Στις 24 Σεπτεμβρίου 2022 αναρτήθηκε προς δημόσια διαβούλευση, ο νέος Σωφρονιστικός Κώδικας με τον τίτλο: «Αναμόρφωση και εκσυγχρονισμός του Σωφρονιστικού Κώδικα». Ο τίτλος είναι, βέβαια, παραπλανητικός καθώς από την μια δεν πρόκειται για αναμόρφωση αλλά για παραμόρφωση ενώ ως εκσυγχρονισμός δεν μπορεί να χαρακτηριστούν αναχρονιστικές αλλαγές που τον επιστρέφουν ολοκληρωτικά στην πριν το 1999 πραγματικότητα.
Ο Σωφρονιστικός Κώδικας του 1999 είναι ουσιαστικά ο πρώτος που επιχειρεί να ελέγξει, έστω και μόνο στους τύπους την σωφρονιστική ασυδοσία, ορίζει τα πεδία των εξουσιών της, αναγνωρίζει δικαιώματα για τους κρατούμενους, επιχειρεί τον εξορθολογισμό της τιμωρίας στο πεδίο της διαβίωσης και της πραγματικής εκτέλεσης των ποινών.
Οι αλλαγές που προτείνονται στον νέο ΣΚ, είναι τέτοιας φύσης και έντασης που μας απαλλάσσουν από την ανάγκη να μιλήσουμε για επιστροφή στον μεσαίωνα καθώς η επιστροφή στην χρονικά πίσω από το 1999 πραγματικότητα, έχει ακριβώς τους ίδιους συμβολισμούς.
Αρκεί να ανατρέξουμε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1990, όπου τα αίσχη της σωφρονιστικής υπηρεσίας, οι βασανισμοί κρατουμένων αλλά και οι αιματηρές εξεγέρσεις ήταν στην ημερήσια διάταξη, για να καταλάβουμε τι προμηνύουν αυτές οι αλλαγές.
Η ακροδεξιά ατζέντα της Κυβέρνησης και η αιμοδιψής ρητορική του εκλογικού κοινού (και δυστυχώς όχι μόνο) που απευθύνεται, φαίνεται να βρίσκει αν όχι απολαυστική, τουλάχιστον χρήσιμη και λειτουργική μια ανεξέλεγκτη αυστηροποίηση των ποινών και των όρων διαβίωσης των κρατουμένων στις Ελληνικές Φυλακές. Αυστηροποίηση που αντανακλάται ακόμα και στο συμβολικό πεδίο με την επαναφορά του χαρακτηρισμού από «Καταστήματα Κράτησης», στον πριν τον 1999 χαρακτηρισμό «Σωφρονιστικό Κατάστημα». Εγκαταλείπεται δηλαδή η προσέγγιση που ήθελε τον κρατούμενο να είναι κάποιος παραβάτης που πληρώνει το τίμημα της πράξης του με στέρηση της ελευθερίας και επανέρχεται αυτή του πωρωμένου εγκληματία που η πολιτεία οφείλει να σωφρονίσει.
Σε κάθε περίπτωση η αυστηροποίηση των όρων διαβίωσης των κρατουμένων, όπως δείχνει και η εμπειρία των αμερικανικών φυλακών, μόνο ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία μπορεί να λειτουργήσει.
Όσο μεγαλύτερη η πίεση του εγκλεισμού, η απουσία κινήτρων και η έλλειψη προοπτικής από πλευράς των κρατουμένων τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα για βίαια ξεσπάσματα και προσκόλληση στην παραβατική συμπεριφορά και δραστηριότητα.
Επειδή όμως, σημασία δεν έχει τι λέω εγώ, ζήτησα την πιο εμπεριστατωμένη γνώμη τεσσάρων προσώπων ειδικών, καταρτισμένων και καταξιωμένων στο αντικείμενο…
Η Κατερίνα Πουρναρά (Δικηγόρος, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών), η Αλέκα Ζορμπαλά (Δικηγόρος, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών), ο Δημήτρης Κόρος (Δρ Σωφρονιστικής Πολιτικής, Ειδικός Επιστήμονας Νομικής ΔΠΘ) και η Αφροδίτη Κουκουτσάκη (Επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου), σχολιάζουν στην σειρά (σε μια παλέτα από τον ειδικό στο γενικό) τις αλλαγές στον Σωφρονιστικό Κώδικα.
Κατερίνα Πουρναρά
Έχει αλήθεια διαφορά αν θα λέμε φυλακές, καταστήματα κράτησης ή σωφρονιστικά καταστήματα, όπως πλέον θα ονομάζονται σύμφωνα με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις στο σχέδιο νόμου για το Σωφρονιστικό Κώδικα από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη; Γιατί αλήθεια έχει διαφορά ότι η νομοθετική πρωτοβουλία έρχεται από αυτό το Υπουργείο, αρμόδιο για τις φυλακές από τον Ιούλιο του έτους 2019 και όχι από το Υπουργείο Δικαιοσύνης που ήταν ανέκαθεν αρμόδιο. Με βάση τις προτεινόμενες αλλαγές και παρά την υποτιθέμενη στόχευση του εκσυγχρονισμού των διατάξεων για τα δικαιώματα των κρατουμένων, στόχος δεν είναι ο σωφρονισμός αλλά η τιμωρία. Και αυτό είναι πλέον σαφές.
Επαναφορά των Φυλακών τύπου Γ’ με το όνομα Σωφρονιστικά Καταστήματα Αυξημένης Ασφάλειας (άρθρο 12 σ/ν), απαγόρευση μεταγωγής σε Αγροτικές Φυλακές για συγκεκριμένες κατηγορίες κρατουμένων (άρθρο 21 σ/ν), περαιτέρω αυστηροποίηση του θεσμικού πλαισίου που αφορά τη χορήγηση αδειών κρατουμένων (που είχε ήδη αυστηροποιηθεί με το Ν.4670/2020), με την οποία ουσιαστικά επιχειρείται η – για κάποιους κρατούμενους – εν τοις πράγμασι κατάργηση αυτού του δικαιώματος (και όχι προνομίου). Πράγματι, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις των άρθρων 55 (όπου για τις άδειες πολυισοβιτών προβλέπεται 22 έτη πραγματική έκτιση!), 58 (με το οποίο τίθενται επιπλέον προϋποθέσεις για να μπορεί να αιτηθεί ο κρατούμενος εκπαιδευτική άδεια π.χ. ελάχιστο διάστημα παραμονής στη φυλακή, και ρυθμίζονται εκ νέου οι λόγοι μη χορήγησης) και 60, ήτοι της άδειας για ημιελεύθερη διαβίωση (που παρότι ουδέποτε είχε εφαρμοστεί εντούτοις αυστηροποιείται) κινούνται στην ίδια οριακή κατεύθυνση. Με τις ανωτέρω διατάξεις θεσπίζεται προφανής διάκριση μεταξύ των κρατουμένων κατά παραβίαση των αρχών της ισότητας στη μεταχείριση και της αναλογικότητας, παρά τις εξαγγελίες περί του αντιθέτου.
Η Ελλάδα αρνείται πεισματικά να συμμορφωθεί με τις προτάσεις της CPT, η οποία στην πρόσφατη ανακοίνωσή της απείλησε με νέα δήλωση του άρθρου 10 παρ. 2 της Σύμβασης (έπειτα από την προηγούμενη του έτους 2011), που αποτελεί το έσχατο μέτρο που μπορεί να πάρει η Επιτροπή σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης κρατών. Την ίδια στιγμή το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη προτείνει τροποποιήσεις στον σωφρονιστικό κώδικα που αντί να βελτιώσουν τις συνθήκες, στο όνομα της ασφάλειας καταστρατηγούν περαιτέρω τα δικαιώματα των κρατουμένων και συνιστούν προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Αλέκα Ζορμπαλά
Στις άμεσες προτεραιότητες της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ευθύς με την εκλογή της, ήταν η ολοσχερής αφαίρεση της αρμοδιότητας του σωφρονισμού των κρατουμένων και των φυλακών από το Υπουργείου Δικαιοσύνης και η υπαγωγή τους στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, πρώην Δημόσιας Τάξης.
Ο σωφρονισμός, η επανακοινωνικοποίηση του καταδικασμένου αδικηματία ανατέθηκε εν ολίγοις όχι απλά σε έναν καθ΄ύλην άσχετο Υπουργείο, αλλά σε ένα Υπουργείο, που διατηρεί στο ακέραιο τα εμφυλιοπολεμικά του χαρακτηριστικά δρώντας με βία και καταστολή.
Ήταν η πρώτη πράξη του κυβερνητικού έργου εργαλειοποίησης του ποινικού φαινομένου (ποινικής μεταχείρισης) στη βάση της αρχής «Νόμος και Τάξη», τροποποιώντας την ποινική και σωφρονιστική νομοθεσία με κριτήριο όχι τον ποινικό σωφρονισμό, αλλά την εξόντωση και την καταστολή ατόμων, κοινωνικών ομάδων, πολιτικών χώρων, χαϊδεύοντας αυτιά, αλλά και ενισχύοντας και τροφοδοτώντας ένα κοινωνικά αντιδραστικό και πολιτικά ακροδεξιό ακροατήριο.
Όλως ενδεικτικά περιορισμοί θεμελιωδών θεσμών και δικαιωμάτων, όπως η υφ’ όρον απόλυση, οι αυτοδίκαιες αναστολές, η ισόβια κάθειρξη ως μοναδική ποινή πλέον για μεγάλο αριθμό αδικημάτων, κατάλυση του δικαιώματος του κατηγορούμενου να ενημερώνεται και να ελέγχει τη διαδικασία λήψης DNA σε αυτόφωρα αδικήματα, η κατάλυση της προβλεπόμενης αναστολής εκτέλεσης ποινής, της μετατροπής της ποινής σε κοινωφελή εργασία, και το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης για πλημμελήματα, κάτι το οποίο ακόμα και η δικαστική εξουσία με πληθώρα πλέον αποφάσεων νομολογεί ως αντισυνταγματικό.
Λίαν προσφάτως αναρτήθηκε προς διαβούλευση τροποποίηση του Σωφρονιστικού Κώδικα, όπου μεταξύ άλλων, τροποποιούνται για μία ακόμα φορά μετά τον Ν4760/2020, επί το αυστηρότερο, οι προϋποθέσεις χορήγησεις των αδειών των κρατουμένων.
Με το νομοσχέδιο επιχειρείται στην ουσία η κατάργησή του θεσμού των αδειών, καθώς νομοθετούνται αυστηρότερα χρονικά όρια έκτισης για τη θεμελίωση δικαιώματος σε τακτική άδεια, ενώ πρακτικά καταργείται (!) το δικαίωμα όσον αφορά κρατούμενους που έχουν τελέσει βαριά κακουργήματα.
Για τους πολυ-ισοβίτες απαιτείται να έχουν εκτίσει 22 χρόνια (!!!) ώστε να έχουν δικαίωμα σε άδεια, από 12 χρόνια, που ισχύει σήμερα…
Από 12 σε 22 χρόνια!!!
Και καθώς η υφ’ όρον απόλυση για τους εκτίοντες ποινή πολλαπλών ισοβίων είναι τα 25 έτη, γίνεται αντιληπτό, οτι de facto καταργείται το δικαίωμα στην άδεια εν προκειμένω.
Ακόμα και οι εκπαιδευτικές άδειες δεν γλυτώνουν από αυτή τη λαίλαπα, καθώς απαιτούνται επιπλέον προϋποθέσεις, που πρακτικά την καταργούν.
Όμως ο θεσμός των αδειών, ένας θεσμός κατάκτησης των κρατουμένων, ένας απόλυτα επιτυχημένος θεσμός τόσο διεθνώς, όσο και στην Ελλάδα, εντάσσεται στην ελαστικότητα της ποινής και αφορά εναλλακτικούς τρόπους έκτισης της φυλάκισης-κάθειρξης, σε χώρους ελευθερίας, με διάχυτο τον δικαστικό έλεγχο και επιτήρηση, σύμφωνα και με τα άρθρ. 85 & 86 Σωφρ.Κωδ. Ο δε τρόπος και η χρήση των αδειών αποτελούν ένα σημαντικό στοιχείο για την κρίση επί της υφ΄όρον απόλυσης ενός κρατούμενου.
Οι άδειες είναι το ένα στάδιο πριν την χορήγηση της υφ΄όρον απόλυσης.
Οι άδειες είναι μέρος της ποινής, τρόπος έκτισης της ποινής, καθώς ο χρόνος της άδειας θεωρείται ως χρόνος έκτισης της ποινής.
Η μη χορήγηση πλέον άδειας σε κρατούμενους, που μέχρι τώρα την λάμβαναν, λόγω αλλαγής του νομοθετικού πλαισίου και όχι λόγω πιθανής κακής χρήσης, καθώς και η δημιουργία κατηγοριών μεταξύ των κρατουμένων (άλλες χρονικές προϋποθέσεις για καταδικασθέντες για συγκεκριμένα αδικήματα, άλλες για πολυ-ισοβίτες) παραβιάζει ευθέως την αρχή της ομοιόμορφης και χωρίς διακρίσεις μεταχείρισης των κρατουμένων.
Ο θεσμός των αδειών όμως, οι άδειες αυτές καθ εαυτές, είναι το παράθυρο στο κόσμο των κρατουμένων, είναι το καθεστώς ημιελευθερίας, που προεταιμάζει όχι μόνον την ατομική και κοινωνική επανένταξη των κρατουμένων, αλλά είναι και καθοριστικό στοιχείο, ώστε να μπορέσει να αντέξει ο κρατούμενος και να διαβιεί ομαλά εντός των καταστημάτων κράτησης. Είναι αναγκαίος όρος για την ζωή του.
Και είναι νομικά απαράδεκτο να χρησιμοποιείται ο θεσμός των αδειών για την ικανοποίηση ενός κοινωνικά φασίζοντος και πολιτικά ακροδεξιού ακροατηρίου, που ζητά ισόβια, κρεμάλες και θανατικές ποινές, αλλά και ηθικά αξιοκατάκριτο να χρησιμοποιείται ως μέσον εκδίκησης μιας οικογένειας κατά ενός συγκεκριμένου κρατουμένου.
Η νομιμότητα, σύμφωνα με τις επιταγές του λεγόμενου Ευρωπαϊκού Νομικού Πολτισμού και του Κράτους Δικαίου, οφείλει να τηρείται από την εκτελεστική και δικαστική εξουσία όχι μόνον στο στάδιο, που επιβάλλεται η ποινή, αλλά και στο στάδιο της έκτισής της!
Άλλως καλωσορίζουμε τον Μεσαίωνα!
Δημήτρης Κόρος
Θα μπορούσαμε να πούμε πως το γενικό κλίμα περί της κατάστασης του σωφρονιστικού συστήματος περιγράφεται από το πέρασμα από ένα περιορισμένο γενικό ενδιαφέρον για τις άθλιες συνθήκες κράτησης και τις φυλακές ως αποθήκες ανθρώπων σε μια συντηρητική κριτική είναι ότι αυτό δεν είναι αρκετά αυστηρό και ότι η διάρκεια της πραγματικής έκτισης της ποινής είναι πολύ μικρή. Η τιμωρητική συναίνεση που καλλιεργείται σχετικά με το έγκλημα και τη δέουσα τιμωρία του, ενισχυμένη από μια δικαιολογημένη δυσπιστία, έως και αγανάκτηση, για τις πολλαπλές διαστάσεις της διακριτικής μεταχείρισης από το εν γένει ποινικοκατασταλτικό σύστημα, απαιτεί περισσότερη φυλακή και λιγότερη ελευθερία εντός της.
Η αντίληψη αυτή δεν μπορεί να χωρέσει ότι ο κρατούμενος έχει δικαιώματα και προσδοκίες, ότι δηλαδή δεν είναι απλά ένα επικίνδυνο μίασμα για το οποίο καμία «επένδυση» από μεριάς της πολιτείας δεν αξίζει, καθώς γίνεται αντιληπτός ως εχθρός της κοινωνίας και αντιμετωπίζεται ως βολικός αποδιοπομπαίος τράγος, αναγκαίος για την συμβολική́ αναπαράσταση της κοινωνικής ηθικής τάξης και την ενίσχυση του σεβασμού́ των κοινών αντιλήψεων, παραδόσεων και συλλογικών πρακτικών.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και τον σημαντικό ρόλο των ΜΜΕ της 108ης θέσης ως προς την καλλιέργεια αυτού του κλίματος: είναι ενδεικτικό ότι κάθε κυβέρνηση, πλην της τωρινής, έχουν θεσπίσει νόμους για την πρόσκαιρη ελάφρυνση του σωφρονιστικού συστήματος, υπό το βάρος του ασύμφορου υπό κάθε έννοια υπερπληθυσμού των φυλακών (αύξηση των περιστατικών βίας, αδυναμία διαχείρισης του έγκλειστου πληθυσμού, καταδικαστικές αποφάσεις από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, συνεχής κριτική από την Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων- CPT): ενδεικτικά, αναφέρονται οι Ν. 2172/1993 και 2227/1994 του Γιώργου Κουβελάκη, ο Ν. 3346/2005 του Αναστασίου Παπαληγούρα, ο Ν. 3727/2008 του Σωτήρη Χατζηγάκη, ο Ν. 3772/2009 του Νίκου Δένδια, ο Ν. 3904/2010 του Χαράλαμπου Καστανίδη, ο Ν. 4043/2012 του Μιλτιάδη Παπαϊωάννου, ο Ν. 4193/2013 του Χαράλαμπου Αθανάσιου, οι Ν. 4322/2015 και 4411/2016 του Νίκου Παρασκευόπουλου, ο Ν. 4489/2017 του Σταύρου Κοντονή́. Παρά την κανονικότητα των έκτακτων αποσυμφορήσεων της φυλακής, ήταν ο «νόμος Παρασκευόπουλου» που εύκολα κατηγορήθηκε για όλα τα δεινά των φυλακών, παλαιότερα, τωρινά και, γιατί όχι, μελλοντικά: έτσι, κάθε φορά που είτε κρατούμενος που βρισκόταν σε άδεια είτε άρτι αποφυλακισμένος (με τη λήξη της ποινής του ή με απόλυση υπό όρο) τελούσε έγκλημα, έσπευδαν τα ΜΜΕ να (ψευδο)ενημερώσουν ότι αυτός είχε βγει με τον νόμο Παρασκευόπουλου, άσχετα αν ο τελευταίος δεν περιλάμβανε ρυθμίσεις για τις άδειες ή αν ο κρατούμενος είχε αποφυλακιστεί μετά την πάροδο ισχύος του νόμου.
Οι «εύκολες αποφυλακίσεις» ως χαρακτηριστικό του σωφρονιστικού συστήματος είναι απόρροια ενός φαύλου κύκλου μόνιμων και έκτακτων μέτρων πρόωρης απόλυσης που έρχονται να δώσουν πρόσκαιρες λύσεις στην υπερφόρτωση των καταστημάτων (για τις οποίες ευθύνονται, μεταξύ άλλων, η πρόβλεψη υψηλών ποινών, η αφειδής καταφυγή στην προσωρινή κράτηση, η διακριτική μεταχείριση των αλλοδαπών και εν γένει των χαμηλών τάξεων από το ποινικοκατασταλτικό σύστημα), οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούν την επιβολή (ακόμη) υψηλότερων ποινών για την επιδίωξη της παραμονής για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στη φυλακή.
Έτσι, λοιπόν, κυριαρχεί το αφήγημα ότι το πρόβλημα με την εγκληματικότητα στην Ελλάδα είναι οι υποτιθέμενα πολύ μικρές ποινές -άσχετα αν, σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης «Η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό μεγάλων ποινών φυλάκισης στην Ευρώπη, ενώ τα ποσοστά εγκληματικότητας είναι χαμηλότερα ή ίσα με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο…» και οι άδειες, γιατί φαντάζει ξένο ένας κρατούμενος να μπορεί να βγαίνει από τη φυλακή ενώ εκτίει ποινή κατά της ελευθερίας του ως στάδιο προετοιμασίας της επανένταξής του στην κοινωνία, ακόμη και όταν ο θεσμός υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια και εφαρμόζεται επιτυχημένα σε πολλές χώρες του δυτικού κόσμου, ενώ κρίνεται απόλυτα ικανοποιητικός στη χώρα μας.
Είναι ενδεικτικό μιας νομοθέτησης με όρους ποινικού λαϊκισμού ότι ο προηγούμενος νομοθετικός στραγγαλισμός των αδειών από την παρούσα κυβέρνηση ήρθε σε πείσμα της τεκμηριωμένης τοποθέτησης του Συνηγόρου του Πολίτη και του εν γένει επιστημονικού κόσμου ότι ο θεσμός είναι επιτυχημένος, με μόλις 2% παραβιάσεων να σημειώνονται στο σύνολο των χορηγηθεισών αδειών. Αν οι επιδιώξεις του τιμωρητικού λαϊκισμού δεν εξυπηρετούνται από στοιχεία, τόσο το χειρότερο για αυτά. Όμως, η πραγματικότητα, όπως αποτυπώνεται στην κριτική των εγκληματολόγων και του Συνηγόρου του Πολίτη, είναι πως το μόνο πρόβλημα με τις άδειες είναι ότι (παρά τους όρους του νόμου) δεν χορηγούνται όσες πρέπει και σε όσους πρέπει, και όχι γιατί χορηγούνται αφειδώς, διακινδυνεύοντας τη δημόσια τάξη. Τα εμπόδια (ταξικά, καταγωγής κ.α.) είναι πολλά, καθιστώντας τες προνόμιο λίγων, και τώρα ακόμη λιγότερων, βάσει της νέας κατατεθείσας ρύθμισης.
Πρόκειται για μια κίνηση δρακόντειου περιορισμού, στα όρια της κατάργησης, ενός βασικού θεσμού απάλυνσης των εγγενών δεινών του εγκλεισμού, αποσυμπίεσης της έντασης που δημιουργούν οι κακές συνθήκες κράτησης και διευκόλυνσης της επανένταξης. Αν δεν επιτυγχάνεται η τελευταία, βέβαια, σίγουρα δεν φταίνε οι άδειες, ας είμαστε βέβαια γι’ αυτό βέβαιοι, αλλά δεν είναι του παρόντος να μιλήσουμε για αυτά.
Κλείνοντας, ένα σχόλιο για την αντικατάσταση του όρου «κατάστημα κράτησης» με τον όρο «σωφρονιστικό κατάστημα»: Είναι γνωστό ότι η φυλακή δεν «σωφρονίζει» (ευτυχώς, θα έλεγε κανένα), και μάλιστα ότι η επικράτησή της ως βασική ποινή του ποινικοκατασταλτικού συστήματος παρά την αποτυχία της αυτή οφείλεται στο ότι επιτελεί ρόλους που δεν άπτονται αποκλειστικά της πάταξης του εγκλήματος. Επομένως ο όρος που επιλέχθηκε δεν σημαίνει τίποτε απολύτως, στην παρούσα φάση του σωφρονιστικού συστήματος. Επιπλέον, ο ισχύων Κώδικας ακολουθεί το ουδέτερο πρότυπο για την έκτιση της ποινής, δηλαδή η ποινή κατά της ελευθερίας δεν έχει ως σκοπό την αναμόρφωση ή τον σωφρονισμό των καταδίκων, καθώς τούτο έχει κριθεί ως απαρχαιωμένη αντίληψη που δεν σέβεται την αξία του ανθρώπου. Ο ίδιος ο τίτλος του ισχύοντος νόμου («Σωφρονιστικός Κώδικας») είναι αντιφατικός σε σχέση με το ίδιο το περιεχόμενο και τη στοχοθεσία του, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα (παρενθετικά, ο πιο επιτυχημένος τίτλος ήταν ο Κώδικας Βασικών Κανόνων για τη Μεταχείριση των Κρατουμένων του 1989, που, από την άλλη, μικρή σχέση είχε με ένα ουδέτερο, μη-πατερναλιστικό σωφρονιστικό σύστημα). Πάντως, αν μιλάμε για οποιαδήποτε δυνατότητα επανένταξης και «σωφρονισμού», τότε σίγουρα αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί με την κατ’ ουσία κατάργηση των αδειών, που επιφέρει το νομοσχέδιο, αλλά και την εν γένει αυστηροποίηση του καθεστώτος παραμονής στη φυλακή, την έμφαση στην ασφάλεια αντί για την επανένταξη κ.ο.κ., παρά τις συστάσεις της επιστημονικής κοινότητας και οργανισμών όπως η CPT για την κατά το δυνατόν «ελάφρυνση» της φυλακής ως εμπειρίας αλλά και την καταφυγή σε αυτήν στον μικρότερο δυνατό βαθμό. Έτσι, ο όρος που επιλέχθηκε να χρησιμοποιηθεί είναι ένα κυνικό συμβολικό πυροτέχνημα, λες και η επίτευξη του σωφρονισμού θα μπορούσε να επιτευχθεί με την αλλαγή της ονομασίας των φυλακών της αποθήκευσης, της αδρανοποίησης και της εξαχρείωσης.
Αφροδίτη Κουκουτσάκη
Οι εμπνευστές της ποινής του εγκλεισμού δεν εισηγήθηκαν ποτέ να καταστεί η φυλακή η μείζων και γενικευμένη ποινή, έτσι ώστε στο καθημερινό ιδίωμα η λέξη ποινή να είναι ταυτόσημη με την λέξη φυλακή. Λέει ο Φουκώ: «Η υιοθέτηση της ποινής του εγκλεισμού δεν είναι απλώς πρόσφατη, είναι και αινιγματική. Την ίδια στιγμή που σχεδιαζόταν η εφαρμογή της, αποτελούσε αντικείμενο της πιο βίαιης κριτικής» (Φουκώ, 1989: 73). Εάν, λοιπόν, ο στόχος ήταν η ποινή να μην στοχεύει στο σώμα, στην υλική υπόσταση των καταδίκων, όπως στην προνεωτερικότητα που οι ποινές ήταν σωματικές, αλλά στο πνεύμα, να μεταμορφώνει τους παραβάτες σε ενάρετους ανθρώπους αποδόθηκε στην φυλακή ένας επανακοινωνικοποιητικός ρόλος. Ρόλος ο οποίος αποτέλεσε τον νομιμοποιητικό λόγο της κατασταλτικής της λειτουργίας, καθώς ο σωματικός πόνος δεν έλειψε ποτέ από κανένα σύστημα εγκλεισμού. Με κυνικούς δε όρους ο σωφρονισμός επανέρχεται συνεχώς στο προσκήνιο με την ίδια ένταση που, στην πράξη, κερδίζει έδαφος η καταστολή, η καθαρά τιμωρητική λειτουργία της φυλακής.
Η κυβέρνηση ουσιαστικά μας προετοίμασε για το εκτρωματικό νομοσχέδιο που εκπονείται όταν από την πρώτη στιγμή έθεσε ως μείζονα στόχο τις «καθαρές πόλεις», την καταστολή κάθε μορφής «αταξίας» που εκδηλώνεται στον δημόσιο χώρο. Σε πρακτικό επίπεδο δε, αποψίλωσε το υπουργείο δικαιοσύνης μεταφέροντας στο υπουργείο προστασίας του πολίτη την ύλη της φυλακής. Με τα λόγια, λοιπόν, του αείμνηστου Massimo Pavarini, «“Arbeit macht frei” ήταν γραμμένο στις εισόδους των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξόντωσης. Υπό την ίδια κυνική έννοια είναι γραμμένο στα συντάγματά μας: “Η ποινή πρέπει να αποσκοπεί στην επανακοινωνικοποίηση του κατάδικου”». Με την ίδια κοινωνική έννοια το Κατάστημα κράτησης του Κορυδαλλού μετονομάζεται σε Σωφρονιστικό κατάστημα…