Βασανιστήρια από τα ΜΑΤ με κυβερνητική υπογραφή

Γυμνός στη Μπουμπουλίνας ανάμεσα σε αστυνομικούς που περηφανεύονταν για «χούντα»

«Τα βασανιστήρια είναι κάτι περισσότερο από ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για να επιβληθούν ανεπιθύμητες πολιτικές σε εξεγερμένους ανθρώπους. Είναι, επίσης, μια μεταφορά για την υποκειμενική λογική του δόγματος του σοκ» (Ναόμι Κλαιν)

Το πρωινό της Παρασκευής 8 Νοεμβρίου ο Λάμπρος Γούλας εμφανίστηκε στον εισαγγελέα φορώντας χειροπέδες και κολάρο στον αυχένα, κουτσαίνοντας και φέροντας εμφανή τραύματα. Ο δικαστικός λειτουργός, αντί να απαιτήσει εξηγήσεις από τους αστυνομικούς που ευθύνονταν γι’ αυτή την απερίγραπτη εικόνα και να κινήσει τις αντίστοιχες ποινικές διαδικασίες, απλώς επικύρωσε ένα σαθρό κατηγορητήριο εις βάρος του ως παραπέτασμα ψεύδους για να συγκαλυφθεί η βίαιη κακοποίηση που είχε υποστεί το προηγούμενο βράδυ. Και δε ντράπηκε. Όπως, εξάλλου, δε ντράπηκε και η συντριπτική πλειονότητα των αστυνομικών συντακτών που καθ’ υπόδειξη της ΓΑΔΑ άναψε λεκτικά πυροτεχνήματα, γράφοντας ότι συνελήφθη «στέλεχος του Ρουβίκωνα» αλλά αποκρύπτοντας ουσιωδώς την αλήθεια, ότι δηλαδή ξυλοκοπήθηκε, βασανίστηκε και στάλθηκε στο νοσοκομείο «στέλεχος του Ρουβίκωνα».

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Το βράδυ της Πέμπτης 7 Νοεμβρίου ένα κλιμάκιο της ομάδας Δίας δέχτηκε επίθεση στην οδό Χαριλάου Τρικούπη. Αμέσως μετά αστυνομικές δυνάμεις των ΜΑΤ και της ΟΠΚΕ κατέκλυσαν την πλατεία Εξαρχείων κυνηγώντας αδιακρίτως ανθρώπους. Πάνω σ’ αυτό το ντελίριο καταστολής περικυκλώνουν το Καφενείο που ήταν γεμάτο θαμώνες και εργαζόμενους και επιχειρούν να εισβάλλουν μέσα χωρίς ένταλμα, χωρίς εισαγγελέα. Πολιορκούν για αρκετή ώρα το χώρο αποκλείοντας τις εισόδους του. Στο σημείο έσπευσαν, αφού κλήθηκαν από τον εγκλωβισμένο και υπό απειλή κόσμο οι δικηγόροι Γιάννα Κούρτοβικ και Άννυ Παπαρρούσου. «Κλήθηκα ως δικηγόρος από συνέταιρο της επιχείρησης του παραδοσιακού καφενείου των Εξαρχείων. Ήταν περικυκλωμένο από αστυνομικές δυνάμεις χωρίς λόγο. Δεν υπήρχε εισαγγελέας. Οι άνθρωποι κινδύνευαν. Πήγα για να διασφαλίσω τη σωματική τους ακεραιότητα, για να υπάρχει δικηγόρος – μάρτυρας και να γίνει καταγραφή των παρατυπιών που εξελίσσονταν, καθώς δεν πληρούνταν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της νομοθεσίας για την έρευνα. Ήταν ξεκάθαρα μια καταχρηστική συμπεριφορά των αρχών που αυθαιρετούσαν ανεξέλεγκτα» επισημαίνει η Άννυ Παπαρρούσου.

Το κλίμα φόβου που προσπάθησαν να επιβάλλουν οι δυνάμεις καταστολής πέραν κάθε λογικής και νομικού πλαισίου, δεν εμπεδώθηκε. Έξω από το καφενείο είχαν συγκεντρωθεί κάτοικοι και περαστικοί που απαιτούσαν να λυθεί η πολιορκία και να φύγουν τα ΜΑΤ. Όπως και έγινε. Τα ΜΑΤ ξεκίνησαν να αποχωρούν και ο κόσμος φώναζε συνθήματα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή και χωρίς καμία αφορμή, εξαπέλυσαν μια νέα επίθεση με δακρυγόνα και κρότου – λάμψης και προχώρησαν στη στοχευμένη σύλληψη του Λάμπρου Γούλα, τον άγριο ξυλοδαρμό του και στη συνέχεια στο βασανισμό του στην οδό Μπουμπουλίνας. Γιατί η σημειολογία είναι συνήθως φαρμακερή και διάφανη. Στον ίδιο δρόμο ακριβώς βρισκόταν επί δικτατορίας το κτίριο της ασφάλειας που λειτούργησε στην επταετία ως επίγειο κολαστήριο για αγωνιστές και αγωνίστριες. Οι βασανιστές κάθε εποχής ακολουθούν μια μεθοδολογική και τοπογραφική συνέχεια.

Παραθέτουμε, λοιπόν, τη λεπτομερή και ανατριχιαστική μαρτυρία του Λάμπρου Γούλα για τα όσα συνέβησαν, έτσι όπως τα περιέγραψε στο omniatv:

Όταν σχόλασα από τη δουλειά, πήγα με το αφεντικό μου σ’ ένα διπλανό μαγαζί να φάμε και να δούμε τον Ολυμπιακό. Κάποια στιγμή άρχισαν να καταφθάνουν μηνύματα στο κινητό μου ότι γίνεται χαμός στην πλατεία και ότι η Αστυνομία έχει αποκλείσει το καφενείο. Πήγα χωρίς δεύτερη σκέψη, γιατί βρίσκονταν μέσα αρκετοί σύντροφοι και φίλοι μου. Η εικόνα που αντίκρισα μόλις έφτασα ήταν αποκαλυπτική. Δε μπορούσες ούτε να μπεις, ούτε να βγεις από το καφενείο. Οι είσοδοι ήταν αποκλεισμένοι από την Αστυνομία.

Έκατσα απ’ εξω, όπου ήδη μαζευόταν κόσμος και διαμαρτύρονταν. Ζητούσαν να φύγουν τα ΜΑΤ και να ελευθερωθεί ο χώρος. Ξεκίνησαν να φεύγουν και ο κόσμος που βρισκόταν στην πλατεία φώναζε συνθήματα. Εγώ βρισκόμουν στη γωνία Τοσίτσα και Τσαμαδού. Χωρίς την παραμικρή αφορμή αρχίσουν κα ρίχνουν χημικά. Εμένα άνοιξαν τη φυσούνα στο πρόσωπο μου κανονικά. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου εκείνη τη στιγμή. Προσπάθησα να φύγω για να απομακρυνθώ από τα δακρυγόνα. Ένας ματατζής μου έριξε μια κλωτσιά από πίσω κι έπεσα κάτω. Έρχονται κι άλλοι από την ίδια διμοιρία, πέφτουν πάνω μου και με βαράνε με το γκλοπ ενώ ήμουν ακινητοποιημένος. Με σηκώνουν, με κρατάνε δύο ματατζήδες από τα χέρια κι ένας με πιάνει από το σβέρκο και με ξαναγυρίζουν προς την πλατεία. Αγχώθηκα γιατί δεν καταλάβαινα τι γίνεται. Εμφανίζεται μάλλον η άλλη μισή ομάδα της διμοιρίας, με πετάνε σ’ αυτούς και αρχίζει το πανηγύρι.

Σ’ όλη τη διαδρομή στην Τσαμαδού και στην Τοσίτσα με χτυπούσαν. Κάναμε δεξιά στη Μπουμπουλίνας και λίγο πριν φτάσουμε στο Υπουργείο Πολιτισμού ακούω τον έναν που λέει «μη τον πάτε στο Υπουργείο, έχει κάμερες, βάλτε τον εδώ πέρα». Με βάζουν σε μια γωνία κι ούτε που ξέρω πόσο με χτύπησαν, έχασα το μέτρημα. Ο ένας από αυτούς ήταν πιο τρελαμένος, μου κοπάναγε το κεφάλι στον τοίχο και προσπαθούσα να το προστατέψω. Αυτός κάποια στιγμή έδωσε εντολή να με γδύσουν. Με πέταγε ο ένας στον άλλον και προσπαθούσαν να μου βγάλουν τα ρούχα. Έδωσα μάχη να κρατήσω το εσώρουχο μου. Με πετάνε γυμνό, μόνο με το εσώρουχο στον τοίχο και ούρλιαζαν «στον τοίχο». Αρχίζουν και ψάχνουν τα πράγματα μου. Δε βρίσκουν τίποτα ούτε στην τσάντα μου, ούτε στα ρούχα μου. Βγάζει ο συγκεκριμένος την ταυτότητα μου, διαβάζει «Γούλας» και μου κοπανάει ξανά το κεφάλι. Μετά ανοίγει το πορτοφόλι μου. Βρίσκει τα χρήματα μου, λέει μια εξυπνάδα που δεν τη θυμάμαι και αρχίζει να τα σκορπάει. Το αντιλαμβάνομαι, γυρίζω και προσπαθώ να τα μαζέψω. Αυτοί χλεύαζαν και με χτυπούσαν πάλι πετώντας με ο ένας στον άλλον. Μετά από κανα πεντάλεπτο κυνηγητό και ξύλο τέτοιου τύπου, με πιάνει πάλι ο συγκεκριμένος και με κολλάει στον τοίχο. Τότε συνέβη κάτι φοβερό. Μου κατεβάζει το εσώρουχο, κολλάει από πίσω μου και φωνάζει «Έτσι γαμάνε οι χακί. Στα Εξάρχεια έχουμε χούντα ρε, το κατάλαβες; Όποιος δε δέχεται φάπα και πούτσα δε θα μπαίνει στα Εξάρχεια. Εμείς κάνουμε κουμάντο». Τελείωσε όλο αυτό. Έχασα τη αίσθηση του χρόνου αλλά νομίζω ότι όλη η φάση πρέπει να διήρκεσε περίπου ένα μισάωρο.

Ήρθαν από την Άμεση Δράση. Μου είπαν να ντυθώ, μου πέρασαν χειροπέδες πισθάγκωνα και με έβαλαν πάλι βίαια στο περιπολικό. Έφτασα στην ασφάλεια χτυπημένος, πρησμένος και σέρνοντας την αριστερή μου πλευρά. Με το που μπήκα, άκουσα που λέγανε «μας φέρανε το Γούλα». Παρότι είχα άλλους 14 προσαχθέντες , με βάλανε σ’ ένα γραφείο μόνο μου. Μέσα σε τρία λεπτά, άκουσα που λέγανε «Διώξτε τους όλους, κρατάμε μόνο το Γούλα».

Ζήτησα να πάρω τηλέφωνο τη δικηγόρο μου. «Μην ανησυχείς – μου είπαν – ξέρει, θα πάρει μόνη της». Όντως, δεν ξέρω αν παρακολουθούν και τη δικηγόρο μου αλλά μετά από 5 λεπτά πήρε. Έκανε πολλές παρεμβάσεις ζητώντας να με μεταφέρουν στο νοσοκομείο.

Μετά από μια ώρα με πήγαν στον Ευαγγελισμό, σαν εγκληματία βέβαια, με χειροπέδες. Οι γιατροί μου φέρθηκαν μια χαρά, απαίτησαν να βγουν οι χειροπέδες, μου έδωσαν πρώτες βοήθειες, μου έκαναν εξετάσεις. Επέστρεψα στη ΓΑΔΑ και μετά αυτόφωρο.

Στο δικαστήριο είχε δηλωθεί ως μάρτυρας κατηγορίας εναντίον μου ένας αστυνομικός από τη διμοιρία. Εννοείται πως δεν εμφανίστηκε. Απαίτησα να εμφανιστεί κι έτσι το δικαστήριο πήρε αναβολή για τις 20 Νοέμβρη.

Ο Λάμπρος Γούλας κατηγορείται για αντίσταση κατά της αρχής, εξύβριση, βαριά σωματική βλάβη και οπλοκατοχή. Το κατηγορητήριο είναι αστείο. Θα καταρρεύσει στο δικαστήριο πιο εύκολα κι από ένα τραπουλόχαρτο. Υπάρχουν δεκάδες μάρτυρες που πιστοποιούν ότι πρόκειται για μια εντελώς αναίτια σύλληψη. Υπάρχουν, επίσης, δεκάδες μάρτυρες που επιβεβαιώνουν τον άγριο ξυλοδαρμό και το βασανισμό που υπέστη. «Και ενώ ακούγονται τα πρώτα συνθήματα εκείνοι εξαπολύουν την εκδικητική τους οργή στο συγκεντρωμένο πλήθος, πνίγοντας τη γειτονιά και τον εσωτερικό χώρο του Καφενείου στα χημικά, χτυπούν, κυνηγάνε όποιον βρουν μπροστά τους και συλλαμβάνουν τον φίλο και σύντροφο Λ.Γ. τον όποιο πηγαίνουν στα σκοτεινά στενά της Μπουμπουλίνας, όπου και τον βασανίζουν, φωνάζοντας Η ΧΟΥΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ» αναφέρει στην ανακοίνωση του για τα γεγονότα το καφενείο. «Από αυτή την υπέρμετρη βία γίναμε αυτόπτες μάρτυρες στo ξεγύμνωμα, χτυπήματα κατ εξακολούθηση ενώ ήταν πεσμένος και ακινητοποιημένος σε άτομο μέλος της συλλογικότητας Ρουβίκωνας» επισημαίνουν στην ανακοίνωση τους οι Αλληλέγγυοι Λειτουργοί Υγείας. «Στη Μπουμπουλίνας έγδυσαν τύπο και προσήγαγαν έναν άλλον με κλωτσιές» μετέδιδε στις 00.14 η σελίδα radiofragmata. Γιατροί, δικηγόροι, δημοσιογράφοι ήταν παρόντες σ’ αυτό το κρεσέντο αυταρχισμού.

Το ζήτημα δεν είναι απλώς η απόλυτη αντιστροφή των ρόλων θύτη – θύματος, καθώς ένας άνθρωπος θα συρθεί σε δίκη χωρίς να έχει κάνει απολύτως τίποτα, ενώ οι βασανιστές του θα συνεχίσουν αμέριμνοι να παρενοχλούν κόσμο, να προκαλούν τρόμο στα Εξάρχεια και να εκτονώνουν ελεύθερα την τοξική τους αρρενωπότητα. Το ζήτημα είναι ότι πρόκειται για ένα περιστατικό που επανεισάγει στην Ελληνική Αστυνομία μεθόδους εκτροπής και αποτυπώνει ανάγλυφα το ρεβανσισμό του κρατικού μηχανισμού απέναντι σε οποιαδήποτε φωνή αντίσταση. Ο Λάμπρος Γούλας συμμετέχει ενεργά στους κοινωνικούς αγώνες, είναι μέλος της αναρχικής συλλογικότητα Ρουβίκωνα και είναι ο πρώτος άνθρωπος που πέτυχε δικαστική απόφαση να καταστραφεί δείγμα του γενετικού του υλικού, το οποίο παρανόμως είχε ληφθεί – απόφαση που ακόμα δεν έχει υλοποιηθεί. Η βάναυση μεταχείριση του από τις αρχές σχετίζεται απολύτως με αυτές του τις ιδιότητες.

Άνθρωποι που βρίσκονταν μέσα στο καφενείο μου είπαν ότι η διμοιρία με το που με έπιασε πανηγύριζε φωνάζοντας «πάμε να φύγουμε, τον έχουμε». Πιστεύω ότι με αναγνώρισαν γιατί συμμετέχω αδιάλειπτα εδώ και 14 χρόνια στις κινηματικές διαδικασίες και μπορώ να βάλω το χέρι μου στη φωτιά ότι η απόφαση να μετατρέψουν την προσαγωγή μου σε σύλληψη στον 6ο όροφο της ΓΑΔΑ υπαγορεύτηκε από τα ανώτατα κλιμάκια της Αστυνομίας, επειδή είμαι μέλος του Ρουβίκωνα. Ωστόσο, δεν είναι αυτό για μένα το σοκαριστικό. Τα ΜΑΤ αυτό κάνουν, σε πιάνουν και τρως ξύλο μέχρι να μπεις στο περιπολικό. Το υπόλοιπο, όμως, να με γδύσουν, να έρχεται ο άλλος να κολλάει πάνω μου κραυγάζοντας ότι έχουμε χούντα, είναι ανήκουστο. Δηλαδή αν ήταν μια κοπέλα στη θέση μου, τι θα έκαναν; Θα τη βίαζαν; Μόνοι τους οι άνθρωποι της ασφάλειας με το που μπήκα παραδέχτηκαν ότι τα ΜΑΤ είναι ανεξέλεγκτα. Οι άνθρωποι είναι φασίστες πέρα από κάθε αμφιβολία. Έδειξαν όλο το ομοφοβικό και σεξιστικό τους υπόβαθρο. Δε σταμάτησαν στιγμή να με αποκαλούν «πουτάνα» και «καριόλη». Με είχαν σα λάφυρο, φέρονταν σαν πρωτόγονοι που χορεύουν γύρω από το θήραμα τους. Να είμαι γυμνός, να με βρίζουν και με χτυπάνε. Τον έναν που γλεντούσε περισσότερο και έδινε εντολές, μπορώ να τον αναγνωρίσω γιατί ήταν ο μόνος που έβγαλε το κράνος του αλλά δε μου το ζήτησε κανείς. Γιατί όλα αυτά γίνονται με τη συναίνεση Χρυσοχοιδη και κυβέρνησης. Αν ζούσαμε σε άλλη κοινωνία, μπορεί να είχε προσδοκίες για δικαιοσύνη και τιμωρία αλλά μη κοροϊδευόμαστε. Ποτέ δεν έχουν τιμωρηθεί οι αστυνομικοί. Ο,τι γουστάρουν κάνουν. Ας γνωρίζουν, όμως, ότι δεν πρόκειται να λυγίσουν κανέναν, ούτε εμένα, ούτε κανέναν άλλον αγωνιστή/στρια του αναρχικού χώρου. Στο δρόμο θα είμαστε.

δηλώνει ο Λάμπρος Γούλας.

«Η σύλληψη του ήταν προσχηματική και σκόπιμη. Υπέστη βασανιστήρια πριν μεταφερθεί στην Κρατική Ασφάλεια, τα οποία είδαν αυτόπτες μάρτυρες. Ο συνδυασμός υπέρμετρης αστυνομικής βίας και βαριάς προσβολής της προσωπικότητας συντελέστηκε με συγκεκριμένες μεθόδους που είναι γνωστές σε συνθήκες κατάλυσης της δημοκρατίας. Οι πράξεις των αστυνομικών είναι κακουργηματικές και ως τέτοιες θα έπρεπε να κριθούν» σημειώνει η Αννυ Παπαρρούσου, συνήγορος του Λάμπρου Γούλα.

Είναι γνωστό από παλιά ότι ο Μιχάλης Χρυσοχοίδης δεν έχει χρόνο για διάβασμα. Ας κάνει έναν κόπο, όμως, να διαβάσει το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ή το άρθρο 137Α του Ποινικού Κώδικα – είναι μικρότερα σε έκταση από το κείμενο του Μνημονίου. Εύκολα θα διαπιστώσει ότι οι πράξεις που περιγράφονται εμπίπτουν πλήρως στον ορισμό των βασανιστηρίων και διώκονται τόσο από την εγχώρια, όσο και από τη διεθνή νομοθεσία. Αντιστοίχως ποινικά κολάσιμες είναι οι δημόσιες προτροπές σε βία και αυθαιρεσία, οι οποίες αρθρώθηκαν αγόγγυστα από κυβερνητικά στελέχη, όπως ο βουλευτής Μαρκόπουλος που ζητούσε «να τρέξει λίγο αιματάκι αναρχικού» ή ο Άδωνις Γεωργιάδης που ονειρεύεται να δει τα ΜΑΤ να σπάνε πόρτες. Το κανάκεμα των αστυνομικών και η πάγια τακτική ατιμωρησίας τους για όποιο έγκλημα κι αν διαπράξουν εκτρέφουν νέους Κορκονέες, ανθρώπους έτοιμους και αποφασισμένους να τραμπουκίσουν, να παρενοχλήσουν σεξουαλικά, να ξεδιπλώσουν το ρατσιστικό, μισογυνικό και ομοφοβικό τους μένος, να απειλήσουν, να βασανίσουν και να εγκωμιάσουν δημόσια τη χούντα. Αλήθεια, πόσο τραγικά ειρωνικό ακούγεται όλο αυτό καθώς πλησιάζουμε την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου; Οι θεματοφύλακες του νόμου είναι οι πρώτοι που τον ακυρώνουν συστηματικά για να διατρανώσουν την εξουσία τους, θεμελιωμένη πάνω στο φόβο και το αίμα. Ο Αγκάμπεν το κωδικοποιούσε ως «κατάσταση εξαίρεσης», ο κομαντάντε Μάρκος ως «το απόλυτο στριπτίζ του κράτους». Το σίγουρο είναι ότι ένα φυτώριο φασιστών, βασανιστών και εν δυνάμει δολοφόνων διογκώνεται με την ανοχή ή και τη συναίνεση της κυβέρνησης.

Στηρίξτε το omniatv:

Σχόλια

5 3 votes
Βαθμολογία άρθρου
Subscribe
Notify of
guest
0 Σχόλια
Inline Feedbacks
View all comments
Μετάβαση στο περιεχόμενο