Τις τελευταίες ημέρες δόθηκαν στη δημοσιότητα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα ιερόδουλων γυναικών, που αφορούσαν την εθνική καταγωγή και την κατάσταση υγείας τους.
Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης έσπευσε να ανακοινώσει στην σελίδα του στο facebook, ότι η δημοσίευση αυτή έγινε με εντολή εισαγγελικών αρχών αναφέροντας:
«Τα στοιχεία και οι φωτογραφίες των ιερόδουλων με aids ήρθαν στην δημοσιότητα, μετά από εντολή των δικαστικών αρχών, διότι θεωρούνται κίνδυνος για την δημόσια υγεία.»
Σύμφωνα με τον Δικηγόρο Βασίλη Σωτηρόπουλο (e-lawyer), η δημοσίευση αυτή είναι παράνομη, καθώς όπως αναφέρει στο σχετικό άρθρο του, « η υπόθεση θα έπρεπε να είχε κριθεί από την ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία όπως φαίνεται δεν ρωτήθηκε καν».
Παραθέτω το άρθρο:
Η εισαγγελική διάταξη με την οποία αποφασίστηκε η δημοσιοποίηση φωτογραφιών και δεδομένων υγείας και εθνικότητας των εκδιδόμενων οροθετικών δεν αποτελεί επαρκή νομική βάση, αντίθετα με όσα ισχυρίζεται το υπουργείο προστασίας του πολίτη. Η υπόθεση θα έπρεπε να είχε κριθεί από την ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία όπως φαίνεται δεν ρωτήθηκε καν.
Ήδη από το 2009 η Αρχή έχει εκδώσει μια γνωμοδότηση επί παρόμοιου θέματος, καθορίζοντας το πλαίσιο αρμοδιότητας του εισαγγελέα, σε σχέση με τις δικές της αρμοδιότητες όσον αφορά το ειδικότερο ζήτημα των ευαίσθητων δεδομένων (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και τα δεδομένα υγείας και εθνικής καταγωγής). Πρόκειται για τη γνωμοδότηση 2/2009 της Αρχής, η οποία ασχολήθηκε με το παρεμφερές θέμα των εννόμων συνεπειών που έχουν οι εισαγγελικές παραγγελίες για χορήγηση εγγράφων από τη Διοίκηση.
Σ’ εκείνο το κείμενο, με σαφήνεια η Αρχή ανέφερε ότι ως προς τα ευαίσθητα δεδομένα, η αρμοδιότητα του εισαγγελέα δεν υπερκαλύπτει την αρμοδιότητα της Αρχής, κατ’ άρθρο 7 Ν.2472/1997, ώστε να δικαιούται η Διοίκηση να παραδίδει ευαίσθητα δεδομένα άνευ άδειας της Αρχής. Δηλαδή δεν επαρκεί η εισαγγελική παραγγελία.
Συγκεκριμένα, η Αρχή ανέφερε στη γνωμοδότησή της (emphasis added):
“Γ. Καθόσον αφορά τα ευαίσθητα προσωπικά δεδοµένα, κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. β‘του Ν. 2472/1997, για τη χορήγησή τους σε ενδιαφερόµενο, ενέργεια πουσυνιστά επεξεργασία, απαιτείται σύµφωνα µε το άρθρο 7 παρ. 2 του ιδίου νόµου προηγούµενη άδειατης Αρχής. Εάν η ∆ιοίκηση προβεί στη χορήγηση των στοιχείων χωρίς να έχει προηγηθεί η άδεια τηςΑρχής, παραβιάζει την ως άνω διάταξη και υπόκειται στις προβλεπόµενες από το άρθρο 21 τουΝ. 2472/1997 διοικητικές κυρώσεις. Συνεπώς, η εισαγγελική παραγγελία δεν πρέπει ναεκτείνεται σε ευαίσθητα δεδοµένα (π.χ. δεδοµένα υγείας). Όταν ο Εισαγγελέας εξετάζει αίτηµαπολίτη για χορήγηση και ευαίσθητων δεδοµένων, θα πρέπει να διαβιβάζει την σχετική αίτηση προςτη ∆ιοίκηση µε τη σηµείωση ότι οφείλει να ζητήσει την άδεια της Αρχής.”
Αναλογικά λοιπόν, και για την εισαγγελική διάταξη που επιτρέπει την δημοσιοποίηση δεδομένων που αφορούν τις ποινικές διώξεις, παραμένει η αρμοδιότητα της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων να κρίνει κατά πόσον πέραν της πληροφορίας ότι ασκήθηκε ποινική δίωξη επιτρέπεται ή όχι στη Διοίκηση να δημοσιοποιήσει κι άλλες πληροφορίες που αποτελούν “ευαίσθητα δεδομένα”, όπως οι πληροφορίες που σχετίζονται με την υγεία του κατηγορούμενου και την εθνική του καταγωγή.
Το ανεξάρτητο όργανο που καλείται λοιπόν να προβεί στη στάθμιση ανάμεσα στα δύο έννομα αγαθά “δημόσια υγεία” – “προστασία προσωπικών δεδομένων” δεν είναι μόνος του ο εισαγγελέας, αλλά, ως προς τα επιπλέον δεδομένα, η ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία στη σχετική κρίση της θα εξετάσει κατά πόσον το συγκεκριμένο επιβαλλόμενο μέτρο είναι το ηπιότερο δυνατό, το απολύτως αναγκαίο ή κατά πόσον θα μπορούσαν να εφαρμοστούν άλλα μέτρα, λιγότερο επεμβατικά στα ανθρώπινα δικαιώματα των κατηγορουμένων.