Η Lisa McKenzie στην κοινότητα St.Ann (Φωτογραφία David Sillitoe/Guardian)
της Lisa McKenzie
Η έρευνά μου για τον οικισμό St Ann’s στο Nottingham, όπου έζησα για πολλά χρόνια καταδεικνύει πόσο ολέθρια έχει γίνει η ιδέα των ανήμπορων φτωχών. Θα συνεχίσω να παλεύω κατά των απόψεων που προκαλούν κοινωνικό στιγματισμό.
Είμαι η κόρη, η εγγονή και η δισεγγονή μεταλλωρύχων στην κομητεία Nottinghamshire. Η μητέρα μου εργαζόταν σε ένα εργοστάσιο καλτσοποιίας με το όνομα Pretty Polly καθ΄όλη τη διάρκεια της ζωής της και την ακολούθησα το 1984 σε ηλικία των 16 ετών, όταν άφησα το σχολείο κατά τη διάρκεια της απεργίας των μεταλλωρύχων. Ήμασταν μια οικογένεια που απεργούσε και για να είμαι ειλικρινής, εκτός από το να ακολουθήσω τα χνάρια της μητέρας και των θείων μου δεν είχα σκεφτεί σε βάθος τι θα μπορούσε να μου προσφέρει η ζωή πέρα απ΄ αυτά. Είχαμε ανάγκη το εισόδημα που μπορούσα να συνεισφέρω, αφού η απεργία έπληξε σκληρά την οικογένειά μου και καταρράκωσε για πάντα την κοινότητά μου.
Έφυγα από το Sutton-In Ashfield, τη μικρή πολη μεταλλωρύχων που μεγάλωσα το 1988, όπως και πολλοί άλλοι νέοι. Σαν έφυγαν τα μεταλλεία, τα εργοστάσια και η ελπίδα, έτσι φύγαμε κι εμείς. Μετακόμισα στον οικισμό St Ann’s, στο κέντρο της πόλης στο Nottingham και σε ηλικία 19 ετών γέννησα το γιό μου.
Το να επιστρέψω στο Nottingham την περασμένη εβδομάδα για την παρουσίαση του βιβλίου μου ”Getting By: Estates, Class and Culture in Austerity Britain”, ήταν δύσκολο για μένα. Παρόλο που ένιωσα χαρά βλέποντας οικογένεια και φίλους, επιστρέφοντας ως μια ντόπια γυναίκα που κατάφερε να πετύχει μου προκάλεσε αναστάτωση. Η σκιαγράφισή μου ως ένα υπόδειγμα ”που νίκησε τις πιθανότητες”, που ”προόδευσε” ή ”διέφυγε” δεν με ευχαριστεί, επειδή αυτό απλώς αναπαράγει πράγματα που ήδη γνωρίζω για τον βίαιο στιγματισμό και την απαξίωση των ανθρώπων που ανήκουν στην εργατική τάξη.
Δυστυχώς, αυθόρμητα και ανεπίσημα σχόλια σε σχέση με τις ταξικές προκαταλήψεις και το σνομπισμό έχουν γίνει κοινότοπα. Τώρα ”τα έχω καταφέρει” , δεν πρέπει να αντιδρώ με θυμό ενάντια σ’ αυτά, πρέπει να έχω επίγνωση της θέσης μου και να νιώθω ευγνωμοσύνη που ξέφυγα. Ωστόσο, είμαι θυμωμένη όπως κι άλλοι άνθρωποι της εργατικής τάξης όταν είμαστε αναγκασμένοι να ακούμε και να αντιμετωπίζουμε αυτές τις απλουστευμένες απόψεις που στιγματίζουν τη ζωή μας. Έχω γράψει για το πώς η ζωή της εργατικής τάξης είναι παρεξηγημένη και γενικευμένη στα πλαίσια απλουστευμένων και μονοδιάστατων όρων που πηγάζουν από τη λάγνα πορνογραφία της φτώχειας και την αλτρουϊστική μεσαία τάξη. Δεν αναμένεται πως θα κάνουμε κάποια απόπειρα να υπερασπίσουμε τις επιλογές μας, πως θα θυμώσουμε, ή θα αντισταθούμε. Το βιβλίο μου ”Getting by” γράφτηκε για να αντιμετωπίσει αυτή τη μορφή προκατάληψης και στερεότυπων, προσπαθώντας να εξηγήσει την πολυπλοκότητα της ζωής της εργατικής τάξης και της ζωής μέσα στις δημόσιες κοινότητες.
Το Sutton-in-Ashfield όπου μεγάλωσα, μια πολίχνη μεταλλωρύχων που απέχει κάποια μίλια από το κέντρο της πόλης, ήταν μια δεμένη κοινότητα όπου σχεδόν όλοι ζούσαν και εργάζονταν κοντά. Δεν γνώριζα πως δεν ήμασταν καλοί, δεν γνώριζα πως το να ζεις σε μια κοινότητα δημοτικής στέγασης σε υποβιβάζει ως άνθρωπο. Καταλάβαινα τη θέση μου στην κοινωνία ως μέλος της εργατικής τάξης αλλά πίστευα ακράδαντα πως αυτή ήταν η καλύτερη τάξη για να ανήκει κάποιος. Η μεσαία τάξη ήταν βαρετή και η άρχουσα τάξη στυγνή- προκαλούσαν κακό στα ζώα και έστελναν τα παιδιά τους μακριά. Μ’ αυτό τον τρόπο αντιλαμβανόμουν την οικογένεια και την κοινότητά μου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70. Ένιωθα πραγματική ευγνωμοσύνη που ανήκα στην εργατική τάξη.
Προς το τέλος της δεκαετίας του ’80 ένιωθα πολύ διαφορετικά- σχεδόν ντρεπόμουν γι΄αυτό που ήμουν. Είχαμε γελοιοποιηθεί, ήμασταν παλαιών αρχών, φτωχοί, και δεν γνωρίζαμε τι συνέβαινε σ’ αυτό τον cool κόσμο των ”γιάπηδων” και των ”λεφτάκηδων”. Κατάφερα να βρω ένα διαμέρισμα που ανήκε στο δήμο στο St Ann, επειδή είχα ένα μωρό και ήμουν άστεγη. Την ίδια στιγμή ο John Major αποφάσισε πως οι νεαρές μητέρες της εργατικής τάξης έκαναν επίτηδες παιδιά για να τους παραχωρηθεί κρατική στέγαση- αυτό δεν με έκανε να νιώσω καλύτερα.
Μετά το θάνατο της μητέρας μου το 1999, ήξερα πως ήθελα να κάνω περισσότερα στη ζωή μου, ίσως εργαζόμουν στην κοινότητα για να προσφέρω κάτι πίσω. Όπως και για άλλες γυναίκες της εργατικής τάξης, έτσι και για μένα η κοινότητά μου ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Γνώριζα πόσο δύσκολο ήταν να βρεις κάπου να μείνεις, τις δυσκολίες διαπραγμάτευσης στο σύστημα στέγασης, στο σύστημα επιδομάτων και τις προκαταλήψεις που μπορούσες να αντιμετωπίσεις. Ιδιαίτερα, από άτομα με εξουσία που μπορεί να μην είχαν κακή πρόθεση, είχαν όμως βαθιές προκαταλήψεις για τις γυναίκες της εργατικής τάξης. Θυμάμαι όταν συνάντησα τους υπεύθυνους στέγασης όταν ο γιός μου ήταν ακόμα μωρό και χρειαζόμουν ένα μέρος να μείνω και να μου λένε πως αυτό θα έπρεπε να το είχα σκεφτεί πριν κάνω σεξ. Η μαία με είχε ρωτήσει τι είχα ετοιμάσει για το μωρό, αφού δεν υπήρχε στο προσκήνιο ο πατέρας.
Εν τέλει, σε ηλικία 30 ετών, γράφτηκα σε ένα πρόγραμμα πρόσβασης στην κοινωνική εργασία. Ήταν δωρεάν γιατί δεν έβγαζα πολλά χρήματα (τώρα θα ήταν περίπου £3,000). Μετά από μερικούς μήνες συνειδητοποίησα πως αγαπούσα τη μάθηση. Αντί να κάθομαι στο πίσω μέρος της αίθουσας κάνοντας φασαρία, κάτι που έκανα στο σχολείο, ήμουν στην πρώτη σειρά και σήκωνα το χέρι μου κάθε πέντε λεπτά. Φοίτησα στο Πανεπιστήμιο του Nottinghmam λόγω ενός βιβλίου που είχα βρει στη βιβλιοθήκη με τον τίτλο ” Poverty: The Forgotten Englishman” του Ken Coates και του Bill Silburn -που ήταν μελέτη μιας κοινότητας στη δεκαετία του ’60, από το τμήμα εκπαίδευσης ενηλίκων. Δεν ήξερα πως μπορούσες να πας στο πανεπιστήμιο για να μελετήσεις το μέρος όπου ζούσες, ειδικά τα μέρη που εγώ ζούσα. Εν ολίγοις, ακριβώς δέκα χρόνια αργότερα, μετά από ένα πτυχίο, ένα μεταπτυχιακό και μια διδακτορική διατριβή, είχα αφηγηθεί την ιστορία της εργατικής τάξης, των οικογενειών στο St Ann, από την οπτική της εργατικής τάξης, με δικά μας λόγια.
Το βιβλίο ”Getting By”, είναι το προϊόν μιας εθνογραφικής μελέτης που διήρκησε 8 χρόνια, βασίστηκε στη θεωρία και την πρακτική. Οι άνθρωποι της εργατικής τάξης και οι κοινότητες που ζούσαν ήταν κοινά γνωστές απλά ως ”προβληματικές” και είχαν ανάγκη να βελτιωθούν. Είναι το ελλειμματικό μοντέλο που διακυρήσσει πως κάτι δεν πάει καλά με τους ανθρώπους της εργατικής τάξης, κάτι που πρέπει να διορθωθεί μέσα από παρεμβάσεις, με καρότο και μαστίγιο. Οι άνθρωποι είναι παρερμηνευμένοι και απαξιωμένοι κι αυτό είναι ζημιογόνο και ψυχοφθόρο στην καλύτερη περίπτωση, ενώ είναι επικίνδυνο και μοχθηρό στη χειρότερη.
‘Εχω δει, έχω βιώσει και έχω γράψει για το πώς η σκέψη γίνεται δράση. Πώς η ρητορική της κυβέρνησης Θάτσερ για τους ”underclass” και τον ”εσωτερικό εχθρό” μετατράπηκε σε ωμή επίθεση κατά των κοινοτήτων της εργατικής τάξης, σε περιφρόνηση και καταστροφή οικογενειών και ταυτοτήτων. Το Νέο Εργατικό Κόμμα (New Labour) έκανε κάποια βελτίωση με το μοντέλο του περί κοινωνικού αποκλεισμού, όπου χρησιμοποίησε την ιδέα της δικαιοσύνης από τη Γαλλία, σε μια προσπάθεια να εξηγήσει πώς ομάδες των φτωχότερων ανθρώπων της εργατικής τάξης περιθωριοπούνταν μέσα στην κοινωνία. Το Νέο Εργατικό Κόμμα το μετέτρεψε αυτό σε μια θεώρηση για το πώς οι οικογένειες της εργατικής τάξης ήταν οι ίδιες υπεύθυνες για τον κοινωνικό τους αποκλεισμό μέσα από την ”ελαττωματικότητά” τους, έχοντας μια κακή κουλτούρα και κακές πρακτικές. Αυτό οδήγησε σε σχεδόν 13 χρόνια μεσοαστικής φιλανθρωπικής κουλτούρας στην κοινωνική εργασία.
Ως συνέπεια, άνοιξε η πόρτα για τη δεξαμενή σκέψης του Κέντρου Κοινωνικής Δικαιοσύνης και τη δική μου νέμεσις, τον δημιουργό του, τον Iain Duncan-Smith, που τώρα εργάζεται ως γραμματέας εργασίας και συντάξεων, για να βρει ένα βήμα και να δικαιολογήσει τα σκληρά μέτρα λιτότητας που έχουν καταρρακώσει και πληγώσει τις φτωχότερες οικογένειες. Βλέπω τους Συντηρητικούς (Torries) να γελούν όσο επιχειρηματολογούν στο Westminster πως ο ”παρασιτισμός” έχει τελειώσει πλέον για τους ”τεμπέληδες”. Τώρα είμαι μια γυναίκα της εργατικής τάξης 46 ετών, με ένα διδακτορικό τίτλο. Παρόλο που έζησα σε κρατική στέγαση όλη μου τη ζωή και έχω βασιστεί σε επιδόματα σε πολλές φάσεις της ζωής μου και πιθανώς να τα χρειαστώ ξανά, δεν είχα ποτέ ”δωρεάν βόλτα”.
Η κοινότητά μου στο Nottingham παρακμάζει. Το ένα σουπερμάρκετ Co-op έχει φύγει και στη θέση του υπάρχουν μικρά μαγαζιά που δεν πουλούν φαγητό- μόνο φτηνό αλκοόλ, ηλεκτρικές κάρτες και δελτία το λόττο. Δεν έχει απομείνει ούτε ένα παμπ στην κοινότητα, και οι άνθρωποι κάθονται πάνω σε τοίχους, εκεί που ήταν υπήρχαν παμπ, κρατώντας τενεκεδάκια φτηνού μηλίτη. Αυτό ίσως είναι ένα από τα πιο λυπηρά θεάματα που έχω δει ποτέ.
Η κοινότητά μου στο χωριό των μεταλλείων που μεγάλωσα είναι συντετριμμένη: δεν υπάρχει δουλειά ούτε ελπίδα, μόνο καταστήματα της λίρας και φιλανθρωπικά μαγαζιά που έχουν πάρει τη θέση των ντόπιων φούρνων, των κρεατοπωλείων και του καταστήματος παιχνιδιών που θυμάμαι από τότε που ήμουν παιδί, παρόλο που εκεί βρίσκεται τώρα ένα μεγάλο σουπερμάρκετ Asda. Και το Λονδίνο, που ζω τους τελευταίους δέκα-οχτώ μήνες, είναι πραγματικά τρομακτικό με τους αδυσώπητους τρόπους αντιμετώπισης της εργατικής τάξης, όταν οποιαδήποτε στιγμή μπορείς να βρεθείς άστεγος.
Ακόμα και τώρα που υποθετικά τα έχω καταφέρει, ξέρω πως μια μικρή άυξηση στο ενοίκιο στο διαμέρισμα που κατοικώ στο Tower Hamlets με ιδιωτική ενοικίαση (ανήκε προηγουμένως στο δήμο), θα με οδηγήσει έξω από την πρωτεύουσα, όπου οι πολύ πλούσιοι και οι πολιτικοί που τους προσκυνούν δεν ξέρουν καν πως είμαστε εδώ. Ο δήμος που υπαγεται στο Εργατικό Κόμμα και η φιλελεύθερη συντηρητική κυβέρνηση φαίνεται πως συμφωνούν πως οι φτωχότεροι και πιο ευάλωτοι άνθρωποι στην κοινωνία μας δεν αξίζουν τίποτα.
Εντούτοις η έρευνά μου, το βιβλίο μου και το δικό μου ταξίδι ως γυναίκα της εργατικής τάξης που κέρδισε μια καριέρα στο London School of Economics δείχνει πόσο λάθος το έχουν αντιληφθεί αυτό τα κυρίαρχα πολιτικά πρόσωπα. Πάλεψα σκληρά για να βρω διασυνδέσεις που θα μου δώσουν βήμα για να μιλήσω και να ακουστώ. Και θα συνεχίσω να παλεύω.
Η Lisa McKenzie είναι κοινωνιολόγος και ερευνήτρια στο L.S.E. Είναι μέλος της οργάνωσης Class War . Συμμετείχε στις διαμαρτυρίες ”Poor Doors” (πόρτες της φτώχειας) κατά των πολιτικών απαρτχάιντ στο Λονδίνο στα τέλη του 2014, όταν απαγορεύτηκε σε λήπτες κρατικής βοήθειας να εισέρχονται στις πολυκατοικίες που διαμένουν από την μπροστινή είσοδο για να μην έρχονται σε επαφή με τους υπόλοιπους ένοικους. Επίσης συμμετείχε στο μπλοκ που έκανε κατάληψη στο κτίριο Aylesbury Estate στις 31 Ιανουαρίου 2015, μετά την πορεία για φθηνότερη στέγαση, στην οποία συμμετείχαν γύρω στα 2,000 άτομα.
Μετάφραση: Blackat
Originally appeared in The Guardian