Η Φώφη Γεννηματά δίνει την καθιερωμένη ομιλία της στη ΔΕΘ το Σεπτέμβριο του 2020, και μια αντιφασιστική συγκέντρωση προπαγανδίζει την πορεία για τον Παύλο Φύσσα στη Νέα Παραλία. Εκεί λίγες ημέρες πριν, ο Ηλίας Κασιδιάρης – υπόδικος τότε στη δίκη της Χρυσής Αυγής – οργανώνει μια φιέστα κατά την οποία η παραλία γεμίζει με ναζιστικά σύμβολα και συνθήματα.
Η συγκέντρωση των αντιφασιστών το βράδυ της 16ης Σεπτεμβρίου επιτηρείται εξαρχής από αστυνομικές δυνάμεις. Ορισμένα άτομα βγαίνουν από το σώμα της πορείας και βάφουν με σπρέι γύρω από το Βασιλικό Θέατρο, και επί των πεσσών δίπλα από τον Λευκό Πύργο. Αργότερα, άνδρες της ΔΙΑΣ τους σταματούν για έλεγχο. Σύντομα, 51 άτομα έχουν περικυκλωθεί από κάθε είδος αστυνομικής ομάδας που υπηρετεί στην πόλη. Είναι μια πρόβα για την εφαρμογή του πρόσφατα ψηφισθέντος νόμου για τις διαδηλώσεις (4703/2020). Η πρόβα αυτή όμως δεν εξαντλήθηκε σε μια απλή ταυτοποίηση στοιχείων. Κατέληξε σε μια κακουργηματική δίωξη που ακολουθούσε τους συλληφθέντες για 72 μήνες, κατά τους οποίους έδιναν το παρών στα αστυνομικά τμήματα της περιοχής τους.
Το παρών επιβλήθηκε ως περιοριστικός όρος καθώς στο σύνολο των 51 ατόμων ασκήθηκε δίωξη με το, κακουργηματικού χαρακτήρα, αδίκημα της «φθοράς ιστορικού μνημείου». Από τους 51 στο εδώλιο κάθισαν οι 49, καθώς ο ένας είναι ανήλικος. Ο 51ος δε βρέθηκε σήμερα με τους συγκατηγορούμενους του, γιατί έχασε τη ζωή του στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 2022.
Την Παρασκευή 12 Απριλίου 2024, μετά από τέσσερις δικασίμους, η δίκη στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων ολοκληρώθηκε με την αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου. Είχε προηγηθεί η επίσης λεπτομερής αθωωτική πρόταση της εισαγγελέως, Εμμανουέλας Κετσιατζή, αλλά και πολλοί μάρτυρες που έδωσαν μια σαφή εικόνα στο δικαστήριο για τα πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν εκείνο το βράδυ.
Πρώτος κατέθεσε ο Κανονίδης Ιωάννης, τότε προϊστάμενος στην Εφορία Αρχαιοτήτων, με την κατάθεση του να αναδεικνύει ότι δεν υπήρξε κάποια φθορά ιστορικού μνημείου, ενώ οι πεσσοί πάνω στους οποίους αναγράφηκαν συνθήματα αφορούσαν τον περιβάλλοντα χώρο και κατασκευάστηκαν το 2005. Το δικαστήριο, στη συνέχεια, φάνηκε να απομακρύνεται από το κακούργημα αυτό και να εστιάζει στις άλλες πλημμεληματικές κατηγορίες.
Ακολούθησε μια σειρά από αστυνομικούς που, προσερχόμενοι ως μάρτυρες κατηγορίας, ήρθαν να περιγράψουν τα περιστατικά και ταυτόχρονα να αποτελέσουν ενίοτε και μάρτυρες της υπεράσπισης, καθώς οι συνήγοροι χρησιμοποίησαν στις αγορεύσεις τις καταθέσεις τους προς υπεράσπιση των κατηγορουμένων. Συγκεκριμένα, ένας αστυνομικός της ΔΙΑΣ κατέθεσε ότι οι κατηγορούμενοι ήταν συνεργάσιμοι και έδιναν τις ταυτότητες τους μέχρι να εμφανιστούν τα ΜΑΤ και ένας άλλος άνδρας της ΔΙΑΣ κατέθεσε την κρίση του, ότι το περιστατικό θα έληγε με μια απλή προσαγωγή, αξιολογώντας την επέμβαση των ΜΑΤ ως περιττή.
Η επέμβαση αυτή των ΜΑΤ απασχόλησε το δικαστήριο, όσον αφορά το αδίκημα της διατάραξης κοινής ειρήνης. Η ακροαματική διαδικασία δεν απέδειξε κάτι τέτοιο, σύμφωνα και με την εισαγγελική αρχή, αλλά και με το δικαστήριο που τους αθώωσε και για το εν λόγω αδίκημα. Μπορεί το δικαστήριο να μην είδε βία των διαδηλωτών, ωστόσο τα τραύματα των κατηγορουμένων τις επόμενες ημέρες αποδεικνύουν ότι οι συλληφθέντες δέχθηκαν υπέρμετρη αστυνομική βία. Τα λίγα εκείνα δευτερόλεπτα, που διήρκεσε η επίθεση των ΜΑΤ, ήταν αρκετά ώστε δύο άτομα να μεταφερθούν με το ΕΚΑΒ στο νοσοκομείο και 12 ιατροδικαστικά πορίσματα τραυματιών να αναδεικνύουν σοβαρές αξιόποινες πράξεις και ευθύνες της ΕΛ.ΑΣ.
Τα γεγονότα της βίας σχολιάστηκαν από τους κατηγορούμενους στις απολογίες τους:
«Από το να με κλάψουν οι γονείς μου θα φορούσα το κράνος στο κεφάλι μου. Είχα τα αίματα του φίλου μου του Γιώργου τρεις μέρες στη μπλούζα μου», ανέφερε ένας από τους κατηγορούμενους, με έναν άλλο να προσθέτει ότι «Ο Κουμής χτυπήθηκε από την αστυνομία το 1980 και έπαθε αποκόλληση εγκεφάλου. Εγώ δεν φορούσα κράνος εκείνη την ημέρα, έμαθα ότι έπρεπε να φοράω».
Αναφορικά με την παρουσία τους, όλοι αρνούνταν τις κατηγορίες που τους βάρυναν, κάποιοι όμως επέλεξαν να αναδείξουν ευθαρσώς και την πολιτική τους στάση και θέση:
«Στο μυαλό μου ζυγίζω τι από τα δύο είναι πιο βαρύ: η αναγραφή ενός συνθήματος με σπρέι ή η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από Χρυσαυγίτες, η αναγραφή ονομάτων στη Βουλή ή η δολοφονία 57 ανθρώπων στα Τέμπη. Το μετράω και λέω ότι το άλλο είναι πιο σημαντικό».
«Άνοιγαν τα μπουκάλια με το νερό και μας τα πετούσαν και μας έφτυναν. Η συμπεριφορά των αστυνομικών είχε στόχο την επιβολή και την τρομοκράτηση, για να μην ξαναβρεθούμε σε αντίστοιχες εκδηλώσεις».
«Δεν αποχώρησα, γιατί ο ηθικός μου κώδικας λέει ότι δεν αφήνω κανέναν πίσω».
Η υπόθεση ολοκληρώθηκε με την αθώωση των 49 κατηγορουμένων, αλλά όσους δέχθηκαν εκείνο το βράδυ να δώσουν δακτυλικά αποτυπώματα, η υπόθεση αυτή ίσως να τους ακολουθεί για όλη τους τη ζωή. Εκτός από το ποινικό μητρώο, η Ασφάλεια συντάσει ένα Ατομικό Δελτίο Εγκληματικότητας στο οποίο καταγράφεται για τί έχει σημανθεί κάθε άτομο. Εν προκειμένω, όσοι έδωσαν αποτυπώματα έχουν ένα φάκελο που περιλαμβάνει το όνομά τους και αδικήματα – για τα οποία ουδέποτε κατηγορήθηκαν στη συγκεκριμένη δίκη, όπως αυτό της οπλοκατοχής ή της επικίνδυνης σωματικής βλάβης.
Η υπόθεση αυτή αποτέλεσε αναμφισβήτητα μια ευκαιρία χαρτογράφησης για την Ασφάλεια Θεσσαλονίκης και, ταυτόχρονα, μια συνθήκη οικονομικής, ψυχικής και σωματικής καταβολής για τους κατηγορουμένους, με ένα κατηγορητήριο που δεν επιδίωξαν να υπερασπιστούν ούτε οι αστυνομικοί, ούτε και οι διωκτικές αρχές.