Εισαγγελέας Καζαμπάκα: Τρία υπόγεια πιο κάτω από τον θεσμικό ρατσισμό

Ο θεσμικός ρατσισμός εντός της ελληνικής δικαστικής εξουσίας είναι δεδομένος. Ωστόσο, η σύμπραξη της Προέδρου Εφετών Γλυκερίας Καραναστάση με την εισαγγελέα Αμαλία Καζαμπάκα, κατεβαίνει χαμηλότερα ακόμα κι απ’ αυτό το πλαίσιο.

H δίκη στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Μυτιλήνης του – τελικά – ενός ενήλικα κατηγορούμενου για την πυρκαγιά της Μόριας, άνοιξε μια καταπακτή που οδηγεί στα πιο βαθειά υπόγεια μιας ανεξέλεγκτης δικαστικής εξουσίας.

Το, ομολογουμένως, γοητευτικό κτίσμα των δικαστηρίων της Μυτιλήνης, έχει μια τέτοια αισθητική απόσταση απ’ το περιεχόμενό του, δηλαδή τις δικονομικές τραγωδίες που εκτυλίσσονται εντός του, που θυμίζει σκηνοθεσία Στάνλεϋ Κιούμπρικ: μια γαλήνια, αρμονική μουσική η οποία επενδύει τις πιο ωμές σκηνές βίας. Με την αρχιτεκτονική του κτιρίου να παίζει εδώ τον ρόλο της μουσικής, και τη βία να απλώνεται σε χρόνια κάθειρξης που χορεύουν ανάμεσα στον ωμό θεσμικό ρατσισμό της δικαστικής εξουσίας και τα πάνοπλα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας.

Πλησιάζοντας τη δικαστική αίθουσα, οι πληροφορίες ήταν ήδη δυσοίωνες: εισαγγελέας της έδρας επρόκειτο να είναι η Αμαλία Καζαμπάκα, η ίδια που, σε μιαν άλλη υπόθεση, ωθήθηκε από την, προφανώς, άμεση και διαρκή επαφή της με την καθημερινότητα, να εκστομίσει το αμίμητο προς έναν πρόσφυγα που κατηγορούνταν ως «διακινητής»: «Και γιατί δεν πήρατε ένα αεροπλάνο να έρθετε νόμιμα;»

Αν και οι εισαγγελείς δεν δικάζουν, ο ιδιάζων ρόλος της εισαγγελικής αρχής στο δικαστικό σύστημα της Ελλάδας, περιβεβλημένος με ένα – εκ των προτέρων δοσμένο, ανέλεγκτο και σχεδόν θρησκευτικού χαρακτήρα – κύρος, είναι βέβαιο ότι επηρεάζει την έκβαση μιας δίκης. Πολύ περισσότερο σε ένα μικτό ορκωτό δικαστήριο ή εφετείο, που η σύνθεσή του είναι τρεις επαγγελματίες δικαστές μαζί με τέσσερις κληρωτούς ενόρκους πολίτες. Εκτός κι αν τύχει να διευθύνει τη διαδικασία ένας ή μια πρόεδρος με σχετική ευσυνειδησία.

Αυτή δεν ήταν η περίπτωση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Μυτιλήνης, που συνεδρίασε τη Δευτέρα, 4 Μαρτίου 2024.

Η Πρόεδρος Εφετών, Γλυκερία Καραναστάση, έδινε, ήδη από τις προηγούμενες υποθέσεις του πινακίου, δείγματα της τακτικής «τέννις με την εισαγγελέα» που εφήρμοζε. Η τακτική αυτή συνίσταται στη σιωπηρή παραχώρηση προς την εισαγγελέα του προνομίου να κατευθύνει τη διαδικασία σε επιλεγμένα από την ίδια σημεία που τονίζονταν διαρκώς, με τη δημιουργία των κατάλληλων εντυπώσεων, ώστε να καθοδηγούνται αδιόρατα τα τέσσερα ένορκα μέλη της σύνθεσης και να μην υπάρχουν «εκπλήξεις» ως προς την ψήφο τους.

Οι δύο σύνεδροι Εφέτες, Θεοδώρα Πολυμενοπούλου και Βασίλειος Κατέρης, παρίσταντο χωρίς ιδιαίτερα ενεργό ρόλο στη διαδικασία. Μόνο η Θ. Πολυμενοπούλου παρενέβαινε σε ελάχιστα σημεία, κυρίως για να επενδύσει με έναν μανδύα σοβαρότητας και κάποια επίφαση δικονομίας τα «συμπεράσματα» που παρήγαγε μόνη της η εισαγγελέας Καζαμπάκα, με την τακτική της επιλεκτικής απομόνωσης λεπτομερειών και της ανάδειξής τους εκτός πλαισίου.

Αυτή η ομάδα λειτουργών της δικαστικής εξουσίας πλαισίωνε τους τέσσερις ενόρκους στις διασκέψεις του δικαστηρίου, όταν αυτό αποσυρόταν για να αποφασίσει, είτε για επιμέρους αιτήματα, είτε για την εντέλει ενοχή ή αθωότητα των κατηγορουμένων κάθε υπόθεσης. Η εισαγγελέας Αμαλία Καζαμπάκα δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει το γεγονός ότι βρισκόταν μέσα στη διάσκεψη του δικαστηρίου, πράγμα που απαγορεύεται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Είναι, ωστόσο, βέβαιο ότι σε κάποιον, μάλλον απίθανο, πειθαρχικό έλεγχο θα προβάλει τον ισχυρισμό ότι δεν συμμετείχε στη διάσκεψη και αυτός θα γίνει με βεβαιότητα δεκτός από τους ανωτέρους της, αφού δεν είναι δυνατόν μια εισαγγελέας να ψεύδεται.

Συνολικά, η οργάνωση της λειτουργίας αυτού του δικαστηρίου δεν θα ενέπνεε μεγάλη εμπιστοσύνη σε κάποιον παρατηρητή που θα αναρωτιόταν αν μπορεί να έχει ή όχι την πολυθρύλητη «εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη». Αν και δεν βασανίζομαι από τέτοια διλήμματα, δεν μπορώ να κρύψω ότι η εικόνα που συνάντησα κατάφερε να μου δημιουργήσει έκπληξη, σε σχέση με το συνηθισμένο λούστρο σοβαροφάνειας που, κάπως, με κάποια επιμέλεια, πασχίζουν να συντηρούν τα δικαστήρια στην Αθήνα. Βέβαια, τα δικαστήρια γενικά έχουν μια εγγενή θεατρικότητα, η οποία βασίζεται στη μορφή της αρχαίας τραγωδίας με ενσωματωμένα στοιχεία από τη χριστιανική Λειτουργία. Εν προκειμένω, είχαμε μια εξαίρεση που ομοίαζε περισσότερο με παράσταση σε κάποιο τοπικό πανηγύρι.

Ο κοστουμαρισμένος – αλλά αγνώστου πηγής της εξουσίας του – τύπος με το ψευδώνυμο «ο Μαιτρ», που φώναζε μάρτυρες, έδινε έγγραφα στην έδρα, καθοδηγούσε τους ενόρκους αλλά και τους αστυνομικούς να πάρουν τις θέσεις τους, έκανε υποδείξεις στους συνηγόρους ενώ η έδρα ήταν παρούσα στην αίθουσα, κατέδιδε στην εισαγγελέα Καζαμπάκα ποιος ήταν ο ρεπόρτερ που μετέδιδε γραπτώς την αγόρευσή της, ενώ, τέλος, σχολίαζε με νόημα και μεγαλόφωνα διάφορα σημεία της διαδικασίας, ήταν ασφαλώς το κλου της παράστασης. Η ανοίκεια παρουσία του πλαισιωνόταν από την εμφάνιση «Σαββατόβραδο δεκαετίας ’00 στην Πλ. Μαβίλη», προσφέροντας, έτσι, εκτός από το αίσθημα του αξιοπερίεργου και κάποια κωμικά διαλείμματα στο σκότος της διαδικασίας.

Αν οι προαναφερθέντες λειτουργοί της δικαστικής εξουσίας είχαν τον διπλό ρόλο του σκηνικού αλλά και των από μηχανής θεών, οι πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας έφεραν στους ώμους τους, με κουράγιο που εκδηλωνόταν ακόμα και με συγκρατημένα χαμόγελα, όλο το βάρος της τραγικότητας. Κι αυτοί δεν ήταν άλλοι από τους τέσσερις νεαρούς πρόσφυγες. Δεν θα ήταν ορθή αναλογία να χαρακτηριστούν «Αντιγόνες», γιατί εκείνη πολέμησε εν γνώσει των συνεπειών ενάντια σε ένα άδικο διάταγμα του βασιλιά θείου της, ενώ οι άνθρωποι που δικάζονταν εδώ, «στο όνομα του ελληνικού λαού», υφίσταντο όλο το βάρος των συνεπειών μιας ολόκληρης σειράς πολιτικών αποφάσεων, νόμων, διαταγμάτων και συμφωνιών, χωρίς καν να έχουν παραβιάσει κάτι απ’ όλα αυτά. Άρα, περισσότερο, αποπομπαίοι τράγοι. Τους οποίους, οι αρχιερείς της δικαστικής εξουσίας, αφού τους ξεδιάλεξαν από το μαντρί της Μοριανής κόλασης, τους φόρτωσαν με όλα τα ανομήματα της αντιμεταναστευτικής πολιτικής του ελλαδικού κράτους και τους απέπεμψαν στην έρημο των φυλακών.

Οι τρεις τους, μάλιστα, αποδείχθηκε ότι είχαν καταδικαστεί και φυλακιστεί «λάθος» – επί της διαδικασίας, εκτός από άδικα επί της ουσίας – σαν ενήλικες, ενώ ήταν ανήλικοι όταν κατηγορήθηκαν με βάση τη μία και μοναδική μαρτυρία (όπως και δύο ακόμα από τους συνολικά «Έξι της Μόριας»). Η πρόεδρος Καραναστάση άνοιξε τη μάχη ήδη από το στάδιο των ενστάσεων, ρίχνοντας τους πρώτους κανονιοβολισμούς προς τον αντίπαλο «Άλλο»: επιμελώς δεν επέτρεπε να πουν πολλά οι κατηγορούμενοι, αλλά σχεδόν ούτε και οι συνήγοροί τους πάνω στις ενστάσεις. Επιστράτευσε την εισαγγελέα Καζαμπάκα, ως άλλη τεθωρακισμένη μεραρχία, να εξαπολύει ακόμα και ωμά ψεύδη και αλλοιώσεις της πραγματικότητας, υποστηρίζοντας ότι, αφού οι κατηγορούμενοι έμαθαν κάποια στοιχειώδη ελληνικά στο σχολείο των φυλακών, δεν υπήρχε λόγος να μεταφραστεί το κατηγορητήριο σε γλώσσα που να κατανοούν όλοι τους. Ένα αυτό. Το άλλο, ότι τάχα δεν είχαν ξαναδηλώσει ότι είναι ανήλικοι, ενώ το δήλωναν απεγνωσμένα από την πρώτη στιγμή. Σε διάφορα σημεία των παρεμβάσεών της, ύψωνε θεατρικά, με προσποιητή αγανάκτηση, τη φωνή της. Εντέλει, η έδρα «έδωσε» τις δύο από τις τρεις ενστάσεις (εξαρχής την ανηλικότητα των τριών και στο τέλος της δίκης την αποβολή της υποστήριξης κατηγορίας) αλλά απέρριψε την πρώτη, για την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω μη μετάφρασης των εγγράφων, προοικονομώντας έτσι το αποτέλεσμα.

Όπως είπε, άλλωστε, η εισαγγελέας Καζαμπάκα «Ξέρουν πολύ καλά οι κατηγορούμενοι γιατί κατηγορούνται, κάποιοι μάλιστα έχουν και δύο δικηγόρους!». Αυτό ήταν ένα σημείο που τόνισε και σε άλλες στιγμές της δίκης: «αφού είχε δικηγόρο στον ανακριτή, και μάλιστα δικηγόρο από την Αθήνα, από τη Γλυφάδα… ολόκληρο δικηγόρο από τη Γλυφάδα, μάλιστα! Ούτε καν ντόπιο!». Και στην αγόρευσή της: «Θα ερχόταν εδώ οργανωμένος, με τρεις δικηγόρους και μάρτυρες από το εξωτερικό, αν δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο βρίσκεται σε αυτό το δικαστήριο;! Λέει ψέματα και το κατάλαβε πολύ καλά το δικαστήριο. Γι’ αυτό είπε άλλη ημερομηνία στο άσυλο, άλλη όταν συνελήφθη και άλλη σήμερα. Γιατί έτσι έχει μάθει, του αρέσει να λέει ψέματα, δεν υπάρχει κάποια άλλη εξήγηση!».

Αυτά τα τρία αποσπάσματα είναι χαρακτηριστικά του λόγου που χρησιμοποίησε η εισαγγελέας Αμαλία Καζαμπάκα για να ενοχοποιήσει τον – τελικά έναν – κατηγορούμενο που υπέστη την μήνιν της ίδιας και του δικαστηρίου. Γιατί είσαι αποδέκτης αλληλεγγύης; Γιατί να πασχίζουν δικηγόροι από την Αθήνα και, μάλιστα, από τη Γλυφάδα – άκουσον άκουσον! – να σε υπερασπιστούν; Γιατί να έρχονται άνθρωποι από άλλα μέρη της χώρας και από το εξωτερικό να σου συμπαρασταθούν; Σίγουρα όλ’ αυτά είναι κάποιο σκοτεινό σχέδιο κατά της Ελλάδας! Να τ’ ακούτε, εσείς, ένορκοι: δικηγόρο από τη Γλυφάδα είχε ο «παράνομος μετανάστης»!

Η Αμαλία Καζαμπάκα ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία ανθρώπων με τους οποίους, δυστυχώς, συμβιούμε σε αυτόν τον πλανήτη και οι οποίοι δεν επιθυμούν να δεχτούν ότι υπάρχουν άλλοι άνθρωποι που νιώθουν το καθήκον να σταθούν, με όποιον τρόπο μπορούν, δίπλα σ’ έναν άνθρωπο που βρίσκεται στη λάθος πλευρά της εξουσίας· κάτω, δηλαδή, από τις ερπύστριές της. Διώχνει μακριά τέτοιες σκέψεις. Γιατί, αν τις αφήσει να πλησιάσουν, θα είναι αναγκασμένη να αναγνωρίσει το χάσμα που την χωρίζει από αυτούς, το χάσμα που την χωρίζει, τελικά, από κάθε άλλο ανθρώπινο ον και την εγκλωβίζει σε μια μικρή και ανήλιαγη ύπαρξη.

Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε βρίσκεται σε αυτή τη θέση. Ποια άλλη θα ήταν καταλληλότερη να υπηρετήσει την ανεξέλεγκτη δικαστική εξουσία ενός κράτους, του οποίου ο ανεξέλεγκτος υπουργός, τότε, Μετανάστευσης και Ασύλου, Μηταράκης έγραψε στο Twitter «Οι εμπρηστές της Μόριας κρατούνται, η προσωρινή δομη είναι ετοιμη, τα τεστ για covid19 γίνονται. Και η ασφάλεια ολων διασφαλίζεται(sic).», στις 14:31 το μεσημέρι της 15ης Σεπτεμβρίου 2020, την ίδια ώρα που τα παιδιά που εντέλει κατηγορήθηκαν έδιναν απλώς καταθέσεις, χωρίς να έχουν καν συλληφθεί ακόμα; Προαποφασισμένη λοιπόν η δίωξη, προαποφασισμένη και η κατάληξη. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί σοβαρά ότι ένα τέτοιο κράτος, χωρίς καμμία δικλείδα ασφάλειας, διαθέτει την πολυπόθητη ήδη απ’ τον καιρό του Διαφωτισμού «διάκριση των εξουσιών»; Ούτε ο πιο μετριοπαθής «κεντρώος».

Η προκατασκευασμένη απόφαση άρχισε να αχνοφαίνεται πιο καθαρά, ανάμεσα από τους καπνούς της μάχης χαρακωμάτων στην οποία είχε καταντήσει το δικαστήριο, όταν η πρόεδρος Γλυκερία Καραναστάση δημιούργησε δύο διαδικαστικά θέματα εκ του μη όντος και τα τόνισε με κραυγές: πρώτο, την κατάθεση των παραβόλων των συνηγόρων υπεράσπισης και δεύτερο, ότι τάχα η υπεράσπιση έπρεπε να δηλώσει μάρτυρες μόνο στην αρχή της δίκης και όχι αργότερα. Πράγματα πρωτόγνωρα για όποια κι όποιον έχει ξαναπαρακολουθήσει δικαστήριο. Στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο παρά για απόπειρες της προέδρου Εφετών να μειώσει τον αριθμό συνηγόρων που παρίσταντο για την υπεράσπιση, αλλά και να εμποδίσει την κατάθεση μαρτύρων, όπως της ερευνήτριας Δήμητρας Ανδρίτσου, που θα υποστήριζε την τεχνική μελέτη των ερευνητικών ομάδων Forensic Architecture και Forensis. Φαινόταν ότι η έδρα ήθελε πάση θυσία να αποφύγει την άρτια νομική εκπροσώπηση του κατηγορούμενου, καθώς και την επί της ουσίας αποδόμηση με πραγματικά δεδομένα της μοναδικής και διάτρητης μαρτυρίας, με βάση την οποία κατηγορήθηκαν και οι έξι συλληφθέντες για την πυρκαγιά.

Αυτό ήταν και το σημείο της δίκης-μάχης στο οποίο η πρόεδρος και η εισαγγελέας εξαπέλυσαν από κοινού την πιο άγρια επίθεση, σφυροκοπώντας τον «εχθρό» με όλα τα όπλα που είχαν στη διάθεσή τους: τα τουφέκια των ανθυποπεριπτώσεων του γράμματος του ΚΠΔ, τον εναέριο βομβαρδισμό με χυδαία προσβολή της προσωπικότητας των ερευνητών από την εισαγγελέα, καθώς και το βαρύ πυροβολικό της προσποιητής άγνοιας. Δόθηκε μιάμιση ώρα εντατικής μάχης από την έδρα για να αποφευχθεί να προβληθεί στο δικαστήριο, ενώπιον των ενόρκων, το βίντεο της τεχνικής μελέτης των Forensic Architecture / Forensis, διάρκειας… είκοσι πέντε λεπτών.

Τα διαδοχικά «επιχειρήματα» που επιστρατεύθηκαν από την πρόεδρο και την εισαγγελέα ήταν και ασύνδετα και αντιφατικά:

– Θα το δούμε στη διάσκεψη

– Γιατί να το δούμε; Θα διαβάσουμε την έκθεση

– Δώστε μας μόνο τα συμπεράσματα, όχι όλη την έκθεση

– Σε τι βασίζεται η μελέτη; Γιατί δεν μας λένε όνομα, επώνυμο, ημερομηνία γέννησης και τόπο κατοικίας (δεν πρόκειται για κάποια υπερβολή, όντως ειπώθηκαν αυτά, επί λέξει, από την εισαγγελέα Καζαμπάκα) αυτών που τραβούσαν βίντεο από την πυρκαγιά;

– Δεν μας λένε τα ονόματα των ερευνητών (αναγράφονται όλα στην έκθεση)

– Δεν είναι πυροσβέστες εμπειρογνώμονες, είναι κάποιες αλλοδαπές εταιρείες με έδρα τη Γερμανία

Μιας και είναι γνωστό από την Τέχνη του Πολέμου του Σουν Τζου (την οποία, συνειδητά ή ασυνείδητα εφήρμοζε το μπλοκ δικαστών – εισαγγελέα) ότι δεν μπορείς να κερδίσεις τα πάντα, αλλά πρέπει να αφήσεις μια μικρότερη παραχώρηση για να κερδίσεις τον πιο σημαντικό στόχο της μάχης που δίνεις, η έδρα επέτρεψε να καταθέσει ως μάρτυρας η ερευνήτρια Δήμητρα Ανδρίτσου – πάντα υπό τον εναέριο βομβαρδισμό της εισαγγελέα Καζαμπάκα, που παρενέβαινε με σχόλια σε όλη την διάρκεια της κατάθεσης της μάρτυρα.

Η παραπάνω αναφορά, «επέτρεψε να καταθέσει», δεν αποτελεί κάποια λεκτική υπερβολή. Σε δεκατρία χρόνια δικαστικού ρεπορτάζ για το omniatv, δεν μπορώ να θυμηθώ άλλη περίπτωση στην οποία η έδρα να «διώχνει» μάρτυρα υπεράσπισης. Να πιέζει για τη συντόμευση κατάθεσης, αν επαναλαμβάνονται τα ίδια και τα ίδια, ναι. Ποτέ όμως να διώχνει μάρτυρα με μία ερώτηση, («τι θέλετε να μας πείτε εσείς;»), χωρίς να ολοκληρώσει η μάρτυρας την απάντηση, και πριν ακόμα μπορέσουν οι συνήγοροι υπεράσπισης να κάνουν έστω μία ερώτηση. Συνέβη αυτό; Ναι. Συνέβη κι αυτό. Και μάλιστα, με τον αυτόκλητο «άρχοντα της αίθουσας» που περιγράφηκε παραπάνω, τον «Μαιτρ», να φωνάζει σε μάρτυρα «Καθίστε κάτω, κυρία μάρτυς». Μια μάχη που είχε πια μετατραπεί σε παράσταση, που θύμιζε σαλούν της Άγριας Δύσης, από ‘κείνα με τον δικαστή-σερίφη-μπάρμαν. Ευτυχώς χωρίς θανατική ποινή και με κάποιους περιορισμούς ως προς το κατηγορητήριο, που, όπως είπε η εισαγγελέας Καζαμπάκα, πολύ θα ήθελε να περιλάμβανε κι άλλες κατηγορίες, εκτός του «εμπρησμού», ανάλογα με το πώς ξύπνησαν οι μάρτυρες αστυνομικοί.

Για να δικαιολογηθεί αυτή η κατάσταση δικαστικής ανομίας εντός της αίθουσας, επιστρατεύθηκε το όπλο μαζικής καταστροφής: οι ρατσιστικές αναφορές κατά των «μεταναστών, και μάλιστα παρανόμων». Έτσι χαρακτήρισε η εισαγγελέας όλους τους ανθρώπους που το ελληνικό κράτος είχε στοιβάξει στη Μόρια. Γιατί, όταν τελικά δεν έχεις κανένα στοιχείο για να αποδείξεις την ενοχή του ανθρώπου τον οποίο δικάζεις, επικαλείσαι την απανθρωποποίησή του, την δαιμονοποίηση της ύπαρξής του, και την ποινικοποίηση όχι κάποιας πράξης του αλλά αυτού που είναι.

Ο ρατσισμός ήταν διάχυτος καθ’ όλη τη διαδικασία. Από τη συνεχή επανάληψη της φράσης «αυτοί, οι αλλοδαποί, οι μετανάστες» που σκόπιμα και στοχευμένα επαναλάμβανε η εισαγγελέας για να αρνηθεί την ιδιότητα του αιτούντος άσυλο, μέχρι το αναφανδόν ψεύδος «Αφού συγκέντρωσε χρήματα για να περάσει με βάρκα στην Ελλάδα, γιατί δεν έβγαλε διαβατήριο από το Αφγανιστάν (από το οποίο έφυγε για να ζητήσει άσυλο) και να μείνει στο Ιράν ή στην Τουρκία;». Πέρα από την προσποιητή άγνοια για την κατάσταση στο Αφγανιστάν, ενδεχομένως εδώ να κρύβεται και μια ζήλεια για τα καθεστώτα του Ιράν και της Τουρκίας, με τα οποία, πράγματι, η εισαγγελέας Καζαμπάκα θα μπορούσε να συνεργάζεται άψογα.

Η μέθοδος της δαιμονοποίησης του κατηγορούμενου ως ανήκοντα σε μια κατηγορία «Άλλων», που περιγράφονται ως «απειλή», κατέληξε στο σημείο όπου, κατά την εισαγγελική της πρόταση, η Αμαλία Καζαμπάκα επιστράτευσε και τη διαχείριση της πανδημίας COVID-19. Να θυμηθούμε, σ’ αυτό το σημείο, ότι πρόκειται για την κυβερνητική πολιτική που οδήγησε τη χώρα στη 13η θέση παγκοσμίως σε νεκρούς ανά εκατομμύριο, με σύνολο 37.869 νεκρούς μέχρι σήμερα και το σύνδρομο “long covid” να σέρνεται αυτή τη στιγμή σε όλη την Ελλάδα): «Και για αυτά τα μέτρα, που τα πέρασαν όλοι οι Έλληνες πολίτες, που γράφαμε χαρτιά για να βγούμε στο δρόμο, αυτά ο κατηγορούμενος δεν τα ανέχτηκε, και μαζί με άλλους, θέλοντας να επιβάλει εδώ τον νόμο της πατρίδας του, επιδόθηκαν σε καταστροφές».

Δεν ξέρει κανείς από πού να πιάσει και πού να αφήσει αυτή την αθλιότητα. Από την εξίσωση συνθηκών του λοκντάουν που πέρασε μια εισαγγελέας στο σπίτι της για δύο μήνες, με αυτή των στρατοπέδων συγκέντρωσης προσφύγων που παρέμειναν σε διαρκές, αδιάκοπο λοκντάουν για πάνω από έναν ολόκληρο χρόνο; Από την αποσιώπηση των άθλιων συνθηκών της Μόριας και του τρόμου που δημιούργησε στους έγκλειστους εκεί ο πλήρης αποκλεισμός; Από τη μόνιμη παρουσία στρατιωτικοποιημένης αστυνομίας και τους ανθρώπους με τις λευκές ολόσωμες στολές να κάνουν «ιχνηλάτηση» κρουσμάτων τη νύχτα στις σκηνές, χωρίς να έχει προηγηθεί καμμιά ενημέρωση;

Παρενθετικά, αυτή η επιτηδευμένη αποσύνδεση από την πραγματικότητα, ήταν μεθοδευμένη απ’ όλη την έδρα. Κατά την απολογία του κατηγορουμένου, η πρόεδρος Γλυκερία Καραναστάση τον ρώτησε «γιατί δεν έφερε μάρτυρα στο πρώτο δικαστήριο», με την υπεράσπιση να σημειώνει «Μέσα στον COVID ήταν το δικαστήριο, κυρία πρόεδρε…» και την ίδια να απαντάει «Α, είχαμε COVID, ναι…» σχεδόν απογοητευμένη που δεν της έκατσε το εύρημα.

Αυτό το «θέλοντας να επιβάλει εδώ τον νόμο της πατρίδας του» ήταν η φράση που ήρθε, μαζί με όλες τις άλλες, να αποκαλύψει ολοκληρωτικά τους σκοπούς της εισαγγελέα και το παιχνίδι της με την πρόεδρο για τον επηρεασμό των ενόρκων.

Ανεμπόδιστη από την έδρα, η Αμαλία Καζαμπάκα έχτισε μια φανταστική ιστορία, στηριγμένη σε δύο στύλους. Ο πρώτος στύλος ήταν η μία και μοναδική μαρτυρική κατάθεση, του ενός μάρτυρα που συνεργαζόταν με την ΕΛ.ΑΣ., ο οποίος έφυγε από τη Λέσβο την ίδια στιγμή που απαγορευόταν κάθε μετακίνηση αιτούντων άσυλο για «υγειονομικούς» λόγους και πήρε καθεστώς πρόσφυγα λίγο μετά. Και, το κερασάκι στην τούρτα, η ΕΛ.ΑΣ. ισχυριζόταν ότι «δεν μπορεί να τον εντοπίσει». Ελάχιστα απέχει αυτό από τη γνωστή τακτική των «ανώνυμων τηλεφωνημάτων», την προσφιλή μέθοδο με την οποία η ΕΛ.ΑΣ. ανοίγει δικογραφίες πάνω στο άρθρο 187Α του Π.Κ.

Το δεύτερο όμως στήριγμα της εισαγγελικής αφήγησης ήταν να εμπεδωθεί στους ενόρκους ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με «αυτούς». «Αυτούς, τους αλλοδαπούς, τους μετανάστες». Να μη κριθεί δηλαδή η υπόθεση με βάση τα στοιχεία, αλλά με βάση τον ερεθισμό των ξενοφοβικών αντανακλαστικών, τα οποία με τόση μεθοδικότητα και με εργώδεις προσπάθειες εμφυτεύουν οι θεσμοί, η σχολική εκπαίδευση και οι παρεμβάσεις της Εκκλησίας στις τοπικές κοινωνίες.

Άλλωστε, η ίδια εισαγγελέας, σε επίσημη ερώτηση για την καθυστέρηση της δικογραφίας για το φασιστικό πογκρόμ στην Πλατεία Σαπφούς το 2018, απάντησε ότι φταίνε γι’ αυτή οι «αυξημένες υποχρεώσεις» που έχουν προκύψει από την «εγκληματικότητα των αλλοδαπών», με ιδιαίτερη αναφορά στην πυρκαγιά της Μόριας. Που συνέβη το 2020.

Το δε καλύτερο κλείσιμο, το έδωσε και πάλι η ίδια, στην αγόρευσή της:

«Ακούμε εδώ συνέχεια για τους μετανάστες, που κάθησα εχθές το βράδυ και είδα να γράφεται σε ιστοσελίδες, που δεν τις ξέρω, ότι είμαι ρατσίστρια, είπα ρατσιστικό λόγο. Και θέλω να ρωτήσω, αυτούς τους ανθρώπους που ήρθαν εδώ [ανεβάζει τόνο] που τους κατέκαψαν την ιδιοκτησία τους, την ιδιοκτησία του ελληνικού κράτους και της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, ποιος τους θεωρεί αυτούς καημένους, ποιος θα τους αποζημιώσει; Όπως χαρακτηριστικά μας είπαν, οι άνθρωποι αυτοί, οι μετανάστες, αποτέλεσαν για το χωριό εκεί της Μόριας, μια πραγματική θεομηνία.»

Με λίγα λόγια, και «ρατσισμός κατά των Ελλήνων» και απανθρωποποίηση των προσφύγων, των αιτούντων άσυλο, των μεταναστών. Η κυρία Καζαμπάκα πρέπει να είχε νιώσει μια μεγάλη λύπη να την πλημμυρίζει το μεσημέρι της 7ης Οκτωβρίου 2020.

Δύο ένορκες στάθηκαν στο ύψος τους και δεν υπέκυψαν σε αυτό το προσχεδιασμένο θέατρο.

***

Η εισαγγελέας Αμαλία Καζαμπάκα έχει πλούσιο «πολιτικών αποχρώσεων» βιογραφικό.

  • Τον Οκτώβριο του 2011, ούσα τότε εισαγγελέας Πρωτοδικών, εν μέσω ακυβερνησίας με την κατάρρευση της πρωθυπουργίας Γ.Α.Παπανδρέου, είχε απειλήσει με άσκηση ποινικής δίωξης τους προέδρους 15μελών όσων σχολείων είχαν κηρύξει κατάληψη στην Κατερίνη.
  • Τον Ιούνιο του 2013, με κυβέρνηση Αντ. Σαμαρά, προάγεται σε αντεισαγγελέα Εφετών και τοποθετείται στη Μυτιλήνη, όπου και ασκεί τα «καθήκοντά της» μέχρι σήμερα.
  • Από τον Απρίλιο του 2018 χειρίζεται τη δίωξη για το ρατσιστικό πογκρόμ ντόπιων φασιστών εναντίον μεταναστών στην Πλατεία Σαπφούς, στην οποία, τελικά, αφαιρέθηκαν κάποιες κακουργηματικές κατηγορίες και θα δικαστούν μόνο για πλημμελήματα. Στις 29/11/2021, η ίδια απαντούσε σε σχετικό έγγραφο αίτημα του Υπουργείου Δικαιοσύνης ότι η δικογραφία δεν είχε περατωθεί ακόμα, γιατί το γραφείο του ανακριτή ήταν πολύ απασχολημένο, λόγω «δραματικής αύξησης ποινικών δικογραφιών, εξαιτίας της εγκληματικότητας που αναπτύχθηκε από αλλοδαπούς, με αποκορύφωμα το κάψιμο του ΚΥΤ Μόριας τον Σεπτέμβριο του 2020». Δηλαδή δεν είχε τελειώσει με την άσκηση ποινικής δίωξης στους φασίστες, επειδή δύο χρόνια αργότερα «οι αλλοδαποί έκαψαν» τη Μόρια.

Στηρίξτε το omniatv:

Σχόλια

5 2 votes
Βαθμολογία άρθρου
Subscribe
Notify of
guest
0 Σχόλια
Inline Feedbacks
View all comments
Μετάβαση στο περιεχόμενο