«Γλιτώσαμε από τη θάλασσα, μας έγδυσε η Αστυνομία»
Οι Σύροι πρόσφυγες που σώθηκαν από το ναυάγιο στις ακτές της Αιτωλοακαρνανίας μιλούν στην «Κ.Ε.»: «Ζούμε με το φόβο της φυλακής»
«Ζητάμε να μη μας βάλουν φυλακή. Δεν κυκλοφορούμε στο δρόμο απ’ το φόβο. Εδώ, για εμάς, είναι χειρότερα από τη Συρία…» λένε οι Σύροι που διασώθηκαν από το ναυάγιο στις ακτές της Αιτωλοακαρνανίας. Και προσθέτουν: «Τα πτώματα βρίσκονται ακόμα στο νοσοκομείο της Λευκάδας.
Παρακαλούμε τους Ελληνες να διευκολύνουν τη μεταφορά των σορών ώστε να ταφούν στην πατρίδα. Και να αποφυλακισθεί ένας από εμάς που κατηγορείται ως δουλέμπορος και τον κρατούν στον Κορυδαλλό. Ο δουλέμπορος δεν μπήκε στη βάρκα…».
Η κλοπή
Ολοι κατάγονται από το Χαλέπι. Ο 47χρονος Τζεμά Ιμπο είναι ταξιτζής και πατέρας τεσσάρων παιδιών. Λέει ότι «στη Συρία δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Εφυγα πριν από έξι μήνες, με σκοπό να φθάσω στην Αγγλία και να βρω δουλειά.
»Εμεινα τρεισήμισι μήνες στην Τουρκία. Σ’ ένα κάμπινγκ, χωρίς τροφή. Μπήκα στην Ελλάδα μέσα σε μια φουσκωτή βάρκα. Σκέφθηκα ότι πάτησα στην Ευρώπη. Μου είχε κοστίσει 4.500 ευρώ. Δυόμισι μήνες στην Ελλάδα κοιμόμουν σε γνωστούς κι έψαχνα για δουλειά. Και οι Σύροι που ζουν εδώ 10 χρόνια άνεργοι είναι».
Ετσι αποφάσισε να φύγει. Ακουσε ότι κάποιος, μπορεί να τον μεταφέρει στην Ιταλία: «Οταν θα φθάναμε στην Ιταλία, θα δίναμε 2.500 ευρώ ο καθένας. Ημαστε 27 άτομα. Μας έβαλαν σε λεωφορεία του ΚΤΕΛ. Εναν σε κάθε πούλμαν.
»Φθάσαμε σε μια πόλη που δεν γνωρίζαμε ούτε τ’ όνομά της. Από εκεί μας μετέφεραν μ’ ένα βανάκι. Εκαναν 5-6 δρομολόγια. Φθάσαμε σε μια ακτή, γεμάτη βράχια. Δεν βλέπαμε οικισμό. Δεν είχε κύμα. Μπήκαμε κατ’ ευθείαν στην πλαστική βάρκα. Είχε ένα δωματιάκι που γέμισε. Δύο-τρεις προσπαθήσαμε να χωρέσουμε αλλά μείναμε έξω. Η βάρκα ανατράπηκε απ’ το βάρος. Δεν ξέραμε κολύμπι…».
Λέει ότι προσπαθούσαν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο. Ετσι κατάφεραν να πιαστούν απ’ τα βράχια:
«Ηταν σκοτεινά. Η ώρα ήταν 5.30 το πρωί. Πέρασαν 5-6 αυτοκίνητα αλλά δεν σταμάτησαν. Το επόμενο ήταν περιπολικό. Φωνάζαμε. Να βοηθήσουν τους ανθρώπους που πνίγονται. Είχε περάσει μισή ώρα. Μετά από περίπου μιάμιση ώρα ήρθαν λιμενικοί, αστυνομικοί. Κι άρχισαν να τους βγάζουν πνιγμένους. Υπήρχε κι άλλος ένας. Είπαν ότι δεν βρέθηκε…»
Ο Τζεμά λέει ότι στη συνέχεια τους μετέφεραν στο νοσοκομείο: «Μας έκαναν σωματικό έλεγχο. Μπροστά στους γιατρούς πήραν τα χαρτιά, λεφτά, κινητά. Είχα 435 ευρώ. Οι άλλοι δύο 200 και 250. Δεν επέστρεψαν τα χρήματα. Κράτησαν κι ένα ακριβό κινητό».
Ο Σεπχί Γκαλό λέει ότι «μου πήραν 915 ευρώ». Μιλάει για τον «Χαλίλ Αλχαλίλ που κατηγορείται ως διακινητής. Μαζί μπήκαμε στην Ελλάδα, από τη Μυτιλήνη. Εχει δισκοπάθεια, σίδερο στο πόδι». Ο 40χρονος Αντίπ Σίσο λέει ότι είναι πατέρας τριών παιδιών: «Είχα μαγαζί με ηλεκτρικά είδη. Ζούσα καλά. Η αγορά κατέρρευσε. Περπατούσα κι έβλεπα πτώματα, βομβαρδισμένα σπίτια. Ηθελα να φθάσω στη Σουηδία, που εφαρμόζει την οικογενειακή επανένωση. Να φέρω τα παιδιά».
Ο 25χρονος Χαΐρι Νασάν ήταν ράφτης. «Με κυνηγούσε η Αστυνομία του Ασαντ επειδή δεν ήθελα να πολεμήσω. Για να επιβιώσω έπρεπε να καταταγώ σε μία από τις δύο πλευρές». Θυμάται τη στιγμή «που τούμπαρε η βάρκα κι άδειασαν επάνω μας τα καύσιμα. Πατούσαμε ο ένας πάνω στον άλλο.
»Επινα νερό. Ενιωθα να πεθαίνω. Δεν κατάλαβα πώς βγήκα, δεν ξέρω κολύμπι. Ο ξαδελφός μου, ο Αλιντίν, έφυγε για να γλιτώσει απ’ τον πόλεμο. Πνίγηκε», λέει προσθέτοντας ότι «οι αστυνομικοί μού πήραν 200 ευρώ». Το όνειρό του είναι «να βρω δουλειά. Να έχω ένα κρεβάτι, ένα πιάτο φαγητό».
Ο 40χρονος Αντίπ Σίσο θέλει «να επιστρέψω στη Συρία. Στην Ευρώπη είναι χειρότερα για μας. Μπες στη βάρκα, να καταλάβεις. Προτιμώ να πεθάνω δίπλα στα παιδιά μου. Περιμένω να βγει ο Χαλίλ απ’ τη φυλακή. Μαζί θα επιστρέψουμε».
Θυμάται ότι «φθάνοντας στη Μυτιλήνη, στις 22 Ιουλίου, έμεινα τρεις μέρες νηστικός, μας έβαλαν σε σκηνές. Μια γυναίκα έφερε φαγητό. Το μοιράστηκαν μεταξύ τους οι αστυνομικοί. Είχα χρήματα και κοιμόμουν στο δρόμο. Δεν με δέχθηκαν σε ξενοδοχεία. Ετσι αποφάσισα να μπω στη βάρκα. Σκύβοντας να χωρέσω στο δωματιάκι, ανατράπηκε. Προσπάθησα να βοηθήσω άλλους, δεν μπόρεσα. Επεσα στο νερό. Πιάστηκα απ’ τα βράχια…».
«Τη στιγμή εκείνη σκέφτηκα τα παιδιά μου. Τον Τζεμά 9 χρονώ, τον Ραμάν 7, την Αϊσάν 5 χρονώ. Μόλις έβγαλαν το πρώτο θύμα, προσπάθησα να του κάνω τεχνητή αναπνοή. Ηταν νεκρός».
Ο 27χρονος Σεπρί Καλό βρίσκεται δύο μήνες στην Ελλάδα: «Μπήκαμε από τη θάλασσα. Μας βρήκαν κομάντο του Λιμενικού. Ανέβηκαν, είπαν τα κεφάλια κάτω. Οποιος το σήκωνε, τον χτυπούσαν.
8 ώρες στο πέλαγος
»Μας πήραν ό,τι είχαμε επάνω μας. Χαρτιά και χρήματα. Μας μετέφεραν σε μια βάρκα χωρίς μηχανή. Μας άφησαν οχτώ ώρες στα ανοιχτά. Επειτα μας έδεσαν στο δικό τους σκάφος, μας πήγαν προς την Τουρκία. Εκοψαν το σχοινί και μας εγκατέλειψαν.
»Η τούρκικη Αστυνομία μας μετέφερε κοντά στη Σμύρνη. Ξαναγύρισα στη Σάμο. Αυτή τη στιγμή έχω μόνο τα ρούχα που φοράω. Μου τα χάρισαν Σύροι».
Ο Τζεμά δείχνει ένα χαρτί που εκδόθηκε στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Σάμου. Γράφει ότι αναστέλλεται η «απόφαση απέλασης για χρονικό διάστημα έξι μηνών». Λέει ότι «κάθε μέρα μάς τρέχουν στα αστυνομικά τμήματα.
»Οι Σύροι φοβούνται να μας φιλοξενήσουν, μη συλληφθούν. Δίκιο έχουν. Ζούμε με το φόβο της φυλακής. Τουλάχιστον να μας επιστρέψουν τα χρήματα που πήραν οι αστυνομικοί στη Λευκάδα.
* Τα ζητήσατε;
– Βεβαίως. Μας απάντησαν ότι πέσανε στη θάλασσα. Να πάμε στο λιμάνι του Πειραιά να τα βρούμε.
(αναδημοσίευση από http://www.enet.gr/?i=news.el.ellada&id=401771)