Αθώωση αλλά μετά τον διασυρμό: Για τη δίκη 16 διασωστών στο Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης

Η άβολη για τα ελληνικά ΜΜΕ αλήθεια των ενορχηστρωμένων διώξεων κατά οργανώσεων και αλληλέγγυων στη Μυτιλήνη

Οι ελληνικές κυβερνήσεις για χρόνια έχουν αξιοποιήσει το αφήγημα περί «ύποπτων ΜΚΟ»για να ενισχύσουν την αντιμεταναστευτική τους πολιτική και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν αναμασήσει τις σχετικές «διαρροές» της ΕΛ.ΑΣ. και του Λιμενικού.

Έτσι, η δικαστική περιπέτεια μελών οργανώσεων και αλληλέγγυων που έγινε γνωστή ως «υπόθεση ERCI» (από την ονομασία της οργάνωσης) ή «υπόθεση Μαρντίνι» (από τη Σάρα Μαρντίνι, Σύρια προσφύγισσα και ακτιβίστρια, η ιστορία της οποίας ενέπνευσε την ταινία του Netflix “The Swimmers”), αν και είχε αίσιο τέλος για τα εμπλεκόμενα άτομα, δεν προσείλκυσε το ενδιαφέρων των ελληνικών Μέσων.

Έχει λοιπόν σημασία να αναδειχθούν οι λεπτομέρειες του πώς κατασκευάστηκαν αυτές οι δικογραφίες, με ανύπαρκτα στοιχεία που παρουσιάστηκαν ως «ενοχοποιητικά» από τις διωκτικές αρχές και τα ΜΜΕ, και τα οποία καταρρέουν παταγωδώς εντός των δικαστικών αιθουσών.

Το πλαίσιο των δικών

Την Πέμπτη, 01 Φεβρουαρίου 2024, στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Μυτιλήνης, ολοκληρώθηκε η εκδίκαση της υπόθεσης των 16 μελών ανθρωπιστικών οργανώσεων έρευνας και διάσωσης. 

Η υπόθεση αφορούσε τη δράση ενός μεγάλου αριθμού αλληλέγγυων και οργανώσεων κατά την περίοδο 2016-2018, που δραστηριοποιούνταν στη διάσωση και αρωγή μεταναστών που έφθαναν στο νησί της Λέσβου. Το πλαίσιό της είχε αρχίσει να ξετυλίγεται το Φεβρουάριο του 2018, όταν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, είχε θέσει σε εφαρμογή ήδη μία στροφή στη μεταναστευτική της πολιτική, και μαζί με τους κυβερνητικούς της εταίρους, είχαν αποφασίσει να προχωρήσουν σε μία αυστηρή πολιτική κλειστών συνόρων. Κλειστά σύνορα χωρίς επαναπροωθήσεις και θανάτους, όμως, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν, κάτι άλλωστε που μπορεί να επιβεβαιώσει και ο αντιπολιτευόμενος βουλευτής της Ν.Δ. Θάνος Πλεύρης. Κάτι τέτοιο όμως, με την παρουσία δεκάδων διασωστών και εθελοντών στις ακτές του νησιού της Λέσβου, ήταν δύσκολο να πραγματοποιηθεί. Ταυτόχρονα, το κίνημα αλληλεγγύης του νησιού, εξακολουθούσε να αποτελεί ένα ισχυρό πολιτικό αντίπαλο, με καθημερινές παρεμβάσεις στα κέντρα κράτησης, κινήσεις υποστήριξης σε μετανάστ(ρι)ες, αλλά και ισχυρή αντιφασιστική-αντιρατσιστική παρουσία στους δρόμους της πόλης.

Λίγα λόγια για την υπόθεση

Όταν, μετά από έναν «τυχαίο» έλεγχο σε ένα όχημα της μη κυβερνητικής οργάνωσης ERCI, διαπιστώθηκε η ύπαρξη παράτυπης στρατιωτικής πινακίδας, βρέθηκε η κατάλληλη αφορμή για να πραγματοποιηθεί μία συνολικότερη επίθεση στα κινήματα και τις οργανώσεις αλληλεγγύης. 

Οι δύο επιβαίνοντες του οχήματος, Σων Μπάιντερ (Sean Binder) και Σάρα Μαρντίνι (Sara Mardini), οδηγήθηκαν στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Μυτιλήνης, ενώ το όχημά τους καθώς και ο ηλεκτρονικός και διασωστικός εξοπλισμός τους κατασχέθηκε. Η είδηση, αυτομάτως μεταδόθηκε σε όλα τα κυβερνητικά και μη Μέσα, γεμίζοντας πρωτοσέλιδα, με τίτλους περί εξάρθρωσης ‘κυκλώματος διακινητών’, ‘κατασκόπων’, κ.α. Η προανακριτική διαδικασία ανατέθηκε στην Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Μυτιλήνης, παρόλες τις ενστάσεις που υπήρχαν, αφού η βασική κατηγορία περί παράνομης διακίνησης μέσω θαλάσσης, ήταν αρμοδιότητα των Λιμενικών Αρχών.

Οι κατηγορίες

Στο μικροσκόπιο των αρχών μπήκαν κυρίως οι ομαδικές συνομιλίες που υπήρχαν σε δύο γκρουπ στην εφαρμογή WhatsApp από τις διάφορες ομάδες που δραστηριοποιούνταν στη Λέσβο. Το ένα γκρουπ αποτελούσε το γκρουπ συνομιλίας μεταξύ των μελών της οργάνωσης ERCI με πάνω από 100 μέλη, ενώ το δεύτερο με την ονομασία “South Lesvos Response”, είχε δημιουργηθεί από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, και συμμετείχαν σε αυτό πάνω από 500 άτομα! Στηριζόμενη σε μηνύματα που είχαν ανταλλάξει συμμετέχοντες στις συνομιλίες, οι οποίοι ενημέρωναν για την παρουσία βαρκών με μετανάστ(ρι)ες με στόχο την παροχή βοήθειας αλλά και την ενημέρωση των αρχών, η Ασφάλεια Μυτιλήνης κατέθεσε τα συμπεράσματά της στον Ανακριτή Μυτιλήνης, χαρακτηρίζοντας τις συνομιλίες ως “κρυπτογραφημένες” με σκοπό τη διευκόλυνση παράνομης εισόδου και διακίνησης μεταναστών, ενώ χαρακτήριζε παράνομες και τις ακροάσεις μέσω ασυρμάτων των ανοιχτών καναλιών πλοήγησης και επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται από τους επιβαίνοντες σε σκάφη. Την ίδια ώρα, στάλθηκαν στα ειδικά εγκληματολογικά εργαστήρια τα διάφορα ηλεκτρονικά μέσα που είχαν κατασχεθεί ή κατατεθεί για εξέταση από τους ίδιους τους διωκόμενους, χωρίς να εντοπιστεί κάτι ενοχοποιητικό .

Μετά και την εξέταση του φακέλου, ο ανακριτής παρέπεμψε συνολικά 24 άτομα, με πλημμεληματικές και κακουργηματικές κατηγορίες, διατάσσοντας επίσης την προφυλάκιση τεσσάρων εξ αυτών.

Οι πλημμεληματικές διώξεις που αρχικά αφορούσαν 24 άτομα, είχαν διαχωριστεί σε δύο διαφορετικές εξετάσεις, και συμπεριλάμβαναν – μεταξύ άλλων – κατηγορίες για «κατασκοπεία από κοινού και κατ’ εξακολούθηση», «παροχή ουσιωδών πληροφοριών με σκοπό τη διευκόλυνση εγκληματικής οργάνωσης, που έχει ως αντικείμενο την τέλεση περισσότερων κακουργηματικών πράξεων», καθώς και την κατηγορία της πλαστογραφίας.

Οι κατηγορούμενοι έφτασαν να δικαστούν 6 χρόνια αργότερα, και αφού η προχειρότητα σύνταξης του θεσπίσματος και της κλήτευσης, οδήγησε στο να κηρυχθεί αναρμόδιο το αρχικό δικαστήριο που ορίστηκε για την εξέταση των κατηγοριών, αλλά και να απαλλαχθούν στη συνέχεια 8 άτομα, καθώς δεν τους είχε επιδοθεί το υλικό κλήτευσης εντός του προβλεπόμενου χρονικού ορίου, μεταφρασμένο σε γλώσσα που κατανοούσαν. 

Παρά την αποχή που διεξάγεται αυτό το διάστημα από τους δικηγορικούς συλλόγους της χώρας, οι συνήγοροι υπεράσπισής τους, ζήτησαν και πήραν εξαιρέσεις, έτσι ώστε να καταφέρουν να διεξαχθούν εν τέλει οι δίκες, μπροστά στο κίνδυνο παραγραφής τους. Κοινή επιδίωξη των κατηγορουμένων ήταν να αποδείξουν το αβάσιμο των κατηγοριών και, φυσικά, η αθώωσή τους από το αρμόδιο δικαστήριο.

Η πρώτη δίκη

Η πρώτη δίκη που αφορούσε και τους 16 εναπομείναντες κατηγορούμενους, ξεκίνησε στις 09 Ιανουαρίου 2024 και ολοκληρώθηκε στις 30 του ίδιου μήνα μετά από 4 δικάσιμους. Σε αυτή είχαν κληθεί να δικαστούν 16 άτομα για με την κατηγορία της «κατασκοπείας από κοινού και κατ’ εξακολούθηση», ενώ 3 από αυτούς διώκονταν επίσης με την κατηγορία της «παροχής ουσιωδών πληροφοριών με σκοπό τη διευκόλυνση εγκληματικής οργάνωσης, που έχει ως αντικείμενο την τέλεση περισσότερων κακουργηματικών πράξεων».

Εντύπωση προκάλεσε η απόφαση της έδρας, να μην κάνει δεκτές τις ενστάσεις του συνηγόρου 2 εκ των κατηγορουμένων, ενός Ολλανδού και ενός Σουηδού, για μη επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος σε γλώσσα που κατανοούσαν, με σκεπτικό ότι δεν αποδεικνύεται με κάποιο έγγραφο ότι δεν κατανοούσαν ελληνικά! Να σημειωθεί, ότι προηγούμενη απόφαση αναίρεσης του Αρείου Πάγου (απ.1109/2023), που αφορούσε την ίδια υπόθεση, είχε κάνει δεκτές παρόμοιες ενστάσεις για συγκατηγορούμενους τους.

Από τους αρχικά 7 μάρτυρες κατηγορίας παρέστησαν μόνο οι 4, με την απουσία του τότε κεντρικού Λιμενάρχη Μυτιλήνης, Νικόλαου Πασσαδή, αλλά και του ορισμένου από το λιμεναρχείο για το συντονισμό των ομάδων διάσωσης, Σταύρου Γκαγκαρέλλη, να αφήνουν μεγάλα κενά ως προς την εξέταση των κατηγοριών. Παρά την πρόταση της έδρας να κληθούν οι εν λόγω μάρτυρες εκ νέου, δικονομικές προβλέψεις δεν επέτρεπαν την αναγκαστική τους παρουσία. 

Οι υπόλοιποι μάρτυρες κατηγορίας, εμφανίστηκαν προετοιμασμένοι ως προς το να μην καταθέσουν οτιδήποτε που θα αποδείκνυε τις ελλείψεις και παραλείψεις του κατηγορητηρίου, επικαλούμενοι συνεχώς την αναρμοδιότητά τους, ή την αδυναμία τους να θυμηθούν επιμέρους λεπτομέρειες

Το βάρος της υποστήριξης των κατηγοριών ανέλαβε ο διοικητής της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Μυτιλήνης, Μιχάλης Δουλαβέρης, ο οποίος ήταν και ο συντάκτης της προανακριτικής έκθεσης, και ο οποίος δέχθηκε κατηγορίες περί ψευδορκίας από τους συνηγόρους υπεράσπισης των κατηγορουμένων. Η κατάθεση του οδήγησε σε εντάσεις και απειλές από την έδρα για διακοπή της διαδικασίας. Παρά τις επίμονες ερωτήσεις να καταδείξει τα σημεία που οι συνομιλίες αποτελούσαν κρατικά απόρρητα ή, έστω, διαβαθμισμένες πληροφορίες, ώστε να υποστηριχθεί η κατηγορία της κατασκοπείας, ο ίδιος δεν κατάφερε να το υποστηρίξει, παραπέμποντας σε αόριστες συνομιλίες με τον Λιμενάρχη Μυτιλήνης. 

Στη συνέχεια της κατάθεσής του, ο μάρτυρας αστυνομικός Δουλαβέρης κατηγόρησε τα μέλη των οργανώσεων ότι στις συνομιλίες τους υποδείκνυαν παρανόμως τις τοποθεσίες των σκαφών του Λιμενικού, της Frontex και του NATO, κάτι που μπορούσε, όπως υποστήριξε, να θέσει σε κίνδυνο τη συνεργασία των ελληνικών αρχών με τους εταίρους τους. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, η τοποθεσία των περισσότερων σκαφών ήταν ανοιχτά προσβάσιμη από το Αυτόματο Σύστημα Αναγνωρίσεως σκαφών (AIS) που φέρουν όλα τα σκάφη, ή ήταν εμφανής ακόμα και με γυμνό μάτι, λόγω των μικρών αποστάσεων στα στενά μεταξύ Λέσβου και Τουρκίας. Σε πολλά σημεία στάθηκαν και οι δύο πλευρές στην ύπαρξη ασυρμάτων στο αυτοκίνητο δύο εκ των κατηγορουμένων, ρυθμισμένων στα ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας σκαφών, όμως η εν λόγω κατηγορία είχε καταπέσει σε προηγούμενη εξέταση και δεν εξετάστηκε σε βάθος, παρά την προφανή ανυποστασία της.

Μετά από διακοπή 10 ημερών, η δίκη συνεχίστηκε στις 29 και 30 Ιανουαρίου με την εξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης και τις απολογίες των κατηγορουμένων. Κατά τη διαδικασία, έγινε εμφανές, ότι οι εν λόγω συνομιλίες που αποτελούσαν και το βασικό στοιχείο του κατηγορητηρίου, δεν εμπεριείχαν τίποτα το ενοχοποιητικό, και η δράση των μελών των ανθρωπιστικών οργανώσεων, όχι μόνο δεν ήταν παράνομη και δε διευκόλυνε οποιαδήποτε παράνομη δραστηριότητα, αλλά ακολουθούσε και τα πρωτόκολλα συνεργασίας που είχαν συνταχθεί υπό την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ και τις Λιμενικές Αρχές. Πολλοί δε εκ των κατηγορουμένων, δε διέμεναν καν στην Ελλάδα, ούτε είχαν κάποια συμμετοχή στις επιχειρησιακές δραστηριότητες των διασώσεων, και η εμπλοκή τους στο κατηγορητήριο έγινε με αφορμή μόνο την ύπαρξη του ονόματός τους στα καταστατικά ή στα οργανογράμματα των οργανώσεων.

Η απόφαση

Μετά και την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης μαρτύρων και κατηγορούμενων, και την προφανή -σε όσους/ες παρευρίσκονταν στην αίθουσα- ανυποστασία του κατηγορητηρίου, ο εισαγγελέας πρότεινε την πλήρη απαλλαγή όλων των κατηγορουμένων από τις κατηγορίες. Η έδρα έκανε αποδεκτή την εισαγγελική πρόταση, αθωώνοντας και τους 16 κατηγορούμενους, προκαλώντας, έτσι, την ανακούφιση των ίδιων και των οικογενειών τους, αλλά και ένα αίσθημα επιβεβαίωσης σε σχέση με τις πραγματικές στοχεύσεις και τους λόγους που κατασκευάστηκε η συγκεκριμένη υπόθεση.

Η δεύτερη δίκη

Δύο μέρες αργότερα, δύο εκ των κατηγορουμένων επανήλθαν στις αίθουσες του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης, για να δικαστούν εκ νέου για «Πλαστογραφία από Κοινού» και «Παροχή Πληροφοριών σε Εγκληματική Οργάνωση», καθώς οι εν λόγω κατηγορίες είχαν διαχωριστεί από τις υπόλοιπες.

Ο ένας εκ των κατηγορουμένων, εκπρόσωπος της μη κυβερνητικής οργάνωσης ERCI, Πάνος Μωραΐτης, απαλλάχτηκε μετά την ένσταση που κατέθεσε η συνήγορός του για μη ορθή επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος και για χρονική παραγραφή του αδικήματος.

Ο δεύτερος εκ των κατηγορουμένων, μετά και από μια συνοπτική εξέταση στοιχείων και μαρτύρων από το δικαστήριο, κρίθηκε ξανά ομόφωνα αθώος, και απαλλάχθηκε των κατηγοριών.

Τα κακουργήματα

Για τους περισσότερους/ες κατηγορούμενους/ες, οι περιπέτειες τους με την ελληνική δικαιοσύνη δεν έχουν τελειώσει. Περιμένουν ακόμα να οριστεί δικάσιμος, για την εξέταση των κακουργηματικών διώξεων που εκκρεμούν σε βάρος τους, μέσα από την ίδια ελλιπή και εκδικητική ανακριτική διαδικασία.

Οι κατηγορίες, μεταξύ των οποίων η «σύσταση εγκληματικής οργάνωσης», η «διακίνηση» και η «διευκόλυνση παράνομης εισόδου στη χώρα», που μπορούν να επιφέρουν πολλά χρόνια φυλάκισης για πολλούς από αυτούς, αναμένεται να εξεταστούν εντός του 2024.Για την υποστήριξή τους, έχει συσταθεί μία διεθνής εκστρατεία αλληλεγγύης υπό την ονομασία Free Humanitarians.

Στηρίξτε το omniatv:

Σχόλια

5 1 vote
Βαθμολογία άρθρου
Subscribe
Notify of
guest
0 Σχόλια
Inline Feedbacks
View all comments
Μετάβαση στο περιεχόμενο