Τους κινδύνους που συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ως κακουργήματος της διαμαρτυρίας με μπογιές που είχε πραγματοποιηθεί στη Βουλή κατά τη διάρκεια της απεργίας πείνας του φυλακισμένου μέλους της 17Ν, Δημήτρη Κουφοντίνα, τονίζει σε ανακοίνωσή της η συνήγορος υπεράσπισης του μέλους της αναρχικής συλλογικότητας «Ρουβίκωνας» που συνελήφθη και επιβαρύνεται με το ποσό των 30.000 ευρώ ως εγγύηση για τη μη προφυλάκισή του.
Η δίωξη γίνεται, μάλιστα, με νόμο «που προστατεύει το κτίριο της Βουλής υπό την πρώτη ιδιότητά του ως Παλαιά Ανάκτορα».
«Γίνεται σαφές ότι το μήνυμα που δίνεται στη δρώσα κοινωνία, είναι η πρόθεση κορύφωσης της καταστολής με ελεύθερη χρήση οποιουδήποτε πρόσφορου δικονομικού μέσου», καταλήγει η κ. Παπαρρούσου.
Ακολουθεί ολόκληρη η δήλωση:
Την άστοχη και εκδικητική δίωξη που ασκήθηκε σε μέλος του Ρουβίκωνα σε επίπεδο κακουργήματος, βάσει του νόμου που προστατεύει το κτίριο της Βουλής υπό την πρώτη ιδιότητά του ως Παλαιά Ανάκτορα, ακολούθησε η ανακριτική διαδικασία όπου του επιβλήθηκε, εκτός των άλλων περιοριστικών όρων και εγγύηση 30.000 ευρώ, καταβλητέα έως τις 14 Ιουνίου.
Ο πρωτοφανής αυτός χειρισμός περιλαμβάνει πολλά ατοπήματα.
Πρώτον, ασκείται μία ψευδεπίγραφη ποινική δίωξη που επιχειρεί να εντάξει μία αμιγώς πολιτική οργάνωση στο διωκτικό πλαίσιο των ρυθμίσεων που έχουν τεθεί για τη δίωξη όσων επιβουλεύονται την εν γένει πολιτιστική κληρονομιά, με μόνο σκοπό να ασκηθεί για πρώτη φορά κακουργηματική δίωξη.
Δεύτερον, ο ποινικός καταναγκασμός που επιχειρείται μέσω της υπέρογκης εγγύησης, υπερβαίνει τα όρια της κρινόμενης υπόθεσης και στοχεύει στην αθέμιτη τιμώρηση της πολιτικής συλλογικότητας με μέσο τον ευτελή εκβιασμό μέσω της οικονομικής αξίωσης.
Δεδομένου ότι η εγγυοδοσία δεν συγκαταλέγεται στις ποινές αλλά επιβάλλεται στον κατηγορούμενο προκειμένου να διασφαλιστεί η παρουσία του στο δικαστήριο και είναι πάντα ανάλογη με τις οικονομικές δυνατότητές του, συμπεραίνουμε ότι η ανακριτική αρχή δεν έλαβε υπόψη της ότι τα μέλη της συγκεκριμένης πολιτικής συγκρότησης επιλέγουν να παρίστανται στα δικαστήρια όπου συχνά καλούνται, αλλά και ότι οι περιοριστικοί όροι δεν επιτελούν το ρόλο της προκαταβολικής ποινής. Η επαπειλούμενη προσωπική εξόντωση του συλληφθέντα για αδίκημα που δε μπορεί να υπερβεί τα όρια του πλημμελήματος, είναι ενδεικτική της σκοπιμότητας που διέπει τον δικαστικό χειρισμό της υπόθεσης και παραπέμπει σε πρακτικές του μετεμφυλιακού κράτους. Έστω κι αν ταξικά αυτό είναι δύσκολο να γίνει ανεκτό, το σύνταγμα επιβάλλει στους δικαστικούς λειτουργούς τη δίκαιη και αμερόληπτη κρίση.
Η φυλακή ως επαπειλούμενη συνέπεια για τις μπογιές στη βουλή καταμαρτυρεί την αδυναμία αποσύνδεσης της δικαστικής από την εκτελεστική εξουσία και εισάγει μία νέα πρακτική εκφοβισμού της πολιτικά δρώσας κοινωνίας, αυτή της προσωπικής εξόντωσης, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτει την πλήρη απώλεια της αίσθησης του μέτρου σε ότι αφορά την απόδοση της κατηγορίας όταν πρόκειται για πολιτικούς αντιπάλους. Η αντίσταση σε αυτές τις πρακτικές σε πολιτικό, κοινωνικό και νομικό επίπεδο είναι δεδομένη κι επιβεβλημένη.
Όταν οι δικαστικές πρακτικές υπερβαίνουν τα όρια που τίθενται από το ισχύον δίκαιο, την κοινωνική πραγματικότητα αλλά και την ιστορική συνθήκη για μία απλή δράση συμβολικού χαρακτήρα, τότε γίνεται σαφές ότι το μήνυμα που δίνεται στη δρώσα κοινωνία, είναι η πρόθεση κορύφωσης της καταστολής με ελεύθερη χρήση οποιουδήποτε πρόσφορου δικονομικού μέσου.
Η συνήγορος του κατηγορουμένου
Αννυ Παπαρρούσου