Αποφυλάκιση Μιχαλολιάκου: Πώς το δικαστικό σώμα επιδεικνύει ευαισθησίες μόνο για ναζιστές

Είναι αλήθεια ότι ο Μιχαλολιάκος πληροί τα τυπικά κριτήρια για την αποφυλάκισή του. Είναι επίσης αλήθεια ότι τα δικαστικά συμβούλια δεν δίνουν δεκάρα για τα τυπικά κριτήρια αποφυλάκισης όταν αυτό εξυπηρετεί άλλους σκοπούς.

Κάθε κρατούμενος που εκτίει ποινή κάθειρξης έχει τη δυνατότητα να αποφυλακιστεί πριν την ολοκλήρωση της ποινής του, με κάποιους περιορισμούς και υπό τον όρο ότι μπορεί να ανακληθεί αυτή η αποφυλάκιση αν δεν τους τηρήσει (η λεγόμενη «υφ’ όρον απόλυση»), όταν συμπληρώνει τα ⅗ του χρόνου έκτισης της ποινής του. Ο χρόνος έκτισης της ποινής υπολογίζεται και με κάποιους επιπλέον, πολλαπλασιαστικούς παράγοντες, όπως η εργασία στη φυλακή, η τυχόν νοσηλεία, κ.ο.κ.

Όμως τα δικαστικά συμβούλια δεν χορηγούν πάντα υφ’ όρον απόλυση με βάση τα τυπικά αυτά κριτήρια. 

Διαβάστε επίσης:

Είναι αναπόφευκτη ή αυτόματη η υφ’ όρον απόλυση; (Σύντομη απάντηση: «όχι»)

Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαμίας αποφάσισε την χορήγηση υφ’ όρον απόλυσης στον αρχηγό της μακροβιότερης ναζιστικής οργάνωσης με ανοιχτά βίαιη δράση στην Ελλάδα, Νίκο Μιχαλολιάκο, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε 13 χρόνια και 6 μήνες από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων ως επικεφαλής της εγκληματικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή», η οποία, υπό τον μανδύα του πολιτικού κόμματος, τελούσε δολοφονίες, απόπειρες δολοφονιών και πολλές άλλες βίαιες επιθέσεις, με κίνητρο τη ναζιστική ιδεολογία η οποία υπαγορεύει την «εκκαθάριση» των «εχθρών του έθνους».

Ο Μιχαλολιάκος πράγματι πληροί τα τυπικά κριτήρια για την υφ’ όρον απόλυση, όπως και άλλοι από τους επίσης καταδικασμένους «συναγωνιστές» του που έχουν αποφυλακιστεί ή θα αποφυλακιστούν στο αμέσως προσεχές διάστημα. Αν τα δικαστικά συμβούλια στην Ελλάδα χορηγούσαν την υφ’ όρον απόλυση πάντα και απαρέγκλιτα με βάση αυτά τα τυπικά κριτήρια, κανένα πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Άλλωστε, το ζητούμενο πάντοτε είναι να μη μπορεί η κρατική εξουσία να παραβιάζει τα δικαιώματα των κρατουμένων ανεξέλεγκτα και κατά το δοκούν. Γι’ αυτό υπάρχει μόνιμα το αίτημα για ρητή και ξεκάθαρη διατύπωση στον νόμο συγκεκριμένων, μετρήσιμων προϋποθέσεων για την χορήγηση τόσο των αδειών, όσο και της υφ’ όρον απόλυσης, για κάθε κρατούμενο, ανεξαιρέτως.  

Όμως, ο νόμος που ισχύει δεν περιλαμβάνει – δυστυχώς – μόνο ρητή διατύπωση συγκεκριμένων και μετρήσιμων κριτηρίων για την υφ’ όρον απόλυση. Το άρθρο 105Β παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα αρχίζει ως εξής: «Όσοι καταδικάστηκαν σε στερητική της ελευθερίας ποινή, μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης, σύμφωνα με τις πιο κάτω διατάξεις»… και συνεχίζει, βάζοντας μόνο περιορισμούς για το πότε δεν μπορεί να χορηγηθεί η υφ’ όρον απόλυση. 

Η διατύπωση αυτή, που χρησιμοποιεί το ρήμα «μπορούν», έχει δεχτεί κατά καιρούς δριμεία κριτική από νομικούς και υπερασπιστές δικαιωμάτων, ακριβώς επειδή αφήνει στην κρίση του εκάστοτε δικαστικού συμβουλίου το αν θα αποφυλακιστεί κάποιος. Και το αμέσως επόμενο, άρθρο 106 του Π.Κ., αναφέρει ότι δεν χορηγείται υφ’ όρον απόλυση «αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων».

Έχουμε δει, επανειλημμένα, δικαστές να αρνούνται την αποφυλάκιση σε κρατούμενους με σκεπτικό ότι «δεν έχει σωφρονιστεί». Πρόσφατα παραδείγματα είναι οι περιπτώσεις των Νίκου Μαζιώτη και Πόλας Ρούπα, που είχαν καταδικαστεί με βάση το άρθρο 187Α για την την οργάνωση «Επαναστατικός Αγώνας». Η Π. Ρούπα αποφυλακίστηκε μεν, μετά από αλλεπάλληλες απορρίψεις προηγούμενων αιτημάτων της, ενώ ο Ν. Μαζιώτης παραμένει στη φυλακή, αφού μέχρι στιγμής έχουν απορριφθεί όλες οι αιτήσεις του για υφ’ όρον απόλυση. 

Ευνοϊκή μεταχείριση από την πρώτη στιγμή

Είναι δύσκολο, βλέποντας αυτά τα δεδομένα παράλληλα, να μη θεωρήσει κανείς ότι αυτό που μετράει για τους έλληνες δικαστικούς είναι η πολιτική θέση του κρατουμένου. 

Η Χ.Α. είχε απ’ την αρχή ευμενή μεταχείριση σε σχέση με οργανώσεις που τα μίντια (και υπουργοί) αποκαλούν «τρομοκρατικές οργανώσεις». Παρ’ όλο που είχε πολύ πιο μακροχρόνια και πολύ πιο επικίνδυνη για την ανθρώπινη ζωή δράση – ασκώντας πραγματική και όχι καθ’ υπερβολή τρομοκρατία, σε πραγματικές ομάδες πληθυσμού (όπως π.χ. μετανάστες) και όχι σε κάστες εξουσίας, με δεδηλωμένο σκοπό την κατάληψη της εξουσίας για την εγκαθίδρυση ναζιστικού καθεστώτος και όχι απλά την κατάργησή της – χάρη στις νομότυπες ταχυδακτυλουργίες του τότε Εισαγγελέα Εφετών, Ισίδωρου Ντογιάκου, δεν οδηγήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου ως τρομοκρατική οργάνωση, που είναι, αλλά μόνο ως εγκληματική.

Αυτό δεν αποτελεί απλά μια υπόθεση, αλλά συμπέρασμα που προκύπτει από γεγονότα. Για παράδειγμα, η ανταλλαγή SMS ανάμεσα στον τότε Γενικό Γραμματέα της κυβέρνησης Σαμαρά, Παναγιώτη (Τάκη) Μπαλτάκο και την κοινοβουλευτική ομάδα της Χ.Α. για την υποστήριξη σε νομοσχέδια… κοινού ιδεολογικού προσήμου (όπως ο νόμος για την ιθαγένεια). Επίσης, η συζήτηση σε φιλικό κλίμα, λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα, ανάμεσα στον Κασιδιάρη και τον Μπαλτάκο. Απ’ αυτά και πολλά άλλα, είναι σαφές ότι η «μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη», αφού είχε επαναφέρει στην αγκαλιά της στελέχη της ελληνικής ακροδεξιάς όπως ο Σπυρίδων-Άδωνις Γεωργιάδης, ο Μαυρουδής Βορίδης και ο Αθανάσιος Πλεύρης, ήθελε μεν να δώσει ένα χαστουκάκι στα παλιόπαιδά της που το παρατράβηξαν, αλλά όχι και να τα αφήσει μόνα τους να αντιμετωπίσουν στο μέγιστο βαθμό τις συνέπειες από την «δράση» τους.

Αποδείχτηκε επίσης, πέρα από κάθε αμφιβολία, στη δίκη της Χ.Α. ότι η ίδια η δυνατότητα της ναζιστικής οργάνωσης να δρα για περισσότερο από τρεις δεκαετίες δεν βασιζόταν ούτε στην αποφυγή δημοσιότητας (κάθε άλλο!), ούτε σε «συνωμοτικούς κανόνες», ούτε σε κάποια ιδιοφυή μέθοδο λειτουργίας της και τέλεσης των «δράσεών» της. Η Χρυσή Αυγή – και ο αρχηγός της, και τα ηγετικά της στελέχη, και οι μαχαιροβγάλτες των ταγμάτων εφόδου – υπολόγιζαν, εκτός της πολιτικής ανοχής από την συγγενική τους κυβερνητική παράταξη, και στην ενεργητική ή παθητική συνενοχή των περισσότερων αστυνομικών. Η συνεργασία των ελλήνων ναζί με την ΕΛ.ΑΣ., που έφτανε να είναι ακόμα και «επιχειρησιακού επιπέδου» με την Υ.Α.Τ. (τα λεγόμενα «ΜΑΤ»), ήταν τόσο αυτονόητη, που οι χρυσαυγίτες μπορούσαν πάντα να «διαφεύγουν» ανενόχλητοι μετά τις – προμελετημένα σύντομες – επιθέσεις τους. Αυτό σήμαινε άλλωστε και το «είμαι δικός σας, είμαι της Χρυσής Αυγής» που είπε ο αυτουργός της δολοφονίας Φύσσα, Γιώργος Ρουπακιάς, στους αστυνομικούς της Άμεσης Δράσης την ώρα που τον μετέφεραν στο Α.Τ. Νίκαιας.

Και οι δικαστές, κυρία; 

Ανάμεσα στην αποδεδειγμένη συνενοχή του φίλα προσκείμενου πολιτικού προσωπικού και εκείνη των σωμάτων ασφαλείας, υπάρχει άλλη μία που προστάτευε για τρεις δεκαετίες τη Χρυσή Αυγή και τον ίδιο τον Μιχαλολιάκο: η ενοχή των ανέγγιχτων (ή όχι και τόσο) λειτουργών της δικαστικής εξουσίας.

Η «ανεξάρτητη» – κατά τα λεγόμενά της, αφού δεν υπάρχει κάποια σοβαρή δικλείδα ασφαλείας ώστε να αποδεικνύεται κάτι τέτοιο – δικαστική εξουσία, δεν είδε χρυσαυγίτες πρώτη φορά ξαφνικά το 2013. Ο ίδιος ο Μιχαλολιάκος είχε σημαντικό ποινικό παρελθόν ήδη από τα πρώτα χρόνια της «Μεταπολίτευσης» και οι υφιστάμενοί του βρίσκονται με συνέπεια σε δικογραφίες, είτε καθήμενοι σε εδώλιο είτε φυγόδικοι, καθ’ όλες τις δεκαετίες από την ίδρυση της Χ.Α. μέχρι και σήμερα. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι π.χ. ο Ηλίας Κασιδιάρης, που κατηγορήθηκε για συνέργεια σε επίθεση χρυσαυγιτών με μαχαίρι εναντίον μεταπτυχιακού φοιτητή το 2007, έφτασε να δικάζεται σε β´ βαθμό τον Μάρτιο του 2013 και αθωώθηκε «λόγω αμφιβολιών». Τότε, η αστυνομική ρεπόρτερ Νάντια Αλεξίου ισχυρίστηκε (ως μάρτυρας υπεράσπισης) ότι «ήταν μαζί του για συνέντευξη» την ώρα της επίθεσης. Είναι δε ακόμα πιο χαρακτηριστικό ότι εκείνη η αθώωση έγινε με την αίθουσα γεμάτη φουσκωτούς της Χ.Α., λιγότερο από ένα χρόνο μετά την επίθεση στους Αιγύπτιους αλιεργάτες και δύο μόλις μήνες μετά τη δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν από δύο μέλη της Χ.Α. Πρόκειται, δηλαδή, για τη χρονιά που τα τάγματα εφόδου του Μιχαλολιάκου ήταν σε παροξυσμό, ο οποίος θα κατέληγε, λίγους μήνες μετά, στις απανωτές, οργανωμένες επιθέσεις πολυάριθμων «ομάδων ασφάλειας» της Χ.Α. τόσο στους «ενδοοικογενειακούς» αντιπάλους της οργάνωσης στον Μελιγαλά, όσο και στους θεωρούμενους από τους ναζί ως «εχθρούς του έθνους», τους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ στο Πέραμα και τον αντιφασίστα ράπερ Παύλο Φύσσα στο Κερατσίνι, τον οποίο και πέτυχαν να δολοφονήσουν.

Όμως η «ανεξάρτητη» δικαστική εξουσία δεν είχε κουνήσει ούτε δαχτυλάκι για να ενεργοποιήσει τα εργαλεία που της έδιναν οι υπάρχοντες νόμοι εναντίον της εμφανούς, μακροχρόνιας και οργανωμένης δράσης των ναζί του Μιχαλολιάκου, πράγμα που θα μπορούσε να είχε γίνει πολύ νωρίτερα. Αντίθετα, οι ανέγγιχτοι λειτουργοί της ήταν ιδιαίτερα απασχολημένοι για πολλά χρόνια με την επεξεργασία και εκδίκαση δικογραφιών, οι οποίες μοίραζαν δεκαετίες κάθειρξης στην «τρομοκρατία» των εκρηκτικών μηχανισμών σε κατσαρόλες.

Το γεγονός, επίσης, ότι η δικαστική εξουσία κινήθηκε μόνο αφού δόθηκε το πράσινο φως από την εκτελεστική εξουσία, διά του τότε υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Νίκου Δένδια, που συμπεριέλαβε σε αναφορά του προς την εισαγγελία κάποιες δεκάδες δικογραφίες με εμπλεκόμενα μέλη της Χ.Α., συμβάλλει κι αυτό, από άλλη μία πλευρά, στο συμπέρασμα ότι η ναζιστική οργάνωση (και όχι μόνο η συγκεκριμένη) τελούσε σε καθεστώς «ασυλίας» και από το δικαστικό σύστημα της χώρας. Ή, έστω, από σημαντικό μέρος του που λειτουργεί βάσει επιρροών από τις άλλες δύο-σε-μία εξουσίες (εκτελεστική και νομοθετική). 

Τα δικαιώματα και οι εχθροί τους

Κάτι που οφείλει να ειπωθεί για άλλη μία φορά, όπως λέγεται τακτικά από το 2013 μέχρι και τώρα, είναι ότι η παραβίαση βασικών κανόνων, όπως η ισονομία και τα δικαιώματα των κρατουμένων, για χάρη της αντιμετώπισης ενός κινδύνου, και δεν εξαλείφει τον συγκεκριμένο κίνδυνο, και αποτελεί από μόνη της έναν ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο για όλες και όλους μας. 

Δεν είναι λοιπόν τα δικαιώματα των κρατουμένων που αφήνουν ελεύθερο τον Μιχαλολιάκο για να επιστρέψει, αμετανόητος, στην υπαρκτή – έστω και υπολειτουργούσα – ναζιστική του οργάνωση. 

Είναι η διαχρονική ανοχή στην ξενοφοβική, ρατσιστική και φασιστική βία από τους θεσμούς του ελληνικού κράτους. Είναι η «σημαδεμένη τράπουλα» της νομοθεσίας και, ακόμα περισσότερο, η προσχηματική χρήση αυτής της σημαδεμένης τράπουλας, ανάλογα με το αν πρόκειται για «εχθρούς» ή «φίλους» του εθνικού αφηγήματος.

Είναι, δηλαδή, το «τείχος» που δεν ξηλώθηκε ποτέ.

Είναι, εν τέλει, η υστεροβουλία ενός συστήματος εξουσίας που χρειάζεται τους σκοτεινούς του βραχίονες ενεργούς. 

Όταν, λοιπόν, οι άνθρωποι που έχουν βρεθεί απέναντι στον φασισμό με έργα όλη τους τη ζωή, μιλούν για «μακρύ χέρι του συστήματος», δεν αοριστολογούν. Μιλούν ακριβώς για αυτά τα συγκεκριμένα πράγματα.

Στηρίξτε το omniatv:

Σχόλια

2 ΣΧΟΛΙΑ

4.5 2 votes
Βαθμολογία άρθρου
Subscribe
Notify of
guest
2 Σχόλια
Most Voted
Newest Oldest
Inline Feedbacks
View all comments
Μετάβαση στο περιεχόμενο