Τις τελευταίες δύο ημέρες, και αμέσως μετά την καταστροφή του στρατοπέδου της Μόριας από την πυρκαγιά που κατά τύχη δεν κόστισε ανθρώπινες ζωές, χρήστες κοινωνικών δικτύων «προσκείμενοι» στο κυβερνών κόμμα ξεκίνησαν μπαράζ δημοσιεύσεων ακροδεξιού και φασιστικού περιεχομένου, διατυπώνοντας «αυθόρμητα» φαντασιώσεις εκτοπισμού προσφύγων σε Μακρόνησο και Γυάρο.
Ήταν όμως φαντασιώσεις ή κάποιοι παίζουν το ρόλο «λαγού»;
Τον περασμένο Φεβρουάριο διέρρευσε στο τοπικό μέσο της Λέσβου stonisi.gr πως ο Περιφερειάρχης βορείου Αιγαίου Κώστας Μουτζούρης πρότεινε στην κυβέρνηση τη δημιουργία κλειστής δομής στη Μακρόνησο, ως μέρος ενός σχεδίου πίσω από το οποίο πληροφορίες τοποθετούσαν τον βουλευτή Λέσβου της Ν. Δημοκρατίας Χ. Αθανασίου.
Το Γερμανικό περιοδικό Focus, με χθεσινό δημοσίευμα στον τίτλο του οποίου γίνεται λόγος για «Αυστραλιανό Μοντέλο», όχι μόνο επιβεβαιώνει την ύπαρξη ενός τέτοιου σχεδίου αλλά κάνει και μια ανατριχιαστική αποκάλυψη. Την Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου ο βουλευτής Χανίων της Ν. Δημοκρατίας Μανούσος Βολουδάκης, σε συζητήσεις του με μέλη του CDU, έβαλε ξανά στο τραπέζι την πρόταση για στρατόπεδα σε «βραχονησίδες» και «ακατοίκητα νησιά του Δυτικού Αιγαίου κοντά στην Ηπειρωτική χώρα».
Σύμφωνα πάντα με το δημοσίευμα, οι διερευνητικές επαφές για το σχέδιο ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 2020, όταν ο βουλευτής της Ν. Δημοκρατίας Μ. Βολουδάκης μαζί με τον Θ. Ρουσσόπουλο και άλλους βουλευτές τους κυβερνώντος κόμματος, βρέθηκαν στο Βερολίνο και το συζήτησαν με τα μέλη του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών Thorsten Frei και Marian Wendt. Ο Βολουδάκης «παρουσίασε το σχέδιο ως δική του ιδέα», ενώ «ισχυρίστηκε τότε πως οι Γερμανοί συνάδελφοί του ενθουσιάστηκαν» και «τον διαβεβαίωσαν ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος θα υποστηρίξει ένα σχέδιο χρηματοδότησης ενός τέτοιου στρατοπέδου με κονδύλια της ΕΕ».
Έξι μήνες μετά, με τους πρόσφυγες αποκλεισμένους από ΥΑΤ στους δρόμους της Λέσβου και το νησί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η κυβέρνηση επανέφερε την πρόταση για τα «ακατοίκητα νησιά» βάζοντας τον Βολουδάκη να ξανανοίξει συζητήσεις «αναφερόμενος και στην στήριξη των συναδέλφων του στο Βερολίνο».
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Γερμανικό περιοδικό κλείνει το άρθρο του με μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία των τόπων εξορίας της Μακρονήσου και της Γυάρου, ενώ πριν από αυτήν σημειώνει: «Αυτό που τα μέλη του Γερμανικού κοινοβουλίου δεν μπορούσαν να γνωρίζουν είναι ότι: Αυτά που εκείνος κατ’ ευφημισμόν παράφραζε σε απλές “βραχονησίδες”, ήταν τα νησιά εξορίας πολιτικών αντιφρονούντων, Μακρόνησος και Γυάρος. […]. Νησιά με βαριά και σκοτεινή ιστορία.».
Διαβάστε το άρθρο σε μετάφραση από το Γερμανικό πρωτότυπο:
Μετά από πολλές πυρκαγιές, το στρατόπεδο προσφύγων της Μόρια καταστράφηκε ολοσχερώς. Πού θα πάνε τώρα τόσοι χιλιάδες άνθρωποι; Στο βραχώδες ξερονήσι της Μακρόνησου το οποίο συνοδεύεται με ένα απάνθρωπο πολιτικό παρελθόν;
Τι θα απογίνει με τους άστεγους πρόσφυγες από τη Μόρια; Το στρατόπεδο έχει καταστραφεί. Οι τοπικοί πολιτικοί και πολλοί πολίτες του νησιού δεν θέλουν να επιτρέψουν μια νέα Μόρια. Και βέβαια ούτε οι πρόσφυγες δεν το θέλουν αυτό. Ακόμη και πολλοί Έλληνες, που είναι πιο ανοιχτοί σε πρόσφυγες, πιστεύουν ότι δεν πρέπει να χτιστεί νέο στρατόπεδο στη Λέσβο. Απαιτούν διαμονή στην ηπειρωτική χώρα σε αξιοπρεπή καταλύματα. Ο εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης Στέλιος Πέτσας απέκλεισε κατηγορηματικά για άλλη μια φορά την πιθανότητα να μεταφερθούν οι πρόσφυγες από την Μόρια στην ηπειρωτική χώρα την Πέμπτη. Και που να πάνε όμως;
Μήνες τώρα υπάρχουν αυξανόμενες φωνές μέσα στο κυβερνών κόμμα Νέα Δημοκρατία που έχουν προτείνει ένα «Αυστραλιανό μοντέλο» για την Ελλάδα. Με την συγκυρία αυτή αυτές οι φωνές δυναμώνουν εκ νέου. Στην δημόσια συζήτηση υπάρχει η αντίληψη μιας λύσης για αξιοποίηση «βραχονησίδων» ή «ακατοίκητων νησιών του δυτικού Αιγαίου που βρίσκονται κοντά στην ηπειρωτική χώρα», τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία μεγάλων, απομονωμένων καταυλισμών. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου, η πρόταση αυτή εξετάστηκε σοβαρά στις 27 Φεβρουαρίου σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου υπό τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Στις 5 Μαρτίου, ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης Πέτσας επιβεβαίωσε ότι η λύση του βραχονησίδων ήταν εφικτή.
Ο λόγος για τα βραχώδη νησιά της Μακρόνησου και της Γιάρου.
Αρκετοί βουλευτές, μεταξύ των οποίων οι πρώην υπουργοί Μανούσος Βουλουδάκης και Θοδωρής Ρουσόπουλος, ταξίδεψαν στο Βερολίνο τον Μάρτιο. Ο Βουλουδάκης παρουσίασε το σχέδιο ως δική του ιδέα στους Thorsten Frei και Marian Wendt, μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας της CDU. Ο Βουλουδάκης ισχυρίστηκε τότε ότι ήταν ενθουσιασμένοι με την πρόταση. Πιο συγκεκριμένα μάλιστα ισχυρίστηκε ότι οι πολιτικοί της CDU τον διαβεβαίωσαν ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος θα υποστηρίξει ένα σχέδιο χρηματοδότησης ενός τέτοιου στρατοπέδου με κονδύλια της ΕΕ. Στις 9 Σεπτεμβρίου λοιπόν, ο Βουλουδάκης υπέβαλε ξανά την πρότασή του, αναφερόμενος στην στήριξη των συναδέλφων του στο Βερολίνο.
Όμως αυτό που τα μέλη του Γερμανικού κοινοβουλίου δεν μπορούσαν να γνωρίζουν: ότι αυτά που εκείνος κατ’ ευφημισμό παράφραζε σε απλές “βραχονησίδες”, ήταν τα νησιά εξορίας πολιτικών αντιφρονούντων, Μακρόνησος και Γυάρος. Στην αρχαιότητα, η Μακρόνησος προστάτευε τα λιμάνια της Αττικής στο Λαύριο. Είναι ένα νησί με βαριά και σκοτεινή ιστορία.
Η Μακρόνησος ως φυλακή αιχμάλωτων πολέμου.
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, το νησί χρησίμευσε ως στρατόπεδο για τους αιχμάλωτους στρατιώτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το Νοέμβριο του 1912 έως το 1913. Ο τύφος κυριολεκτικά θέρισε τους κρατούμενους. Το 1948 βρέθηκαν εκατοντάδες τάφοι των άτυχων στρατιωτών.
Από το 1919 έως το 1922 η Ελλάδα βρισκόταν ξανά σε πόλεμο, αυτή τη φορά με τη νεότερη Τουρκία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.
Οι Έλληνες έχασαν τον πόλεμο και περισσότεροι από 1,5 εκατομμύρια Έλληνες έπρεπε να εγκαταλείψουν το προγονικό τους σπίτι στην σημερινή Τουρκία. Στην αρχή δεν ήταν ευπρόσδεκτοι στην Ελλάδα και δεν τους επέτρεπαν να εισέλθουν εύκολα στη χώρα. Τους περίμεναν κλειστά στρατόπεδα καραντίνας, ένα από αυτά στο νησί της Μακρόνησου.
Σχεδόν 40.000 Έλληνες του Πόντου έζησαν μέσα από το στρατόπεδο. Πολλοί πέθαναν από τύφο, χολέρα και πείνα. Το πόσιμο νερό υπήρχε στο ξερονήσι μόνο με αυστηρή κατανομή. Το φαγητό είχε ήδη χαλάσει όταν παραδιδόταν επειδή οι ντόπιοι που ήταν επιφορτισμένοι με την προμήθεια ήθελαν να κερδίσουν χρήματα από τη δυστυχία των συμπατριωτών τους. Υπήρξε τελικά μια μεγάλη αναταραχή των απελπισμένων: «Είτε καίμε το στρατόπεδο, ή μας αφήνεις να φύγουμε», ανέφερε ένας μάρτυρας.
Ποινικά στρατόπεδα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου
Το επόμενο κεφάλαιο για τη Μακρόνησο λαμβάνει χώρα κατά το πιο τρομακτικό χρονικό της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας. Ο εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε στην Ελλάδα από το 1946 έως το 1949. Η Μακρόνησος ήταν το πιο διαβόητο στρατόπεδο από το 1947 μέχρι την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων το 1953. Οι κομμουνιστές, οι αριστεροί και οι υπόλοιποι Έλληνες ήταν κλειδωμένοι εκεί. Ήταν ένα στρατόπεδο βασανιστηρίων όπου οι άνθρωποι έσπασαν ψυχικά ή βασανίστηκαν μέχρι θανάτου. Περισσότεροι από 100.000 Έλληνες φυλακίστηκαν εκεί. Ο ακριβής αριθμός των θανάτων παραμένει άγνωστος. Σε μια νύχτα τις 29ης Φεβρουαρίου προς την 1η Μαρτίου του 1948, τουλάχιστον 350 άνθρωποι δολοφονήθηκαν.
Πρώην κρατούμενοι αναφέρουν ότι η άμμος στο πετρώδες νησί κολλούσε συνεχώς τα ρούχα και το δέρμα τους, δεν υπήρχε προστασία από τον ήλιο και οι ισχυροί άνεμοι κυριολεκτικά τους μαστίγωναν.
«Η σύνθεση του νησιού είναι πολύ απλή», γράφει ο συγγραφέας Μενέλαος Λουντέμης, «γκρι, μοβ και ένα λευκό του θανάτου. Ένας ζωγράφος δεν θα είχε δουλειά. Θα τράβαγε μια γρήγορη φοβισμένη πινελιά και θα χανόταν μακριά».
Το 1989 οι εγκαταστάσεις του καταυλισμού και το 2019 ολόκληρο το νησί, κηρύχθηκαν ως τόπος μνήμης των ανθρώπινων δεινών και καταγράφηκαν ως πολιτιστική κληρονομιά από το νόμο. Για πολλούς Έλληνες, ο όρος “ξερονήσι” στην καθομιλουμένη, είναι συνώνυμος με τη Μακρόνησο, τη Γυάρο και άλλα νησιά βασανιστηρίων. Παρεμπιπτόντως, μεγάλο μέρος των κατοίκων του νησιού της Λέσβου, το τρίτο μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας, κατάγεται από πρόσφυγες μεταξύ του 1922 και του 1924.
(Ευχαριστούμε τον Β. Κ. για τη βοήθεια στη μετάφραση)