχθονες, κάτι που θα έκανε την κριτική τους άστοχη. Ένα άλλο τραγούδι το οποίο χαλαρά, αλλά πειστικά, κάνει τον ακροατή να τοποθετήσει τη σύγχρονη κοινωνία σε ένα εναλλακτικό πλαίσιο είναι το “Did You Know?” Το ρεφραίν, που ρωτάει “Did you know there was a time on this land before there was any profession? Did you know there was a time on this land before we traded freedom in for an easy life?,” είναι ίσως η πιο περιεκτική εισαγωγή στις έννοιες που πηγάζουν από την καρδιά της αναρχοπριμιτιβιστικής φιλοσοφίας. Αφήνεται να εννοηθεί πως η ταυτότητα των ανθρώπων δεν καθοριζόταν πάντοτε από το επάγγελμά τους και ότι η ελευθερία περιορίστηκε με την εξέλιξη του πολιτισμού και της τεχνολογίας. Όμως, ο Ott δεν απεικονίζει αυτή την πραγματικότητα με μία δόση ρομαντισμού ή εξιδανίκευσης, αλλά θέτει ένα ερώτημα που ο ακροατής θα απαντήσει μόνο εάν σκέφτεται αντισυμβατικά.
Το τραγούδι “Land” έχει παρόμοια λειτουργία με το “Did You Know?” στο ότι θέτει ένα ερώτημα στον ακροατή για μία έννοια που η μοντέρνα κοινωνία θεωρεί καθ’ όλα αποδεκτή και αναγκαία. Αντί να αναλύσει το ζήτημα της έλλειψης στέγης με απτούς όρους όπως τα καταφύγια, η κρατική χρηματοδότηση και τα κοινοτικά προγράμματα, ο Ott χρησιμοποιεί το φαινόμενο των αστέγων ως ένα μέσο για να καταρρίψει μία πιο ευρεία έννοια, αυτη της ιδιοκτησίας της γης:
The homeless are a problem for only one reason.
Their presence raises the question: Who owns the land?
Could it be millions of dead Indians?
Could it be six million Jews? Is there a connection to our imperialism…
Who owns the land? Maybe it’s me and you, maybe it’s not the corporations.
Maybe the earth owns its own self. Maybe it’s the Native Americans.
( Από το τραγούδι “Land”)
Με το να μην προσφέρει μία απόλυτη απάντηση στο ερώτημα, ο Ott δίνει στους ακροατές την ευκαιρία να διαμορφώσουν τη δική τους άποψη αντί να εσωτερικεύσουν την οπτική του πάνω στο ζήτημα της ιδιοκτησίας της γης. Παρά το γεγονός ότι πολλοί στην κοινότητα της πανκ μουσικής χαίρονται που η υποκουλτούρα διαθέτει ευκαιρίες για μία πιο πνευματική ελευθερία της έκφρασης, αυτή δεν πραγματοποιείται είτε λόγω απάθειας είτε λόγω πνευματικής τεμπελιάς που οδηγεί σε πιασάρικους στίχους πολλών “πολιτικών” συγκροτημάτων, των οποίων το νόημα είναι τόσο αδιάφορο όσο και το νόημα των μέηνστριμ μέσων ενημέρωσης. Ο Ott ερμηνεύει την έλλειψη στέγασης και τα αίτιά της αποφεύγοντας τις τυπικές λύσεις της αύξησης των καταφυγίων και της κρατικής χρηματοδότητσης που πολλοί ακτιβιστές, συμπεριλαμβανομένων και αυτών με ενεργή συμμετοχή στην πανκ υποκουλτούρα, προτείνουν. Εν αντιθέσει, ο Ott αμφισβητεί το σύστημα αξιών και πολιτικής φιλοσοφίας που προκαλεί το φαινόμενο των αστέγων. Το τραγούδι αυτό είναι ένα από τα πολλά που ενσωματώνουν τις προσωπικές εμπειρίες του Ott. Η μεσαία στροφή δηλώνει:
This morning I was awoken by a man with a hand gun.
He’s got a book of rules that says I ain’t got no right to sleep.
This morning I was awoken by a man with a hand gun.
He’s got a book of rules that says, I ain’t got no right to be.
(Από το τραγούδι “Land”)
Η αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας της γης και των επιπτώσεων αυτής στην ατομική αυτονομία είναι ένα παράδειγμα της επιρροής της πριμιτιβιστικής οπτικής στο έργο του Ott, όμως είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η επιρροή αυτή δεν προέρχεται απευθείας από την αναρχοπριμιτιβιστική βιβλιογραφία αλλά από τα προσωπικά του βιώματα. Όταν ρωτήθηκε για την πριμιτιβιστική θεματολογία που κυριαρχεί στους στίχους των τραγουδιών αλλά και την έμπνευσή του, ο Ott μίλησε συγκεκριμένα για την διαφορά ανάμεσα στις κοινωνίες και τις κοινωνικές αξίες των αυτόχθονων και των κανόνων που επέβαλαν οι Ευρωπαίοι:
“Βίωσα την καταπίεση απο τις κοινωνίες των λευκών στο θέμα του κυνηγιού, του κάμπινγκ, και της φωτιάς αφού όλα αυτά θεωρούνται παράνομα. Ενώ οι κοινωνικές δομές των Ινδιάνων, αν ίσχυαν ακόμα στο μέρος που ζω, θα επέτρεπαν ένα αξιοπρεπή τρόπο επιβίωσης. Εχω διαβάσει πολυ για το Κίνημα Αμερικανών Ινδιάνων και τα ζητήματα που τους αφορούν.” (Από προσωπική επικοινωνία.)
Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, ο Ott δεν αυτοπροσδιορίζεται ως αναρχικός και το κομμάτι “Man Against Man” κάνει ξεκάθαρο πως βλέπει τον αναρχισμό ως μία ακόμα πολιτική λύση που εφηύραν οι άνθρωποι για να λύσουν προβλήματα που δημιούργησαν οι ίδιοι. Είναι αναγκαίο να παραθέσουμε ολόκληρο το τραγούδι λόγω του βάθους των εννοιών που εμπεριέχει, και την αξιοσημείωτη ομοιότητά του με διάφορες αρχές του πριμιτιβισμού, όπως αυτές που εξέφρασε ο John Zerzan στην έξοχη κριτική και ανάλυση του προβλήματος του πολιτισμού:
Fuck Marxism, fuck socialism, fuck capitalism, fuck anarchism
White man’s got a whole lot of solutions
White man’s got a whole lot of problems
White man’s got a lot of bright ideas
White man likes to play God
White man says, he says that God is a white man.
Everybody else and everything else gets systematically objectified
Fuck communism, fuck democracy, fuck science, fuck reason and
rationality…
White man says, he says nature is not a part of God
White man’s got progress, but its only pollution
White man’s got technology, it’s only confusion
White man’s got Nature yeah, and he’s got the papers to prove it
White man’s got the bomb and he’s stupid enough to use it
White man says, he says nature is not a part of God
To kill her becomes justified
White man says, yellow man, red man black man they are not a part of
God
To kill them becomes justified
Man against God
Man against Nature
Man against Woman
Man against child
Man against Man
( Από το τραγούδι “Man Against Man”)
Το κομμάτι “Man Against Man” είναι σχετικά ασυνήθιστο για δύο λόγους. Αρχικά, και πιο αισθητά για την ανώφελη χρήση βωμολοχίας. Ενώ κάποτε η ανεμπόδιστη χρήση βωμολοχίας αποτελούσε χαρακτηριστικό του πανκ ροκ, στην πραγματικότητα αρκετά παλιότερα και σύγχρονα συγκροτήματα τη χρησιμοποιούσαν σπανίως. Εκτός από αυτό το τραγούδι οι Fifteen δεν χαρακτηρίζονται από τέτοιες εκφράσεις. Το δεύτερο χαρακτηριστικό που διαχωρίζει αυτο το τραγούδι από τα άλλα στον κατάλογο τους είναι ότι ο Ott δείχνει να είναι επηρεασμένος από το έργο του Russell Means, ενός αυτόχθονα Αμερικανού της φυλής Oglala Sioux, που ήταν ακτιβιστής. Η πλειοψηφία των τραγουδιών που γράφτηκαν από τον Ott είναι εμπνευσμένα είτε από την προσωπική του εμπειρία και δηλώνουν πρώτο πρόσωπο είτε χρησιμοποιούν μία αφηγηματική προσέγγιση για να διερευνήσουν ζητήματα που σχετίζονται με την αδικία, την κοινωνική ανισότητα, το ρατσισμό και την κακοποίηση. Αυτό είναι ένα από τα λίγα τραγούδια, που ο Ott εμπνέεται από μία ακτιβιστική βιβλιογραφία, που δεν ειναι απαραίτητα αναρχική, για τους στίχους και τη θεματολογία του.
Πηγη: A creative passion- Anarchism and Culture
Μετάφραση: BlackCat
Διαβάστε επίσης: μέρος τρίτο