Αυτό είναι το πρώτο μιας σειράς άρθρων για τις Αμερικανικές Προεδρικές Εκλογές του 2020. Πρόθεσή τους δεν είναι να μεταφέρουν την ειδησεογραφία της προεκλογικής εκστρατείας, αν και αναγκαστικά σε κάποιο βαθμό θα την παρακολουθήσουν. Μάλλον μια απόπειρα εξερεύνησης εκείνων των στοιχείων που τις καθιστούν κρίσιμες και σε ένα βαθμό μοναδικές στην Ιστορία των ΗΠΑ θα επιχειρήσουμε εδώ και για το σκοπό αυτό θα χρειαστεί να συνδυάσουμε γεγονότα που συμβαίνουν σήμερα με στοιχεία της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας της Βορειοαμερικανικής χώρας όπως αυτά διαμορφώθηκαν στον 20ο και στον 21ο αιώνα. Κάποιες λέξεις (ή φράσεις) στην σειρά των άρθρων συνοδεύονται από συνδέσμους που οδηγούν σε κάτι σχετικό, όμως όχι απαραίτητα στην πηγή αναφοράς. Η συσχέτιση μπορεί να είναι ακόμα και συνειρμική.
Πριν συνεχίσουμε, θεωρώ τον εαυτό μου υποχρεωμένο από την δεοντολογία να καταγράψει την παρακάτω δήλωση:
Δεν έχω την παραμικρή εκτίμηση στην αντιπροσώπευση και την μικροπολιτική της, όσο για τις προεκλογικές εκστρατείες τις θεωρώ λίγο χειρότερες από τις καμπάνιες προώθησης προιόντων μπροστά στα ράφια των σουπερμάρκετ.
Παρ’ όλα αυτά εκτιμώ ότι πριν αποφασίσει οποιοδήποτε πρόσωπο να ενδιαφερθεί ή να αδιαφορήσει για το τι συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες αξίζει να προσπαθήσει να απαντήσει σε δύο κομβικά ερωτήματα.
1. Αντέχει ο πλανήτης μια ακόμα τετραετία διακυβέρνησης από τον Ντόναλντ Τραμπ;
2. Συντελούνται πραγματικά τεκτονικές αλλαγές στο κοινωνικό πεδίο των Ηνωμένων Πολιτειών (οι οποίες θα εκφραστούν στο “ραντεβού του Νοέμβρη”) ή βρισκόμαστε μπροστά σε μια business as usual (άρα αδιάφορη για τους από τα κάτω) μάχη διαχείρισης της εξουσίας;
Η Τρέχουσα Πολιτική Αξία του Ντόναλντ Τραμπ.
Μετά την πολύ πρόσφατη απαλλαγή του από την Γερουσία ο 45ος Πρόεδρος των ΗΠΑ φαίνεται να “τσιμπάει” δημοσκοπικά, κύρια από την αποδοχή που παίρνει για την οικονομία, παραμένοντας όμως σε ολόκληρη την θητεία του κάτω από το ψυχολογικό όριο του 50%. Παράλληλα φαίνεται πια καθαρά ο έλεγχος που ασκεί στο κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, μέσω του ηγέτη της πλειοψηφίας στην Γερουσία, Μιτς ΜακΚόνελ. Η καταδικαστική για τον Πρόεδρο ψήφος του Μιτ Ρόμνι, αλλά ακόμα περισσότερο η αιτιολόγησή της, ενοχλεί αρκετά ώστε ο ίδιος να δέχεται επιθέσεις, αλλά δεν φαίνεται να βγάζει το κόμμα από τον μέχρι ασφυξίας (και οργανωτικό) εναγκαλισμό του με την καμπάνια επανεκλογής του νυν Προέδρου. Δύο κρίσιμες λεπτομέρειες για αυτήν την πραγματικότητα φαίνονται να είναι, αφενός το αναμφισβήτητο δικαίωμα κάθε εν ενεργεία Προέδρου να διεκδικήσει την δεύτερη θητεία του και αφετέρου η υψηλή συσπείρωση που εξακολουθεί να διατηρεί η ανορθολογική περσόνα-προϊόν “Ντόναλντ Τραμπ” στον σκληρό πυρήνα των –εξίσου ανορθολογικών– ψηφοφόρων του στις πολιτείες-κλειδιά της προεδρικής εκλογής.
Και δυστυχώς εδώ θα πρέπει να κάνουμε μια (βαρετή για όσες & όσους γνωρίζουν, αλλά προαπαιτούμενη για τον υπόλοιπο κόσμο) μικρή κατάδυση στους πολιτικούς θεσμούς των ΗΠΑ. Σύμφωνα με την wikipedia ο Πρόεδρος εκλέγεται από το Εκλεκτορικό Κολλέγιο, ένα ειδικό σώμα αντιπροσώπων κι έναν θεσμό που δεν υιοθετήθηκε ποτέ από καμία άλλη δημοκρατική χώρα στον κόσμο. Τόνοι μελάνης έχουν ξοδευτεί στο ακαδημαϊκό και το ειδησεογραφικό πεδίο με αναλύσεις υπέρ και κατά της συγκεκριμένης θέσμισης, αλλά το ζήτημα γίνεται ιδιαίτερα κρίσιμο στις εκλογικές μάχες όπου η απόλυτη πλειοψηφία των ψηφοφόρων επιλέγει κάποιον/α υποψήφιο αλλά το Εκλεκτορικό Κολλέγιο ανακηρύσει Πρόεδρο τον/την αντίπαλο. Από το 2000 μέχρι σήμερα το δυσάρεστο αυτό φαινόμενο έχει συμβεί δύο φορές με πιο πρόσφατη την εκλογή του 2016 όπου η Χίλαρι Κλίντον υπερείχε του Ντόναλντ Τράμπ κατά 3.000.000 περίπου ψήφους, αλλά υπολειπόταν σημαντικά στις ψήφους των εκλεκτόρων. Στις ίδιες εκλογές σημειώθηκε και η μεγαλύτερη “αποστασία”, αφού συνολικά επτά εκλέκτορες ψήφισαν άλλα πρόσωπα (που δεν μετείχαν στις εκλογές) εκφράζοντας πολυτελώς την διαμαρτυρία τους, μιας και η στάση τους δεν επηρέαζε σε τίποτα το αποτέλεσμα. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι δεν υπάρχει καν συνάντηση των εκλεκτόρων για την ψηφοφορία, αφού καταθέτουν την ψήφο τους στις πρωτεύουσες των πολιτειών στις οποίες έχουν εκλεγεί, υπό την εποπτεία του Κογκρέσου. Τέλος, από αρκετούς αναλυτές το σύστημα του Εκλεκτορικού Κολλεγίου θεωρείται ακόμη ένας από τους θεσμούς οι οποίοι παγιώνουν τον δικομματισμό στις ΗΠΑ καθιστώντας απαγορευτική την πολιτική εμφάνιση ενός τρίτου πόλου, με αποτέλεσμα ακόμα και λύσεις που εμφανίζονται για την αντικατάστασή του να προσμετρούν την διατήρηση της κυριαρχίας των δύο κομμάτων στην μεταβατική περίοδο.
Η Τρέχουσα Αξιοπιστία των Δημοκρατικών
Μετά το πρωτοφανές φιάσκο στις πρώτες προκριματικές εκλογές, που έγιναν στην Αϊόβα, ως προς την έκδοση των αποτελεσμάτων, η επιτυχία του Πιτ Μπούτιζεζ να πάρει το προβάδισμα έστω και με απειροελάχιστη διαφορά από τον Μπέρνι Σάντερς είναι μια σημαντική εξέλιξη στην κούρσα, την οποία εξακολουθεί να οδηγεί δημοσκοπικά στο εθνικό επίπεδο ο Τζο Μπάιντεν. Ο πρώην Αντιπρόεδρος του Ομπάμα εμφανίζεται από την αρχή ως μια μορφή “ασφαλούς επιλογής” για τον μέσο Αμερικανό πολίτη, όμως η διείσδυσή του στις καθοριστικές δημογραφικές ομάδες ψηφοφόρων παραμένει μέτρια. Στο άλλο άκρο, ο Μπέρνι Σάντερς ισχυρίζεται ότι η νίκη μπορεί να έρθει μόνο από την ενεργό εμπλοκή στην εκλογική διαδικασία προσώπων, ομάδων, ηλικιακών κατηγοριών και κινημάτων που συνήθως απέχουν από την κάλπη. Και έχει μια καμπάνια που μέχρι στιγμής τον δικαιώνει. Κάπου στην μέση αυτού του δίπολου, η Ελίζαμπεθ Γουόρεν προσπαθεί να διαδώσει την ιδέα ότι είναι η μόνη που μπορεί να κρατήσει ενωμένη την ευρεία -και σε μεγάλο βαθμό με αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και καταβολές- βάση των Δημοκρατικών από τη διπλή πόλωση που διακρίνει να επέρχεται. Η βραχεία κεφαλή του Μπούτιζεζ στην Αϊόβα φαίνεται να ανησυχεί περισσότερο το επιτελείο της Γουόρεν, λόγω της συνάφειας του μηνύματος που απευθύνουν στην βάση των Δημοκρατικών, αλλά και στο εκλογικό σώμα.
Αφού όλοι και όλες νικάνε τον Τραμπ στις δημοσκοπήσεις, γιατί γίνεται τόση βαβούρα περί της“εκλογιμότητας” στην επιλογή του/της υποψηφίου Προέδρου;
Μια προφανής απάντηση είναι φυσικά το φάντασμα του 2016 και η πιθανότητα να επαναληφθεί η Ιστορία στο Εκλεκτορικό Κολλέγιο. Κι αν η Προεδρία Τραμπ αντιμετωπίστηκε αρχικά σαν μια θητεία-φάρσα, σήμερα όλο και περισσότεροι άνθρωποι καταλαβαίνουν πόσο μια επανεκλογή του θα μπορούσε να την καταστήσει τραγωδία. Επίσης, οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται για ένα άλλο εκλογικό αποτέλεσμα το Νοέμβρη στις ΗΠΑ έχουν πάρα πολλούς λόγους να ανησυχούν. Είναι κοινό μυστικό πως οι Ρεπουμπλικάνοι σημαδεύουν πολλά χρόνια τώρα την τράπουλα, με τον αποκλεισμό αφροαμερικανών ψηφοφόρων, με την (παρα)χάραξη των εκλογικών περιφερειών, με την επιμονή στην χρήση ενός παρωχημένου συστήματος αυτόματης ψηφοφορίας που είναι ιδιαίτερα ευάλωτο σε παρεμβάσεις, με την ανάμιξη ξένων χωρών (λέγε με Ρωσία) στην τελευταία προεδρική εκλογή. Σε όλα αυτά τα γνωστά προβλήματα, έρχεται φέτος να προστεθεί και ο φόβος του αγνώστου ως προς τις “προθέσεις” του Τραμπ σε σχέση με τις εκλογές του Νοέμβρη.
Η αναζήτηση της “εκλογιμότητας” στο πρόσωπο που θα αντιπαρατεθεί στον Ντόναλντ Τραμπ είναι σίγουρα μια αντίδραση στο σοκ που προκάλεσε στην κοινωνία των ΗΠΑ η επικράτηση του. Ανάμεσα σε αυτούς κι αυτές που την ορίζουν ως πρώτη τους προτεραιότητα βρίσκεται ένα μέρος των δεκάδων (ίσως και εκατοντάδων) χιλιάδων πολιτών που ανέβασαν μετά την εκλογή του 45ου Προέδρου των ΗΠΑ φωτογραφίες τους με το χάσταγκ #NotMyPresident στο twitter και στο instagram.
Παράλληλα όμως το ερώτημα της εκλογιμότητας μπορεί με άνεση να λειτουργήσει και παρελκυστικά, με στόχο να θολώσει τις ορατές διαφορές στα προγράμματα των υποψηφίων των Δημοκρατικών και να προωθήσει “πιο φιλικές προς το σύστημα” υποψηφιότητες.
Στο δρόμο προς τον Νοέμβρη έχουμε πολλά ακόμα να δούμε, όπως μια σειρά από παράδοξα με τα οποία θα ασχοληθούμε στο επόμενο άρθρο.