Ούτε έκθεση εξέτασης δακτυλικών αποτυπωμάτων, ούτε βίντεο από κάμερες κλειστού κυκλώματος του κοσμηματοπωλείου και των γύρω καταστημάτων, ακόμα και μετά από δεύτερο αίτημα του ανακριτή προς την αστυνομία. Αυτή είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα, μια βδομάδα μετά το γεγονός, ο σχηματισμός της δικογραφίας.
Ενώ σε δημοσίευμα στο σημερινό φύλλο της εφημερίδας «Έθνος» αναφέρεται (με επίκληση σε «αστυνομικές πηγές») ότι δεν βρέθηκαν αποτυπώματα του θύματος στο διαβόητο μαχαίρι – που σύμφωνα με αυτόπτες δεν κρατούσε ενώ βρισκόταν μέσα στο κατάστημα και δεν απείλησε κάποιον με αυτό – καμμία σχετική έκθεση από την Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών δεν έχει παραδοθεί στον ανακριτή.
Παράλληλα, η ΔΕΕ δεν έχει απαντήσει καν, όχι σε ένα αλλά σε δύο αιτήματα του ανακριτή για συλλογή βιντεοληπτικού υλικού από κάμερες κλειστού κυκλώματος των καταστημάτων.
Η κατάσταση αυτή έχει δύο αποτελέσματα: αφ’ ενός, τον κίνδυνο οριστικής απώλειας στοιχείων και, αφ’ ετέρου, την απουσία στοιχείων που θα μπορούσαν να επιβαρύνουν τη θέση των κατηγορουμένων ενώ απολογούνταν.
Η ανακριτική διαδικασία, παρά τις καθυστερήσεις από πλευράς ΕΛ.ΑΣ. που κάνουν ορατό τον κίνδυνο να συγκαλυφθεί η υπόθεση, συνεχίζεται με καταθέσεις μαρτύρων και στοιχείων που εισφέρει η πλευρά της πολιτικής αγωγής.
Ακολουθεί το κείμενο των δηλώσεων που παραχώρησε στο omniatv η κ. Παπαρούσσου:
Έχει ήδη περάσει μία βδομάδα από τον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου – μ’ αυτόν τον τρόπο που όλοι γνωρίζουμε – και στην ανάκριση δεν έχει εισφερθεί κανένα στοιχείο από την αστυνομία.
Θα έπρεπε να υπάρξει μία μέριμνα άμεση για τη συλλογή στοιχείων, προκειμένου να καλυφθεί αυτό το κενό. Πλην όμως, αυτό δεν έγινε. Ανέλαβε την υπόθεση τακτικός ανακριτής ο οποίος, από τη μεριά του, έκανε τις απαραίτητες διαδικαστικές ενέργειες προκειμένου να ζητήσει από την αστυνομία να του παρέξει το υλικό της δικογραφίας, ό,τι μπορούσε να του φανεί χρήσιμο, πειστήριο, καταγραφές, αλλά αυτό δε συνέβη.
Από την αρχή, το πρώτο που θα ζητούσε κανείς για την υπόθεση αυτή είναι τις καταγραφές που υπάρχουν από τις κάμερες των γύρω καταστημάτων και του καταστήματος [σ.σ.: του κοσμηματοπωλείου], αν υπήρχε. Πράγμα που δεν το μάθαμε ποτέ. Αυτό το ζήτησε και η πολιτική αγωγή, δηλαδή εμείς, με αίτημά μας και επανήλθε και ο ανακριτής, με δεύτερο αίτημά του, γιατί η αστυνομία δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στο πρώτο. Δεν είχαμε καμμία πρόοδο, έχει περάσει ήδη μία εβδομάδα, με σοβαρό κίνδυνο το υλικό αυτό να μην υπάρχει πια και η ανάκριση βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με αυτό της πρώτης ημέρας.
Μαθαίνουμε από τον Τύπο ότι έχει διερευνηθεί το μαχαίρι, ως προς τα αποτυπώματα, και δεν έχει φτάσει στον ανακριτή και στα χέρια των διαδίκων καμμία σχετική έκθεση.
Έχω μία πεποίθηση πλέον ότι η αστυνομία δεν συνδράμει το έργο του ανακριτή. Κι αυτό είναι ένα παράδοξο που πρέπει να εξεταστεί. Πώς πρέπει να εξεταστεί; Ότι είναι μια ασυνήθης διαδικασία είναι δεδομένο. Αν σημαίνει κάτι άλλο – ίσως και σε συνδυασμό με τις ομογενοποιημένες δηλώσεις των εκπροσώπων της αστυνομίας – μήπως σημαίνει κάποια συνολική άρνηση της αστυνομικής αρχής να συνδράμει στην έρευνα της περίπτωσης αυτής; Στη διερεύνησή της; Και για ποιον λόγο; Υπάρχει μήπως κάποια πρόθεση συγκάλυψης δεδομένων που αφορούν την αστυνομία;